Βερολίνο, Ανταπόκριση
Για πολλές ημέρες κινούταν μόνο στα πλακάτ. Η άρκτος, το μασκότ της Μπερλινάλε, απεικονιζόταν σε αυτά ως πολυάσχολη περιηγήτρια του Βερολίνου: πότε βγαίνοντας από το Μετρό, πότε ανεβαίνοντας τα σκαλιά της Nationalgalerie, και πότε περιδιαβαίνοντας ανέμελη τους δρόμους και τις πλατείες της γερμανικής πρωτεύουσας. Στην πραγματική ζωή βρισκόταν όμως – η παγωνιά του Φλεβάρη! – σε χειμερία νάρκη. Το ίδιο έκανε και το κινηματογραφικό φεστιβάλ της πόλης. Με λίγες εξαιρέσεις, που έβγαζαν γέλιο και κλάμα, η Μπερλινάλε κοιμόταν κυριολεκτικά τον ύπνο του αδίκου. «Ήταν μια από τις πιο κοιμήσικες διοργανώσεις στη 62ετή ιστορία της» έλεγε ραδιοσχολιαστής.
Έως ότου, την έκτη ημέρα, το φεστιβάλ πήρε φωτιά. Η αρκούδα ξύπνησε μέσα από την πυρκαγιά που άναψε μια συμμορία μαύρων υπό την αρχηγία του Κύκλωπα (Wesley Snipes) στο σπίτι του αρχηγού της αντίπαλης συμμορίας Chi Raq (Nick Cannon) στην πιο εγκληματική περιοχή των ΗΠΑ: στη South Side (Νότια πλευρά) του Σικάγου. Μαζί της τυλίχθηκε ολόκληρη η Μπερλινάλε στις φλόγες. Το φιλμ, ονόματι επίσης Chi-Raq, ήταν το πρώτο και μοναδικό μέχρι τώρα μεγάλο γεγονός της διοργάνωσης. Ένα έργο κλασικής πολιτικής προπαγάνδας (Agitrop) με σούπερ-μοντέρνα μέσα: Μουσική hip hop και κείμενα rap (στιχουργικά διατυπωμένους διαλόγους). Το θέμα του είναι η βία στην αμερικανική κοινωνία, η οποία, με φόντο και υπερδομή το καπιταλιστικό σύστημα, τα όπλα και τους πολέμους του, αναπαράγεται με φρικιαστικά αποτελέσματα στον ανδροκρατούμενο υπόκοσμο των Αφροαμερικανών του Σικάγου. Ο σκηνοθέτης του Spike Lee δεν διστάζει να πει, ότι η πρόθεση του δεν ήταν η δημιουργία ενός έργου τέχνης, αλλά ενός αντί-όπλου εναντίον αυτής της επιδημικής βίας.
Chi-Raq είναι όνομα και πράμα. Το Chi είναι τα αρχικά του Σικάγου, το Raq τα τελευταία γράμματα του Ιράκ – δυο περιοχές που είναι συνυφασμένες με τη βία. Ήδη στους τίτλους της ταινίας βλέπουμε έναν χάρτη των Ηνωμένων Πολιτειών που συντίθεται από πυροβόλα όπλα. Τα δυο μαζί, το όνομα και τα όπλα, υπονοούν το γεγονός ότι στο χρονικό διάστημα 2001-2015 δολοφονήθηκαν μόνο στο Σικάγο 7356 άτομα, κυρίως μαύροι – περισσότεροι δηλαδή από τους 7000 περίπου στρατιώτες που σκοτώθηκαν στο ίδιο διάστημα στους αμερικανικούς πολέμους στο Ιράκ και το Αφγανιστάν.
Το πρόβλημα ξεπερνάει βέβαια το Σικάγο. Στις ΗΠΑ πεθαίνουν καθημερινά 88 άτομα μέσω των πυροβόλων όπλων. Στο χρόνο πάνω είναι 32.120 – όσο περίπου δηλαδή σκοτώνονται και από αυτοκινητιστικά δυστυχήματα. Όχι λίγοι, όπως οι έμποροι των όπλων και οι φανατικοί οπαδοί τους αποδέχονται αυτούς τους θανάτους μοιρολατρικά. Όχι όμως ο Spike Lee που κάνει από δεκαετίες εκστρατεία για την απαγόρευση της πώλησής των. Το Chi-Raq είναι το αποκορύφωμα αυτής της εκστρατείας.
Το πρότυπο της ταινίας είναι η Λυσιστράτη του Αριστοφάνη. Η Λυσιστράτη του Lee, που υποδύεται εξαίρετα η Teyonah Parris, αποφασίζει να μιμηθεί την αρχαία ηρωίδα φωνάζοντας το σύνθημα: «No peace, no pussy» (όχι ειρήνη, όχι σεξ). Το ποτήρι ξεχειλίζει όταν μια αδέσποτη σφαίρα σκοτώνει ένα κορίτσι. Οι γυναίκες των συμμοριτών καταλαμβάνουν το οπλοστάσιο της πόλης, γελοιοποιούν τον στρατηγό-φρούραρχο, οργανώνουν την αποχή από τις σεξουαλικές επαφές και αναγκάζουν τελικά τις δυο συμμορίες (τους «Σπαρτιάτες» και τους «Τρωάδες») να καταθέσουν τα όπλα.
Το φιλμ δεν έχει και στα 127 λεπτά που διαρκεί την ίδια ένταση. Ορισμένα κομμάτια του φτάνουν όμως για να το κατατάξουν στις μεγάλες δημιουργίες της εποχής του. Σε αυτά ανήκουν το 15λεπτο κήρυγμα στην κηδεία της μικρής που κάνει ο πάτερ Μάικ Κόρινταν (υπέροχα παιγμένο από τον John Cusack) καθώς και η «ξενάγηση» στο έργο από τον Dolmedes (επίσης εξαίρετα παιγμένη από τον Samuel L. Jackson). Συνολικά βέβαια, το μιούζικαλ αυτό δεν φτάνει την ποιότητα του West Side Story του Λέοναρντ Μπερνστάιν, είναι όμως, αισθητικά και πολιτικά, το δεύτερο καλύτερο επίτευγμα σε αυτό το είδος. Κρίμα μόνο, που δεν συμμετέχει στο διαγωνιστικό μέρος. Αν το έκανε, πιθανόν να σάρωνε τα βραβεία.
«Ξυπνήστε» ήταν το τελευταίο σύνθημα, που είχε αναρτήσει σε στιλ πλακάτ στο τέλος της ταινίας ο Spike Lee. Αν οι θιγόμενοι, μαύροι και άσπροι Αμερικανοί, το έκαναν ήδη, είναι ακόμη νωρίς να ειπωθεί. Οι θεατές στην πρεμιέρα του έργου τη νύχτα της Τρίτης στο Βερολίνο είχαν όμως ξυπνήσει από την πρώτη στιγμή του έργου. Η υπνηλία, που αισθάνονταν από τα έργα των πρώτων έξη ημερών της Μπερλινάλε, είχε διαλυθεί εντελώς.
Η αλήθεια είναι βέβαια ότι δεν ήταν όλα τα προηγούμενα έργα «κοιμήσικα» – ορισμένα από αυτά ήταν μάλιστα σε ορισμένες στιγμές συναρπαστικά. Σε αυτά ανήκει το Fuocoammare του Gianfranco Rossi, που δείχνει το δράμα της τρέχουσας προσφυγιάς από τη Βόρεια Αφρική στο ιταλικό νησί Λαμπεντούσα μέσα από τα μάτια ενός 12χρονου Ιταλού – μάτια γεμάτα περιέργεια και φόβο. Ή, οι δυο τελευταίες σκηνές στον «Δρόμο προς την Ίνσταμπουλ» του Rachid Bouchareb που παρακολουθεί το δράμα μιας βελγίδας μητέρας, η κόρη της οποίας αποφασίζει να ενταχθεί στους μαχητές του ισλαμικού κράτους. Η μητέρα την ακολουθεί στα τυφλά στον δρόμο προς την Συρία, όπου δεν φτάνουν ποτέ – και με τα πολλά την βρίσκει ακρωτηριασμένη, ύστερα από την έκρηξη μιας νάρκης, σε ένα νοσοκομείο της Ίνσταμπουλ. «Μαμά υποσχέσου μου, ότι θα με βοηθήσεις να ξαναβρώ τους συντρόφους μου. Με αυτούς δεν θα αισθάνομαι ποτέ πια μόνη» λέει η κόρη. Η μητέρα το υπόσχεται. Λίγο αργότερα σπαράζει από πόνο σε ένα διπλανό δωμάτιο.
Υπήρξαν και φιλμ, που διακρίνονται για την αφάνταστη λεπτότητα του χαρακτήρα των πρωταγωνιστών τους, όπως το «L´Avenir» της Mia Hansen–Love, που αναφέρεται στα γυρίσματα της τύχης μιας 50χρονης καθηγήτριας της φιλοσοφίας σε ένα γαλλικό λύκειο. Η Isabell Huppert υποδύεται με ασύλληπτη μαεστρία τις ψυχολογικές μεταπτώσεις της καθηγήτριας – αυτό είναι όμως και το μοναδικό μεγάλο ατού της ταινίας.
Πλήρη απογοήτευση προκάλεσε, αντίθετα, ένα άλλο γαλλικό φιλμ, το Quand on a 17 ans (Όταν είναι κανείς 17 ετών) του André Téchiné, που δείχνει το ερωτικό ξύπνημα δυο αγοριών σε μια αγροτική περιοχή της Νότιας Γαλλίας. Συμβατικό έργο, που δεν προσφέρει καμιά αισθητική, ή κοινωνική υπεραξία.
Άλλα φιλμ, όπως το καναδικό Boris sans Beatrix του Denis Coté, απορεί κανείς πως έγινε δεκτό στο διαγωνιστικό μέρος του φεστιβάλ – το μόνο βραβείο που θα του άξιζε είναι εκείνο της πρόκλησης πιο παρατεταμένου ύπνου από τον χειμερινό.
«Φταίνε οι σεναριογράφοι» παραπονιόταν ένας γερμανός κριτικός κινηματογράφου. Και πραγματικά η Μπερλινάλε πάσχει φέτος από έλλειψη πρωτότυπων και καλοστημένων σεναρίων – αλλά όχι μόνο.
Από αυτή την κριτική εξαιρούνται μόνο, όπως πάντα, οι αδελφοί Joel & Ethan Coen, η ταινία των οποίων Hail, Caesar εγκαινίασε το κινηματογραφικό φεστιβάλ. Οι ταινίες τους δείχνουν συνήθως το αιώνια εύθραυστο και τυχαίο στη ζωή των ατόμων. Αυτή τη φορά εφάρμοσαν την ίδια αρχή σε ένα κοινωνικό και καλλιτεχνικό υποσύνολο – το Χόλυγουντ. Το έργο έβγαλε πολύ γέλιο – όχι όμως αρκετό για να ξυπνήσει πραγματικά από τον ύπνο της τη βερολινέζικη άρκτο. Αυτό το πέτυχε τελικά ο Spike Lee, ο οποίος, έστω και αργά, σηματοδότησε έτσι το ξύπνημα της Μπερλινάλε.