ΤΟ ΒΗΜΑ –NEW YORK TIMES

Οι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί, που φρίττουν από την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ, ας θυμηθούν τι άκουσε όλος ο κόσμος από τον Μαρκ Ρούμπιο, έτερο διεκδικητή του χρίσματος του κόμματος, σε ένα κρίσιμο ντιμπέιτ, το οποίο τον εξέθεσε καταστροφικά και «σκότωσε» την προεκλογική του εκστρατεία.
Είπε επανειλημμένως το εξής: «Ας διαλύσουμε τη φαντασίωση ότι ο Μπαράκ Ομπάμα δεν ξέρει τι κάνει. Γνωρίζει ακριβώς τι κάνει». Το σαφές υπονοούμενο είναι ότι όλα τα κακά που οι Ρεπουμπλικανοί υποστηρίζουν ότι συνέβησαν επί προεδρίας Ομπάμα _ ιδίως η δήθεν μειωμένη ισχύς των ΗΠΑ στον κόσμο _ είναι αποτέλεσμα μιας σκόπιμης προσπάθειας να αποδυναμωθεί η χώρα.
Με άλλα λόγια, ο εκλεκτός των παραδοσιακών Ρεπουμπλικανών για το χρίσμα, ο άνθρωπος που το περιοδικό Time έκανε κάποτε εξώφυλλο με τον τίτλο «Ο σωτήρας των Ρεπουμπλικανών», επαναλάμβανε εσκεμμένα το παρανοϊκό επιχείρημα ότι ο νυν πρόεδρος είναι προδότης.
Και σήμερα οι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί είναι σοκαρισμένοι που ένας υποψήφιος ο οποίος παίζει το ίδιο παιχνίδι, ακόμη πιο απροκάλυπτα, είναι ο απόλυτα επικρατέστερος για το χρίσμα του κόμματος. Γιατί;
Η αλήθεια είναι ότι ο δρόμος προς τον «τραμπισμό» ξεκίνησε πριν από καιρό, όταν οι υπερσυντηρητικοί _ οι ιδεολογικοί πολεμιστές της Δεξιάς _ κατέλαβαν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Και πράγματι ήταν μια πλήρης κατάληψη. Κανένας απ’ όσους επιδιώκουν σήμερα μια καριέρα εντός του κόμματος δεν τολμά να αμφισβητήσει την επικρατούσα ιδεολογία, από τον φόβο ότι θα αντιμετωπίσει όχι μόνο σφοδρές αντιρρήσεις αλλά και διαγραφή.
Αυτό φαίνεται από το ότι καθένας από τους διεκδικητές του χρίσματος που επιζούν μέχρι σήμερα, περιλαμβανομένου του Τραμπ, προτείνει υπάκουα τεράστια μείωση της φορολογίας των πλουσίων, αν και μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων, μεταξύ των οποίων πολλοί Ρεπουμπλικανοί, επιθυμούν αντίθετα να δουν την φορολογία των πλουσίων να αυξάνεται.
Πώς όμως θα κερδίσει τις εκλογές ένα κόμμα όμηρος μιας μη δημοφιλούς ιδεολογίας; Η συσκότιση βοηθάει. Αλλά η δημαγωγία βοηθάει ακόμη περισσότερο. Οι ρατσιστικές κορώνες και οι υπαινιγμοί ότι οι Δημοκρατικοί είναι αντιαμερικανοί, αν όχι προδότες, δεν συμβαίνουν σποραδικά αλλά αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της Ρεπουμπλικανικής πολιτικής στρατηγικής.
Στα χρόνια του Ομπάμα, οι Ρεπουμπλικανοί ηγέτες κλιμάκωσαν πάρα πολύ αυτή τη στρατηγική. Οι παραδοσιακοί Ρεπουμπλικανοί απέφευγαν γενικώς να ισχυρίζονται απερίφραστα ότι ο πρόεδρος είναι ένας κενυάτης ισλαμιστής άθεος κομμουνιστής φίλος των τρομοκρατών αλλά σιωπηρά ενθάρρυναν εκείνους που το ισχυρίζονταν και αποδέχονταν την υιοθέτησή του. Και σήμερα πληρώνουν το τίμημα.
Η βασική παραδοχή πίσω από τη στρατηγική των παραδοσιακών Ρεπουμπλικανών είναι ότι οι ψηφοφόροι μπορούν να ξεγελαστούν ξανά και ξανά: να πειστούν να ψηφίσουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα λόγω οργής κατά Αυτών των Ανθρώπων και μετά τις εκλογές, το κόμμα να τους αγνοήσει για να ακολουθήσει τις πραγματικές, φιλοπλουτοκρατικές του προτεραιότητες. Εδώ μπαίνει ο Τραμπ για να κορυφώσει το στυλ αυτό.
Τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά στην άλλη πλευρά.
Μερικοί συνεχίζουν ενίοτε να εντοπίζουν αντιστοιχίες ανάμεσα στον Τραμπ και τον Μπέρνι Σάντερς. Αλλά ενώ και οι δύο αμφισβητούν την παραδοσιακή πτέρυγα του κόμματός τους, οι παραδοσιακές αυτές πτέρυγες δεν είναι οι ίδιες. Το Δημοκρατικό Κόμμα, αντί να είναι ιδεολογικά μονολιθικό, είναι, όπως το θέτουν πολιτικοί επιστήμονες, ένας «συνασπισμός κοινωνικών ομάδων» που κυμαίνονται από ενώσεις Οικογενειακού Προγραμματισμού ως σωματεία δασκάλων.
Πάμε όμως πίσω στους Ρεπουμπλικανούς: ας διαλύσουμε τη φαντασίωση ότι το φαινόμενο Τραμπ αποτελεί ένα είδος απρόβλεπτης εισβολής στην κανονική ροή της Ρεπουμπλικανικής πολιτικής. Αντιθέτως, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πέρασε δεκαετίες ενθαρρύνοντας και εκμεταλλευόμενο ακριβώς την ίδια οργή που μεταφέρει σήμερα τον Τραμπ ως το χρίσμα. Η οργή αυτή ήταν αναμενόμενο να βγει αργά ή γρήγορα εκτός του ελέγχου των παραδοσιακών Ρεπουμπλικανών.
Ο Ντόναλντ Τραμπ δεν είναι ένα ατύχημα. Το κόμμα του τού έστρωσε τον δρόμο.