Πριν από λίγες ηµέρες ήρθαν για φωτογράφιση στα γραφεία κάποιοι αθλητές που ετοιμάζονται για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο. Κάποιοι ψηλοί, κάποιοι κοντοί, κάποιες λεπτές, κάποιες τόσο γυμνασμένες που τα πολιτικά τους ρούχα διαμαρτύρονταν έντονα πάνω από τους μυς. Ολοι κουρασμένοι, όλοι όμως με μια διαφορά στα μάτια από το μέσο βλέμμα παραίτησης και κόπου που είναι της μόδας. Τα παιδιά είχαν μια καθημερινότητα που θα έκανε έναν μέσο άνθρωπο να πάθει κράμπα μόνο στη σκέψη της. «Πόσες ώρες κάνετε προπόνηση;» ρώτησα. «Αυτή την εποχή χαλαρά, περίπου εννέα ώρες κάθε μέρα» απάντησε ένας που σχεδόν ντρεπόταν για την αρτιότητα του κορμιού του. Ενας άλλος (θα διαβάσετε σύντομα ποιος), όταν ρωτήθηκε τι θα κάνει στο Ρίο, απάντησε: «Θα πάρω το χρυσό». Γέλασα λίγο αμήχανα, δεν είναι συνηθισμένη τόση ανεπιτήδευτη αυτοπεποίθηση στις μέρες μας, αλλά μετά πρόσθεσε: «Γιατί όχι; Είμαι ο καλύτερος στον κόσμο». Δεν υπήρχε ανταπάντηση.
Ζήλια και θαυμασμός. Οχι (μόνο) γιατί ο ιδρώτας τεσσάρων χρόνων θα τους οδηγήσει σε λίγους μήνες σε κάτι κοιτώνες στις παρυφές του Ρίο ανάμεσα σε πολλαπλασιασμένες εκδοχές τους. Ούτε για τα λεφτά τους –αυτή η γενιά αθλητών δεν έχει καμία σχέση με εκείνη του 2004, τότε που ακόμη και μια 8η θέση σε Ολυμπιακούς σήμαινε πρακτορείο ΟΠΑΠ, διορισμό στις ένοπλες δυνάμεις και πριμ. Οι περισσότεροι είναι «υιοθετημένοι» από ιδιωτικές εταιρείες, χορηγούς που καλύπτουν (ορθώς) το χρεοκοπημένο κράτος.
Τους ζήλεψα γιατί είχαν προοπτική. Γιατί, αναγκαστικά, κάνοντας εννέα ώρες προπόνηση καθημερινά, δεν προλαβαίνεις να πλακωθείς στο Facebook για την ανούσια μικροπολιτική ιστορία της ημέρας. Γιατί είναι άνθρωποι οι οποίοι την εποχή που το βάλτωμα είναι το νέο εθνικό μας σπορ ιδρώνουν καθημερινά, κάνοντας αυτό που θα έπρεπε να κάνουμε όλοι: κοιτούν μπροστά χωρίς να έχουν χωνεμένο το άλλοθι αποτυχίας.
Ζήλεψα την αίσθηση μέλλοντος –ίσως επειδή ο αέρας στην Αθήνα μυρίζει τόσο έντονα παραίτηση αυτές τις ημέρες, που μπορεί να ζηλέψεις ακόμη και ανθρώπους που κάνουν γυμναστική εννέα ώρες την ημέρα.
Λίγες ημέρες μετά (τα καλά του επαγγέλματος) γνώρισα τον Ευάγγελο Αυγουλά. Είναι ένα παιδί που γεννήθηκε το 1988, έχει μια χαρακτηριστική κρητική προφορά που του αρέσει να τονίζει, είναι δικηγόρος, έχει προλάβει να διατελέσει αντιδήμαρχος του Δήμου Ιλίου, είναι επιστημονικός συνεργάτης στο υπουργείο Εσωτερικών και όταν τον ρωτούν για τον έρωτα, όπως έκανε στη σκηνή του TEDxAthens την προηγούμενη εβδομάδα, απαντάει απολαμβάνοντας το πάγωμα των ακροατών: «Κοιτάξτε, ο έρωτας είναι τυφλός».
Το πάγωμα οφείλεται στο ότι και ο ίδιος είναι τυφλός.
Γεννήθηκε έτσι και έχει αποφασίσει πως θα παλεύει κάθε μέρα στη ζωή του ντροπιάζοντας τους αρτιμελείς που έχουν ήδη παραιτηθεί. Είναι ο άνθρωπος που παλεύει για να αποκτήσει φωνητική ανακοίνωση το ασανσέρ της Νομικής. Που τα βάζει με τους κρετίνους που παρκάρουν όπου βρουν. Με τους δήμους που παίρνουν επιχορήγηση για να φτιάξουν «ειδικά πεζοδρόμια για τυφλούς» και μετά αφήνουν τα περίπτερα να χτιστούν πάνω στα πλακάκια. Με τις ενδεχόμενες περικοπές στα επιδόματα αναπηρίας. «Πώς τα καταφέρνεις;» τον ρώτησα με μια σχετική ντροπή για τη δική μου οκνηρία. «Δεν έχω χρόνο να χάσω, ούτε όρεξη να παραιτηθώ. Η ζωή είναι και δύσκολη, είναι όμως και ωραία όταν έχεις στόχους».
Μοιάζει κλισέ, αλλά τα κλισέ υπάρχουν για κάποιον λόγο. Τα παραδείγματα είναι τυχαία και εκ διαμέτρου αντίθετα, είναι, όμως, ενδεικτικά του ελλείμματος της εποχής. Του ελλείμματος προοπτικής, όρεξης, μέλλοντος, δημιουργίας. Ζώντας τη συλλογική κατάθλιψη, τη μαζική διάψευση συλλογικότητας που είναι η νέα μας εθνική αφήγηση, το μόνο που μπορεί να μας σώσει είναι η ατομική προοπτική (και η αλληλεγγύη) –οι στόχοι και η ζωή παράλληλα με αυτούς, χωρίς το αφήγημα του βολικού βαλτώματος της ελληνικής κοινωνίας. Δεν προλαβαίνουμε μάλλον να πάμε στους Ολυμπιακούς, αλλά το να αρνηθεί ο καθένας την προδιαγεγραμμένη αποτυχία της ελληνικής ζωής είναι η μόνη σωτηρία –ακόμη και αν αποτύχει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ