Στην Αθήνα, και μάλιστα στο Ιδρυμα Ευγενίδου, «ταξιδεύει» το Απολιθωμένο Δάσος της Λέσβου, όπου και θα παραμείνει ως τις 29 Μαΐου. Η εντυπωσιακή έκθεση «Tο Δάσος κάτω από τον Δρόμο» του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου βασίζεται στα ευρήματα που ήρθαν στο φως από σωστικές ανασκαφές κατά την τελευταία τριετία, λόγω της κατασκευής του νέου οδικού άξονα Καλλονής – Σιγρίου και, πέρα από απολιθωμένους κορμούς, αφορούν ριζικά συστήματα, φυλλοφόρους ορίζοντες και παλαιοεδάφη που αγγίζουν τα 17-18 εκατομμύρια χρόνια. Το στήσιμο της έκθεσης είναι εναλλακτικό και πρωτότυπο με σκοπό να θυμίζει τα έργα που βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη κατά μήκος του δρόμου.
«Η έκθεση παρουσιάζει ευρήματα τα οποία προέκυψαν κατά τη διάρκεια των εκσκαφών για τη χάραξη του νέου οδικού άξονα Καλλονής – Σιγρίου. Πρόκειται για πολύ σημαντικά καινούργια απολιθώματα, τα οποία στο μεγαλύτερο μέρος τους σκοπεύουμε να διατηρήσουμε στη φυσική τους θέση, κατά μήκος δηλαδή του δρόμου, ούτως ώστε να είναι ορατά από τα οχήματα που θα κινούνται σε αυτόν. Σε ορισμένα σημεία μάλιστα λόγω του μεγάλου όγκου των ευρημάτων χρειάστηκε να γίνουν παραλλαγές στη χάραξη του δρόμου, ενώ όσα δεν μπορούν να διατηρηθούν στις φυσικές τους θέσεις εξαιτίας του οδοστρώματος, μεταφέρονται στο μουσείο» λέει στο «Βήμα» ο καθηγητής του Τμήματος Γεωγραφίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου και διευθυντής του Μουσείου Φυσικής Ιστορίας Απολιθωμένου Δάσους Λέσβου Νικόλαος Ζούρος, επιβεβαιώνοντας ότι πρόκειται για τη μεγαλύτερη σωστική ανασκαφή απολιθωμάτων στην Ελλάδα.
Τι δείχνουν όμως τα εντυπωσιακά ευρήματα, σύμφωνα με τα πρώτα στοιχεία των ειδικών; Ποια είδη φυτών και ποιες κλιματικές συνθήκες συναντώνταν πριν από αρκετά εκατομμύρια χρόνια στην περιοχή; «Η χλωρίδα η οποία αποκαλύπτεται είναι πάρα πολύ ενδιαφέρουσα, καθώς διαπιστώσαμε ότι παρουσιάζει διαφορές σε σχέση με εκείνη που εμφανίζεται στα γνωστά πάρκα του Απολιθωμένου Δάσους. Ενώ στα πάρκα, δηλαδή, εντοπίζονται κυρίως κωνοφόρα δέντρα, σεκόιες, πευκίδες, κυπαρισσίδες, στην περιοχή του δρόμου κυριαρχούν τα καρποφόρα δέντρα όπως είναι οι βαλανιδιές, οι δάφνες, τα κανελόδεντρα» μας αναφέρει ο δρ Ζούρος. «Εχουμε μια διαφορετική σύνθεση κατά μήκος του δρόμου, χωρίς να σημαίνει ότι δεν έχουμε καθόλου κωνοφόρα, αλλά είναι πολύ περιορισμένα σε σχέση με τα καρποφόρα. Ακόμη, η συγκεκριμένη περιοχή πιστοποιεί ότι έχουμε επάλληλους ορίζοντες απολιθωμάτων –δεν πρόκειται δηλαδή για ένα απολιθωμένο δάσος αλλά για επάλληλα ηφαιστειακά γεγονότα (ηφαιστειακές εκρήξεις). Δηλαδή, κάθε φορά που είχαμε μια ηφαιστειακή έκρηξη στο κεντρικό ηφαίστειο της Λέσβου –σε βάθος τριών περίπου εκατομμυρίων ετών -, φαίνεται ότι σημαντικές ποσότητες στάχτης και άλλων ηφαιστειακών υλικών σκέπαζαν τη χλωρίδα με αποτέλεσμα να δημιουργούν διαδοχικά επίπεδα απολίθωσης. Αυτό είναι πολύ σημαντικό γιατί μέσα στο χρονικό «παράθυρο», που ξεκινάει από τα 18,5 εκατ. χρόνια και φτάνει στα 16 εκατ. χρόνια από σήμερα, μπορούμε να παρακολουθούμε την εξέλιξη της χλωρίδας στο Αιγαίο και βέβαια τη διαφοροποίηση των κλιματικών συνθηκών. Δυόμισι με τρία εκατομμύρια χρόνια είναι ένα σημαντικό χρονικό διάστημα μέσα στο οποίο παρατηρήθηκαν αρκετές μεταβολές».
Σύμφωνα με το δρα Ζούρο, παρά το γεγονός ότι οι ανασκαφές βρίσκονται ακόμη σε εξέλιξη, ήδη τα πρώτα ευρήματα μαρτυρούν την ύπαρξη διαφορετικών ειδών που αντιστοιχούν σε διαφορετικές κλιματικές συνθήκες. «Ενώ δηλαδή στους κατώτερους ορίζοντες παρατηρούμε ότι μάλλον επικρατούσαν συνθήκες που θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε μεσογειακές, όσο ανεβαίνουμε σε ανώτερα στρώματα εντοπίζουμε στοιχεία που πιστοποιούν θερμότερο κλίμα. Οι φοίνικες, τα κανελόδεντρα, τα καρποφόρα δέντρα υποτροπικού ή τροπικού κλίματος εντοπίζονται στους ανώτερους ορίζοντες και χρονολογούνται στα 17 εκατ. έτη. Κάτι τέτοιο υποδεικνύει μια σημαντική κλιματική μεταβολή στην περιοχή, με άνοδο της θερμοκρασίας, η οποία βέβαια μπορεί να σχετίζεται και με το γεωγραφικό πλάτος του ελληνικού χώρου την περίοδο εκείνη».
Προκλήσεις και αγωνίες
Για τη συντήρηση των ευρημάτων, κατά τον ειδικό, απαιτούνται εξειδικευμένο προσωπικό και εξοπλισμός. Κάποια από τα ευρήματα τοποθετούνται σε ειδικούς νάρθηκες και μεταφέρονται στα εργαστήρια του μουσείου για την απαραίτητη συντήρηση. Η συντήρηση όμως των ευρημάτων που παραμένουν στον φυσικό τους χώρο είναι η πραγματική πρόκληση. «Οσο οι εργασίες βρίσκονται σε εξέλιξη ελλοχεύουν κίνδυνοι φθοράς τους. Ετσι και αυτά τοποθετούνται σε ειδικούς νάρθηκες για την προστασία τους από τη βροχή και τις κλιματικές συνθήκες, αλλά και από ατυχήματα που μπορεί να οφείλονται π.χ. σε μηχανήματα» περιγράφει ο δρ Ζούρος. «Η διαδικασία περιλαμβάνει ειδικές ρητίνες που δημιουργούν υδροφοβίωση –δεν επιτρέπουν στο νερό να διεισδύσει σε αυτά –κάτι που θα ήταν καταστροφικό, ειδικά κατά τη διάρκεια του χειμώνα όπου έχουμε τη δημιουργία πάγου και την πιθανή διεύρυνση των ρωγμών των απολιθωμάτων. Επιπλέον, γίνεται στερέωση και συγκόλληση των θραυσμάτων προκειμένου να έχουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα π.χ. του απολιθωμένου δέντρου σε σχέση με την παρελθοντική του κατάσταση». Οταν το έργο ολοκληρωθεί –με τη βοήθεια του νέου ΕΣΠΑ που αναμένεται να εγκριθεί εντός του πρώτου εξαμήνου του 2016 –θα προχωρήσουν η αποκατάσταση, η ανάδειξη αλλά και η περαιτέρω μελέτη των ευρημάτων.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ