Πειραιώτες – Ιστορίες & Ειδήσεις 1947-1967
Εκδόσεις Τόπος, 2016,
σελ. 176, τιμή 12,90 ευρώ
Στη γειτονιά του Διονύση Χαριτόπουλου, σε μια τυπική αθηναϊκή συνοικία, παρασύρεσαι ασυναίσθητα σε αρχιτεκτονικές παρατηρήσεις: συνυπάρχουν απομεινάρια της αντιπαροχής με κραυγαλέες μεταμοντέρνες αστοχίες και όμορφες μονοκατοικίες της δεκαετίας του 1930. Προτού φθάσουμε στην πόρτα του, παρακάμψαμε μια παραφορτωμένη νεραντζιά.
«Μετά από χρόνια μπαίνει δημοσιογράφος στο σπίτι μου» είπε ο συγγραφέας και μας καλοδέχτηκε ντυμένος στα μαύρα. Στην άκρη του γραφείου του, σαν κανόνια έτοιμα στις πολεμίστρες τους, ήταν παρατεταγμένες οι πίπες του. Και πιο δίπλα, μια μικρή στοίβα βιβλία: διηγήματα του Τσίρκα, ποίηση του Γκίνσμπεργκ, μια μελέτη για τον Βαμβακάρη.
Το 2016 ο ίδιος συμπληρώνει 40 χρόνια συνεχούς παρουσίας στην πεζογραφία μας. «Μόνο μη με γράψετε «λογοτέχνη», έτσι λέγαμε κάτι συνταξιούχους γυμνασιάρχες που έγραφαν πατριωτικά ποιήματα». Με τους Πειραιώτες που μόλις κυκλοφόρησαν –ένα καλειδοσκοπικό αφήγημα για τον μεταπολεμικό Πειραιά και την πλούσια ανθρωπογεωγραφία του –κλείνει ένας κύκλος που άνοιξε το 1976 με τη Δανεικιά γραβάτα.
Στο νέο του βιβλίο δένονται αρμονικά ορισμένες σύντομες και πυκνογραμμένες ιστορίες, με «πραγματικές, ατόφιες ειδήσεις» από τις εφημερίδες της εποχής και την κίνηση του μεγάλου λιμανιού. Αποτελεί άραγε, μαζί με το Εκ Πειραιώς του 2012, ένα λογοτεχνικό δίπτυχο; «Οι αναμνήσεις δεν τεμαχίζονται, τις έχεις μέσα σου και βγαίνουνε, άσχετα με ποια σειρά συμβαίνει αυτό. Είναι όλα μέσα μου αυτά, είναι ο Πειραιάς μέσα μου. Μ’ έπλασε και δεν τον ξεχνώ ποτέ. Στο βιβλίο, βέβαια, δεν έβαλα ορισμένα ακραία περιστατικά, τόσο δικά μου όσο και της πόλης. Και δεν τα έβαλα επειδή σήμερα φαντάζουν τόσο απίθανα που θα μπορούσαν να περάσουν για φτιαχτά. Ο Πειραιάς, ξέρετε, υπήρξε μια πολύ άγρια υπόθεση. Στις αρχές του 20ού αιώνα όλοι κοιμόντουσαν μ’ ένα πιστόλι κάτω απ’ το μαξιλάρι. Η αστυνομία μέτραγε 30 πυροβολισμούς ανά πεντάλεπτο. Αλλά και αργότερα, στη δική μου την εποχή, κάπως έτσι ήταν. Αυτοκτονούσαν κορίτσια λ.χ. επειδή δεν αντέχανε την όλη ιστορία. Κι από την άλλη ήταν οι ξένοι, οι τυχοδιώκτες, τα ρεμάλια. Ολοι εκεί μαζευόντουσαν. Το λιμάνι είχε το κεχρί, το χρήμα».
Ο Διονύσης Χαριτόπουλος μεγάλωσε στο πιο σκληροτράχηλο κομμάτι, «στο γκέτο, στα Μανιάτικα». Και περιγράφει πάλι έναν κόσμο βίαιο αλλά σαγηνευτικό, στον οποίο όμως δεν επιστρέφει με μια αποξηραμένη νοσταλγία. «Το κάνω για να κατανοήσω τον κόσμο γύρω μου και τον άνθρωπο που έγινα κατόπιν. Το κάθε βιβλίο επενεργεί και σε εμένα που το γράφω. Εγώ λειτουργούσα πάντοτε με το αρνητικό παράδειγμα, «αυτό δεν είναι σωστό». Σαν να γεννήθηκα μ’ έναν ανιχνευτή μαλακίας μέσα μου, δηλαδή, που με βοήθησε να αποφεύγω τις κακοτοπιές. Βέβαια, πήρα και πολλά από κει. Γιατί αν δεν ήσουν και λίγο ζόρικος δεν στεκόσουν. Προσπάθησα όμως να τα βγάλω τ’ αγκάθια λίγο-λίγο. Οχι όλα, δεν γίνεται. Αν πας να το κάνεις αυτό, γίνεσαι γραφικός. Δεν είμαι απ’ το Ψυχικό».
«Η γέφυρα των στεναγμών»
Πώς όμως σκόνταψε πάνω στα γράμματα σε μια περιοχή που δεν υπήρχε βιβλίο ούτε για δείγμα; «Δεν ήξερε κανείς ότι διάβαζα. Τι να έλεγα στη συμμορία; Πάντως από 12-13 χρονών ήθελα να γίνω συγγραφέας. Τότε πιάνανε στεριά οι ναυτικοί και, μέχρι να ξαναμπαρκάρουνε, νοικιάζανε κάτι καμαράκια της συμφοράς στις αυλές. Μέσα σ’ ένα τέτοιο δωμάτιο ξέχασε κάποιος ένα χοντρό βιβλίο, ήταν «Η γέφυρα των στεναγμών» του Μιχαήλ Ζεβακό που πιθανότατα του το είχε δώσει κάποια γκόμενα. Το διάβασα και τρελάθηκα. Αυτή ήταν η πρώτη επαφή, κάπου εκεί στα τέλη της δεκαετίας του 1950».
Ο ίδιος πιστεύει ότι «την τελική μορφή των ανθρώπων» τη δίνουν τα βιβλία. «Η χοντρή εμπειρία σπανίζει πλέον. Εγώ, βέβαια, είμαι της εμπειρίας. Επεσα όμως με τα μούτρα στην ανάγνωση και στον κινηματογράφο. Μεγάλο σχολείο ο κινηματογράφος. Μας άνοιξε τα μάτια. Οταν είδαμε το «Επαναστάτης χωρίς αιτία» με τον Τζέιμς Ντιν, βγήκαμε από την αίθουσα με τους γιακάδες σηκωμένους. Το «Aμαρκόρντ» του Φελίνι, ας πούμε, δεν έγινε σημείο αναφοράς μόνο για τους κινηματογραφιστές, έγινε και για εμένα. Με μάγεψε γιατί, βλέποντάς το, κατάλαβα ότι η εφηβεία σε προσδιορίζει, ότι δεν είναι για πέταμα».
Γράψιμο και αυτογνωσία
Μετά τα 60, πρόσθεσε ο Διονύσης Χαριτόπουλος, έχεις τη ματιά να επανασημασιολογήσεις τα νιάτα σου όπως πρέπει. «Κακά τα ψέματα, πριν, στα 40 και στα 50, είσαι ακόμα μέσα στη φούρια της ζωής, αν κοιτάξεις πίσω, το έχασες το παιχνίδι. Μετά τα 60 έρχεται η ηρεμία, όλα καταλαγιάζουν. Το γράψιμο συνέβαλε τρομακτικά στην αυτογνωσία μου αλλά και στη γνώση του κόσμου, όταν βάζεις τα πράγματα στο χαρτί τα καταλαβαίνεις καλύτερα». Γιατί κρατάς, όπως και στη ζωή, ό,τι τελικά αξίζει. «Εμένα το γράψιμο με έσωσε κυριολεκτικά. Μου έκανε μεγάλες ζημιές στην προσωπική μου ζωή –γιατί κάθε βιβλίο ήταν και μια κοπέλα που έχανα, δεν σε αντέχει η άλλη να είσαι παρών απών –αλλά με απέτρεψε απ’ το να ακολουθήσω άλλους δρόμους».
Τον άλλαξε όμως ως άνθρωπο; «Αλλαξα αρκετά. Πρώτα δεν κουβέντιαζα. Δηλαδή αν διαφωνούσαμε, ήμουνα έτσι ντρεσαρισμένος που η πρώτη μου σκέψη ήταν να πλακωθώ. Τώρα έχω μια μετριοπάθεια. Αναγνωρίζω πλέον ότι υπάρχουν κι άλλες απόψεις, αναγνωρίζω και το δίκιο του άλλου. Ο βασικός μου πυρήνας, ωστόσο, παραμένει ίδιος: θα επανέλθω στην αυτοδικία αν πειράξεις έναν δικό μου, το παιδί μου ή τη γυναίκα μου, δεν κρατιέμαι δηλαδή να πάω ως το τμήμα να σε καταγγείλω».
Η ψίχα του λαού
Μιλώντας για αλλαγές, περάσαμε στην κοινωνία. «Στην Ελλάδα, στις δεκαετίες του 1950 και του 1960, ήρθανε πολλά μαζί κι όλα τα υιοθετήσαμε. Η ψίχα μας όμως έμεινε η ίδια. Αυτή δεν προσδιορίζεται μόνο απ’ ό,τι προκαλεί στους ανθρώπους ένας ηλιόλουστος, πανέμορφος τόπος που είναι ζηλευτός, ό,τι κι αν λέγεται. Η ψίχα μας, θέλω να πω, είναι η ψίχα του μικρού λαού, όπως λέει και ο Κούντερα για την Τσεχία. Αντιδρούμε σαν καταδιωκόμενοι, σαν διαρκώς αδικημένοι, σαν θύματα». Ωστόσο η ψίχα του λαού, συνέχισε ο Διονύσης Χαριτόπουλος, αποδεικνύεται καλή. «Και δεν στέκομαι μονάχα στην αλληλεγγύη που δείχνει στους πρόσφυγες τούτες τις μέρες. Πρέπει να σας πω ότι την αλληλεγγύη της κοινωνίας την είδα με την κρίση. Η οικογένεια η λοιδορούμενη λειτούργησε στην Ελλάδα. Αλλιώς θα είχαμε άλλες καταστάσεις, άλλον αριθμό αστέγων, άλλο αριθμό αυτοκτονιών, άλλη εγκληματικότητα που συναρτάται πάντα με την ανεργία. Δυο εκατομμύρια άνεργοι! Δεν υπάρχει μεγαλύτερη καταδίκη, το ίδιο το σύστημα που σου στερεί τη δουλειά, σε κλείνει μέσα στο σπίτι, να νιώθεις άχρηστος και ξένος».
Στα χρόνια της κρίσης μόνο μια φορά φοβήθηκε. «Από τα μεταπολιτευτικά χρόνια συνολικά, τρόμαξα τις παραμονές του πρόσφατου δημοψηφίσματος. Διότι πολιτικοί και μέσα ενημέρωσης ενέσπειραν έναν διχαστικό λόγο που κόντεψε να τερματίσει. Τότε δήλωσα «βουλώστε το όλοι, δεν θα μας βάλετε να σκοτωθούμε μεταξύ μας». Ενας πολύ γνωστός πολιτικός μού έστειλε κατόπιν ένα μήνυμα, «το βουλώνω πρώτος εγώ» μου έγραψε».
Πολιτικός τυχοδιωκτισμός
Στους «Πειραιώτες» υπάρχουν κάποιες αράδες για τους «Λαμπράκηδες», όχι ιδιαιτέρως κολακευτικές. Κάπως έτσι συζητήσαμε και για την «πρώτη φορά» της Αριστεράς. «Ο ΣΥΡΙΖΑ, σαν να λέμε. Οταν ήταν ακόμα στο 4%, και επειδή ήξερα από τι είδους ύφασμα είναι φτιαγμένοι όλοι αυτοί, έλεγα ότι αυτό δεν είναι κόμμα, είναι κοινωνική ενόχληση. Εγώ αυτούς τους έχω ικανούς για όλα, εξ αρχής. Και το κακό είναι ότι έχουν μια διχαστική προσέγγιση. Αμα τους κάνεις την παραμικρή κριτική, είσαι είτε ακροδεξιός, είτε απολιτίκ που δεν καταλαβαίνει. Εγώ όμως κατάλαβα από πολύ νωρίς τι παίζει. Εχουν συνδεθεί όλα στο μυαλό μου εγκαίρως. Εμένα εξακολουθούν να με βρίζουνε αλλά έχω πάθει πλέον ανοσία. Αλλωστε στην Ελλάδα, όπως λένε και οι Αμερικάνοι, κυκλοφορούμε μ’ έναν στόχο στην πλάτη και όποιος μπορεί πυροβολεί. «Κακό χωριό τα λίγα σπίτια», αυτό είναι η Ελλάδα. Κοιτάξτε, ο φανατισμός είναι κακό πράγμα. Είναι ένας σολιψισμός, είναι σαν να βλέπεις τον κόσμο από μια χαραμάδα, σαν να τον βλέπεις, όπως είχα γράψει στο «Εγχειρίδιο βλακείας», μέσα από ένα μακαρόνι. Εγώ είμαι μαρξιστής θέλω να πω, αυτοί που είναι τώρα στην εξουσία δεν είναι. Οι άνθρωποι είναι τυχοδιώκτες. Δεν έχουν ζήσει το ευλογημένο οκτάωρο της εργασίας. Εχουνε μορφωθεί μέσα στα κομματικά γραφεία. Κι εγώ, ξέρετε, είμαι με τον παπά. Οταν πάει η άλλη στην εκκλησία, με το μισό βρακί και με το ένα βυζί έξω, και ο παπάς την εκδιώκει, είμαι με τον παπά. Μπήκες εδώ; Θα παίξεις με τους κανόνες. Αποφασίσατε, κύριοι, αντίστοιχα, να συμμετάσχετε στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι; Θα παίξετε με τους κανόνες. Και τι είναι αυτό το λιγδέ στυλ τώρα που γίνατε εξουσία; Δεν μπορείτε να λέτε «Ναός της Δημοκρατίας» και την ίδια ώρα να τον γράφετε κανονικά. Εκεί μέσα θα είστε, λοιπόν, σαν πιστοί και θα φοράτε και κοστούμι. Αλλιώς δεν κάνετε τίποτα άλλο απ’ το να μας προσβάλλετε, ακόμη και εμένα που δεν έχω φορέσει γραβάτα ποτέ στη ζωή μου».
Αριστερά, για τον Διονύση Χαριτόπουλο, σημαίνει ανιδιοτέλεια και αν δεν είναι αυτό η Αριστερά, δεν έχει λόγο ύπαρξης. «Εγώ είμαι μαρξιστής και όπως οι χριστιανοί έχουν την ουτοπία της Δευτέρας Παρουσίας, έχω κι εγώ μια προσωπική ουτοπία για μια δεύτερη ευκαιρία στους φτωχούς και στους αδύναμους. Κάποτε! Δεν θα το δω, το ξέρω, δεν ζω στα σύννεφα. Αυτό όμως δεν με εμποδίζει να βλέπω και τις μαλακίες της Αριστεράς» κατέληξε ο συγγραφέας.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ