TO BHMA – The Project Syndicate
Το όνειρο μιας Ευρώπης δίχως σύνορα που πραγματοποιήθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1990 ξεθωριάζει γρήγορα, καθώς συζητείται η αναθεώρηση ή κατάργηση της συμφωνίας Σένγκεν. Η αλήθεια είναι ότι μία πιθανή ακύρωσή της συμφωνίας μέσω της οποίας θεσμοθετήθηκε το 1995 η δίχως διαβατήρια μετακίνηση στις περισσότερες από τις χώρες της ΕΕ, δεν θα σημάνει απαραίτητα το τέλος του ευρωπαϊκού εγχειρήματος, τουλάχιστον επί της αρχής. Όσον αφορά την οικονομία, οι συνοριακοί έλεγχοι επιδρούν όπως ακριβώς και φόροι: παρακωλύουν τις όποιες δραστηριότητες, αυξάνοντας τα έξοδα συναλλαγών και μειώνοντας τη διασυνοριακή ροή αγαθών και υπηρεσιών. Δίχως ελέγχους και, το σημαντικότερο, με ένα κοινό νόμισμα, μια αγορά είναι πιο αποδοτική. Αυτό, φυσικά, δεν σημαίνει ότι μια ενιαία αγορά δεν μπορεί να λειτουργήσει με ελέγχους στα σύνορα ή πολλά νομίσματα, Σημαίνει απλά ότι μια τέτοια διαδικασία «επανεθνικοποίησης» θα επέφερε τεράστιο κόστος με τη μορφή της περιορισμένης παραγωγικότητας και της χαμηλότερης παραγωγής.
Δεδομένου του κόστους, ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζαν-Κλοντ Γιούνκερ τόνισε ότι η ‘δολοφονία’ της Σένγκεν θα υπονόμευε το θεμελιώδη στόχο της ΕΕ για μια ‘διαρκώς στενότερη ένωση’ – έναν στόχο, τον οποίο, ομολογουμένως, αρκετά μέλη της ΕΕ αποδέχτηκαν απρόθυμα. Οι πιο σκεπτικιστές είναι οι Βρετανοί, αλλά η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Σλοβακία, και σχεδόν ολόκληρη η υπόλοιπη Ανατολική Ευρώπη δεν είχαν ποτέ ενθουσιαστεί σχετικά με τη μετατόπιση του κέντρου βάρους από τα εθνικά τους δικαιώματα.
Είναι απών ο φιλάνθρωπος ηγεμόνας
Ως αποτέλεσμα, το πυκνό δίκτυο αλληλεξαρτήσεων της Ευρώπης αρχίζει να ξηλώνεται. Ο φιλάνθρωπος ηγεμόνας, το γαλλογερμανικό ζευγάρι, είναι απών. Η εστίαση σε εθνικά (και σε ορισμένες περιοχές, όπως στην Καταλονία και τη Σκοτία, περιφερειακά) ζητήματα κερδίζει έδαφος, σε συμφωνία με τα κίνητρα των πολιτικών, οι εκλογικές περιφέρειες των οποίων είναι εθνικές (ή περιφερειακές). Υπό αυτό το πρίσμα η έκκληση του ιταλού πρωθυπουργού Ματέο Ρέντσι για μια ανταλλαγή –χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης με αντάλλαγμα την αποδοχή της συμφωνίας με την Τουρκία –είναι απόλυτα κατανοητή. Αλλά θέτει την ΕΕ σε έναν ολισθηρό δρόμο.
Και η ειρωνεία έγκειται στο ότι η Γερμανία, η οποία εμφανιζόταν αδίστακτη κατά τη διάρκεια των ευρωπαϊκών κρίσεων χρέους –δημόσιου και ιδιωτικού –απευθύνει τώρα έκκληση για αλληλεγγύη. Έχοντας την υποστήριξη άλλων Βορειοευρωπαίων πιστωτών, η Γερμανία επέβαλε τις δημοσιονομικές αρχές της με αδυσώπητο τρόπο, παρά τις συστημικές συνέπειες για τις χώρες που δέχονταν την πίεση. Το εάν αυτές οι πολιτικές ήταν επιτυχείς εξακολουθεί να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης. Αυτό που δεν τίθεται εν αμφιβόλω είναι το γεγονός ότι υπήρξαν πολλοί χαμένοι –κυρίως μεταξύ των πιο ευάλωτων οι οποίοι τώρα σε μεγάλο βαθμό θεωρούν απειλητική τη συναίνεση μεταξύ Γερμανίας και Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Όλοι, με πρώτη τη Γαλλία, κρύβονται
Σ’ αυτό το πλαίσιο, κόμματα σε ολόκληρη την Ευρώπη εναντιώνονται σε πολιτικές που αντικατοπτρίζουν αυτήν την γερμανικής έμπνευσης προσέγγιση. Αυτό εξηγεί, για παράδειγμα, την ομοιότητα μεταξύ των οικονομικών προγραμμάτων που προτείνονται από την ακροαριστερά και την ακροδεξιά στη Γαλλία. Ακόμη και παραδοσιακά κόμματα βρίσκονται υπό πίεση για να ανταποκριθούν σ’ αυτό το αίσθημα ξεσηκωμού καθώς η υπεράσπιση των πολιτικών της ΕΕ είναι ένας σίγουρος τρόπος για να χαθεί μια εκλογική αναμέτρηση. Για αυτόν τον λόγο, την ώρα που η Γερμανία αγωνίζεται να τα βγάλει πέρα με 1,5 εκ. πρόσφυγες, οι εκκλήσεις του Σόιμπλε για αλληλεγγύη πέφτουν στο κενό. Όλοι, με πρώτη τη Γαλλία, κρύβονται. Η κατανομή των βαρών –ήτοι μια ‘δίκαιη’ κατανομή των προσφύγων σε ολόκληρη την ΕΕ – φαίνεται να είναι ένα άπιαστο όνειρο.
Από οικονομική άποψη, η υποδοχή και η εγκατάσταση προσφύγων θα αποτελεί για καιρό πρόκληση. Μακροπρόθεσμα, ωστόσο, η απορρόφηση των νεοφερμένων θα μπορούσε να είναι μια ευκαιρία. Εν τω μεταξύ όχι μόνο η Γερμανία, αλλά η Σουηδία, η Ολλανδία, η Αυστρία και άλλες χώρες εναντιώνονται σε αυτό που θεωρείται πολιτικά εφικτό. Αυτό σημαίνει ότι δεν μπορεί να αναμένεται καμία απάντηση σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Και, κατ’ επέκταση, ότι η συνθήκη Σένγκεν μοιάζει να είναι καταδικασμένη.
O κ.Χανς-Χέλμουτ Κοτς είναι επισκέπτης καθηγητής Οικονομικών στο πανεπιστήμιο Χάρβαρντ και ανώτερο στέλεχος του Κέντρου Χρηματοοικονομικών Μελετών του πανεπιστημίου Γκαίτε