Η πρωτοβουλία που ανακοίνωσε πρόσφατα η επικεφαλής της Δημοκρατικής Συμπαράταξης κατ’ αρχήν είναι αναμφίβολα ενδιαφέρουσα, διότι θέτει επιτέλους επί τάπητος το ζήτημα μιας συνολικής «ομοσπονδιακής» επανένωσης των κατακερματισμένων δυνάμεων της ευρείας Κεντροαριστεράς, που δεν εκφράζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, με δεδομένη τη διάχυτη πολιτική απογοήτευση αλλά και τις προδήλως προσωπικές στρατηγικές πολλών στελεχών αυτού του χώρου, η τελική επιτυχία της θα κριθεί από πολλές προϋποθέσεις, τόσο πολιτικοοργανωτικές και επικοινωνιακές όσο και ιδεολογικές. Ως προς τις πρώτες, το μόνο που μπορεί να ειπωθεί προς το παρόν είναι ότι πρέπει να αποσαφηνισθούν πληρέστερα οι όροι του παιχνιδιού, ώστε το όλο εγχείρημα να είναι πράγματι ανοιχτό αλλά και θελκτικό. Για τις ιδεολογικοπολιτικές προϋποθέσεις, όμως, θεωρώ σκόπιμες κάποιες αναλυτικότερες επισημάνσεις:
Α. Από την πρώτη στιγμή παρατηρήθηκε μια συστηματική προσπάθεια επιτηδευμένης εγκοίτωσης της εν λόγω πρωτοβουλίας στον χώρο του «Κέντρου». Παρά δε το ότι χρησιμοποιούνται κάποιοι προσδιοριστικοί όροι («προοδευτικό», «ριζοσπαστικό» κ.ο.κ.) και επιστρατεύονται κάποια τακτικιστικά επιχειρήματα, είναι φανερό ότι μια τέτοια προσέγγιση συνιστά ιδεολογικό ευνουχισμό του όλου εγχειρήματος, όχι μόνον γιατί θα περιορίσει την εμβέλειά του, συρρικνώνοντάς το σε έναν θολό, πλαδαρό και ιδεολογικοπολιτικά ασαφή χώρο (το παράδειγμα του Ποταμιού είναι εξόχως αποκαλυπτικό), αλλά και γιατί θα το καταστήσει εξ ορισμού ευεπίφορο σε ευκαιριακές και τυχοδιωκτικές συνεργασίες.
Είναι αλήθεια, βέβαια, ότι η λογική του «Κέντρου» επιφυλάσσει ευκολότερα σημαντικούς πολιτικούς ρόλους σε όσους προσβλέπουν είτε σε έναν ρόλο μπαλαντέρ (τύπου Γκένσερ), που θα τους κρατά συνεχώς εντός κυβερνητικής εξουσίας, είτε στην προνομιακή σύμπλευση με τη ΝΔ, προκειμένου να επιτύχουν την προσωπική τους δικαίωση απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ… Ωστόσο, αλίμονο αν το νέο εγχείρημα υποταχθεί σε τέτοιες προσωπικές στρατηγικές, που όχι μόνον μας γυρίζουν πολύ πίσω, στη λογική της Ενωσης Κέντρου (την οποία απέρριψε το 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου), αλλά και συνιστούν εν τέλει μια συνολική άρνηση της πραγματικής πολιτικής, η οποία προεχόντως σημαίνει σαφείς κατευθυντήριες αρχές, αντίστοιχες κοινωνικές συμμαχίες και συνακόλουθες συνθέσεις, σε ένα ανώτερο επίπεδο, συλλογικά επεξεργασμένων και αξιακά φορτισμένων προγραμματικών θέσεων.
Β. Απέναντι λοιπόν σε αυτή τη συστηματική προσπάθεια ιδεολογικής εκτροπής του εγχειρήματος εν τη γενέσει του (που συνοδεύεται μάλιστα, κατά μίμησιν του ΣΥΡΙΖΑ…, ακόμη και από παράδοξα ανοίγματα προς το προσωπικό κόμμα-καρικατούρα του πολιτικά ανεκδιήγητου Λεβέντη) υπάρχει κατά την άποψή μου μία μόνο πειστική απάντηση, που μπορεί να αντιστρέψει το σημερινό κλίμα φθοράς και απαξίωσης του συγκεκριμένου χώρου. Ειδικότερα:
α. Το πρώτο βήμα είναι η επιστροφή στις ρίζες, τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε εθνικό επίπεδο. Κι αυτό σημαίνει ότι στην αφετηρία του όλου εγχειρήματος πρέπει να τεθεί η ριζοσπαστική παράδοση του ευρωπαϊκού δημοκρατικού σοσιαλισμού, ο οποίος, με βάση του τη σοσιαλδημοκρατία αλλά και με σημαντική τη συμβολή του ευρωκομμουνισμού, της πολιτικής οικολογίας και της «Αριστεράς των Δικαιωμάτων», συνέδεσε άρρηκτα τον σοσιαλισμό με τη δημοκρατία και σφράγισε όλες τις σύγχρονες κοινωνικές και πολιτικές κατακτήσεις. Εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, όμως, είναι και η εγχώρια σοσιαλιστική παράδοση, τόσο η θεωρητική (με κορυφαία, νομίζω, τη συμβολή του Αλεξάνδρου Σβώλου) όσο και η πολιτική, όπως τη διαμόρφωσε ιδίως το ΠαΣοΚ. Πρόκειται για ένα κόμμα-τομή στην ελληνική ιστορία, διότι δεν αποτέλεσε, όπως διατείνονται οι παλαιόθεν ή όψιμοι εραστές του «Κέντρου», τη συνέχεια των προοδευτικών για την εποχή τους αστικών δυνάμεων (Τρικούπης, Βενιζέλος, Γ. Παπανδρέου) αλλά αναδείχθηκε, σε πείσμα και των αυταπατών του ΣΥΡΙΖΑ, στην «πρώτη φορά Αριστερά» στη χώρα μας. Διότι Αριστερά, με την ευρωπαϊκή έννοια του όρου, είναι προεχόντως οι δυνάμεις του δημοκρατικού σοσιαλισμού και όχι, όπως συμβαίνει λόγω της ελληνικής παραφθοράς του, μόνον οι εγχώριες, κομμουνιστογενείς και πολλαπλά προβληματικές, εκδοχές της.
β. Η επιστροφή στις ρίζες, πάντως, δεν πρέπει να έχει την έννοια ενός πείσμονος πολιτικού παλαιοημερολογητισμού –σαν αυτόν που ταλανίζει ακόμη τον ΣΥΡΙΖΑ –αλλά μιας αναβάπτισης σε αρχές και αξίες που έχουν ξεχασθεί ή παραμερισθεί, λόγω των πολλαπλών ανακατατάξεων που έχουν συμβεί τα τελευταία χρόνια τόσο στα ευρωπαϊκά σοσιαλιστικά και σοσιαλδημοκρατικά κόμματα όσο και στο ΠαΣοΚ. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι ανακατατάξεις αυτές ήταν όλες «προδοσία» των αρχών και των αξιών του δημοκρατικού σοσιαλισμού. Κάποιες από αυτές ήταν αναγκαίες ή/και αναπόφευκτες, προκειμένου να επέλθουν –σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο –οι επιβαλλόμενες πολιτικές προσαρμογές στις νέες συνθήκες και ιδίως στην καταθλιπτική πραγματικότητα της παγκοσμιοποίησης και της (απότοκης) κρίσης. Ωστόσο είναι αναμφισβήτητο ότι στην πορεία αυτών των προσαρμογών πολλοί σοσιαλιστές ανακάλυψαν την «κρυφή γοητεία της μπουρζουαζίας» ενώ άλλοι υπέστησαν τόσες και τέτοιες ιδεολογικές μεταλλάξεις ώστε να έχουν διαβεί πια τον Ρουβίκωνα (εξ ου και η ετοιμότητα προσχώρησης στη ΝΔ ουκ ολίγων πρώην στελεχών του ΠαΣοΚ…).
γ. Ως εκ τούτου, αυτό που χρειάζεται σήμερα στη χώρα δεν είναι ένας «χύμα» ενδιάμεσος χώρος μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ αλλά μια γνήσια ευρωπαϊκή, μεταρρυθμιστική και δημοκρατική Αριστερά, αντίστοιχη της Δεξιάς που επιχειρεί να δημιουργήσει, με άλλους φυσικά ιδεολογικούς όρους, ο Κ. Μητσοτάκης. Αυτή η Αριστερά, με σημαία της τον δημοκρατικό σοσιαλισμό και την ευρωπαϊκή ενοποίηση και με αιχμή την προστασία του κοινωνικού κράτους (χωρίς τις παρεκτροπές του συντεχνιασμού) αλλά και των ατομικών δικαιωμάτων (απέναντι σε αναδυθείσες πανίσχυρες ιδιωτικές εξουσίες), θα απευθυνθεί με ειλικρίνεια και αυτοκριτική διάθεση στην κοινωνία, και ιδίως στη νέα γενιά, συνδυάζοντας έναν γνήσιο και ολόπλευρα αντικαθεστωτικό ριζοσπαστισμό, που είναι αναγκαίος για ρηξικέλευθες τομές και ρήξεις, με τη σύνεση, τη μετριοπάθεια, τον πραγματισμό και τον σεβασμό των θεσμών, που είναι απαρέγκλιτες προϋποθέσεις για μια ορθολογική, πολιτικά πρόσφορη και γνήσια δημοκρατική διακυβέρνηση του τόπου. Μόνον έτσι, με καθαρό ιδεολογικό και πολιτικό στίγμα αλλά χωρίς δογματισμούς, λαϊκισμούς, εμμονές και προκαταλήψεις, μπορεί να επαναπατρίσει παλιούς και να προσελκύσει νέους ψηφοφόρους, ώστε όχι μόνον να διεκδικήσει έναν ευρύτερο και εν δυνάμει ηγεμονικό ρόλο στον προοδευτικό χώρο αλλά και να επηρεάσει καθοριστικά τη σημερινή πολύπλοκη και εξαιρετικά δύσκολη κοινωνικοπολιτική συγκυρία.
Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ