Ευρωπαϊκή Ενωση: τρεις άξονες μεταρρύθμισης

Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), σύμφωνα με το άρθρο 26 της ισχύουσας συνθήκης, ιδρύθηκε ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες να αξιοποιήσουν τα οφέλη από μια ενιαία αγορά, χωρίς εσωτερικά σύνορα

Η Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ), σύμφωνα με το άρθρο 26 της ισχύουσας συνθήκης, ιδρύθηκε ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες να αξιοποιήσουν τα οφέλη από μια ενιαία αγορά, χωρίς εσωτερικά σύνορα, τα οποία προέρχονται από: α) τη σημαντική μείωση των στρεβλώσεων που επηρεάζουν την κινητικότητα των παραγωγικών συντελεστών, β) την εκμετάλλευση των οικονομιών κλίμακας, γ) την αύξηση του ανταγωνισμού και δ) τη μείωση των αρνητικών εξωτερικών οικονομιών, δηλαδή την οικονομική επιβάρυνση κρατών-μελών που προέρχεται από αποφάσεις άλλων κρατών-μελών.
Επίσης, το άρθρο 2 της Συνθήκης της ΕΟΚ ορίζει ότι «η Κοινότητα, με τη δημιουργία της κοινής αγοράς και την προοδευτική εναρμόνιση των πολιτικών που εφαρμόζουν τα κράτη-μέλη, έχει ως αποστολή να προάγει τη σταθερή και διαρκή οικονομική ανάπτυξη, την αυξημένη σταθερότητα, την ταχεία άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών και τη σύσφιγξη των σχέσεων μεταξύ των κρατών-μελών της».
Προς την κατεύθυνση αυτή, κατά τη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών, έχουν τεθεί σε εφαρμογή σημαντικά μέτρα εναρμόνισης νομοθετικών, κανονιστικών και διοικητικών διατάξεων σε όλα τα κράτη-μέλη. Ωστόσο, η ανεπαρκής αντιμετώπιση πρόσφατων γεγονότων με αρνητικό οικονομικό αντίκτυπο στην ΕΕ και ασύμμετρα κατανεμημένο στις χώρες-μέλη (οικονομική κρίση, προσφυγικό ζήτημα, τρομοκρατικές επιθέσεις) υποδεικνύει την ύπαρξη ελλιπούς ευελιξίας εκ μέρους της ΕΕ τόσο σε επίπεδο σχεδιασμού όσο και σε επίπεδο εφαρμογής μέτρων δημοσιονομικού και αναδιανεμητικού χαρακτήρα.
Μάλιστα, η ελλιπής ευελιξία είναι σε τέτοιον βαθμό που αρκετοί σχολιαστές κάνουν λόγο για θεμελιώδη αδυναμία των υφιστάμενων θεσμικών οργάνων της ΕΕ και εκφράζουν ανησυχίες ακόμη και για το μέλλον της. Οι προβληματισμοί αυτοί είναι απολύτως δικαιολογημένοι και απαιτούν την προσεκτική ανάλυση δύο βασικών ζητημάτων.
Το πρώτο αναφέρεται στο κατά πόσον το ισχύον σύστημα χρηματοδότησης της ΕΕ είναι κατάλληλο για τη διασφάλιση των στόχων, όπως ορίζονται στο άρθρο 2 της Συνθήκης. Μπορούν να επιτευχθούν οι στόχοι αυτοί ή απαιτείται ουσιαστική μεταρρύθμιση;
Ο προϋπολογισμός της ΕΕ, με ανώτατο όριο δαπανών 1,23% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) της ΕΕ και ύψους 160 δισ. ευρώ το 2015, χρηματοδοτείται από τέσσερις «ιδίους πόρους». Εν συντομία, αυτοί είναι: α) οι παραδοσιακοί (έσοδα από γεωργικές εισφορές, τελωνειακούς δασμούς και εισφορές ζάχαρης), β) ο ΦΠΑ (εισπράττεται από κάθε κράτος-μέλος με συντελεστή 0,3% σε εναρμονισμένη βάση ΦΠΑ), γ) αυτοί που βασίζονται στο ΑΕΕ των κρατών-μελών και δ) άλλες πηγές (που περιλαμβάνουν τραπεζικούς τόκους, συνεισφορές από χώρες-μη μέλη, τόκους υπερημερίας και πρόστιμα).
Από καθαρά οικονομικής άποψης, είναι πάρα πολύ δύσκολο να υποστηριχθεί ότι ο συγκεκριμένος σχεδιασμός χρηματοδότησης (κυρίως λόγω της ελλιπούς ευελιξίας) διασφαλίζει τους στόχους της ΕΕ, ιδιαίτερα σε περιόδους οικονομικής ύφεσης και αναγκαστικής δημοσιονομικής προσαρμογής σε πολλά κράτη-μέλη.
Το ίδιο ισχύει και για τις δαπάνες. Ενώ ένα μέρος του προϋπολογισμού διατίθεται για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας, οι επιδοτήσεις μη παραγωγικών τομέων απασχολούν ένα σημαντικό ποσοστό των ευρωπαϊκών πόρων.
Απαιτείται λοιπόν μεταρρύθμιση που να στρέφεται γύρω από τρεις άξονες:
1. Περισσότερη δημοσιονομική ευελιξία της ΕΕ αλλά και διαφάνεια.
2. Προτεραιότητα στις δαπάνες με αποδεδειγμένη ευρωπαϊκή προστιθέμενη αξία.
3. Δημιουργία συστήματος αναδιανομής πόρων που θα επιτρέπει στα κράτη-μέλη να παρέχουν συγκρίσιμα επίπεδα δημόσιων αγαθών.
Μακροπρόθεσμα η κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων προς αυτούς τους άξονες είναι απαραίτητη. Ωστόσο, η περισσότερη δημοσιονομική ευελιξία και η δημιουργία συστήματος αναδιανομής απαιτούν έναν ξεχωριστό ρόλο δημοσιονομικής ευθύνης της ΕΕ που θα έχει ως στόχο την κάλυψη του δημοσιονομικού κενού μεταξύ των δαπανών και των ιδίων πόρων των κρατών-μελών. Τέτοιος ρόλος όμως απαιτεί περαιτέρω ευρωπαϊκή εναρμόνιση. Αν θα υπάρξει υποστήριξη από τα κράτη-μέλη για την απαραίτητη περαιτέρω σύγκλιση, είναι κάτι που θα φανεί στο μέλλον, αλλά η σημασία του ζητήματος απαιτεί την προσεκτική αξιολόγηση από τα κράτη-μέλη των οικονομικών επιχειρημάτων, μακριά από αντιπαραγωγική, πρόσκαιρη και ψηφοθηρική πολιτική ρητορική. Είναι καιρός η ευρωπαϊκή προοπτική να αντιμετωπιστεί με τη σοβαρότητα που της αξίζει.
Ο κ. Χρήστος Κωτσόγιαννης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Εξετερ, στο Ηνωμένο Βασίλειο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.