«Με συγχωρείτε αν καθυστέρησα να ανταποκριθώ στην ευγενική σας πρόσκληση, να απευθυνθώ στους έλληνες αναγνώστες μου. Τώρα είμαι έτοιμη να ελιχθώ ανάμεσα στα ερωτήματά σας» μας απάντησε η Τόνι Μόρισον, μια γοητευτική γυναίκα, μια μεγάλη κυρία των αμερικανικών γραμμάτων. Και είναι αλήθεια ότι παραμένει (για την ηλικία και τις δάφνες της) πολυάσχολη και υπερδραστήρια. Μπορεί λ.χ. να καθηλώνει 1.400 άτομα (όπως συνέβη το βράδυ της περασμένης Τρίτης) σε μια εκδήλωση της Δημόσιας Βιβλιοθήκης του Μπρούκλιν, μιλώντας για το νέο της μυθιστόρημα.
Το 1993 η Σουηδική Ακαδημία τής απένειμε το Νομπέλ Λογοτεχνίας διότι «με τα μυθιστορήματά της, που χαρακτηρίζονται από δύναμη οραματισμού και ποιητική υφή, ζωντανεύει μια βασική όψη της αμερικανικής πραγματικότητας». Με το καλλιτεχνικό της έργο (με βιβλία αλησμόνητα όπως η «Αγαπημένη») η αφροαμερικανίδα συγγραφέας όχι μόνο ενίσχυσε τον πλουραλισμό στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών αλλά εμπλούτισε συνολικά την ίδια την εμπειρία, την ίδια την ταυτότητα της πατρίδας της.
«Είναι γεγονός ότι έχω απολαύσει αρκετές τιμές. Καθεμιά από αυτές είναι πολύτιμη αλλά ορισμένες είναι πιο ξεχωριστές από άλλες. Αναμφισβήτητα το Νομπέλ Λογοτεχνίας δεσπόζει ανάμεσα στα βραβεία μου. Πρώτον, επειδή η τελευταία φορά που το απέσπασε γυναίκα και Αμερικανίδα ήταν η Περλ Μπακ το 1938 και, δεύτερον, επειδή ως τότε δεν το είχε λάβει ποτέ κάποιος αφροαμερικανός συγγραφέας, άνδρας ή γυναίκα. Επομένως η διάσταση της αντιπροσώπευσης ήταν σημαντική για εμένα. Για να σας μιλήσω όμως απολύτως προσωπικά, αντιλαμβανόμουν τα συναισθήματά μου να πάλλονται προς δύο διαφορετικές κατευθύνσεις: από τη μια μεριά ένιωθα χαρά, επειδή ήταν δίπλα μου η οικογένειά μου, οι φίλοι μου και οι διακριθέντες από τις υπόλοιπες κατηγορίες, και από την άλλη ένιωθα μια κάποια απόσταση, επειδή ήταν τόσο θεατρικό όλο αυτό, όχι και τόσο πραγματικό –εννοώ, ουσιαστικά, ότι δεν είχε να κάνει καθόλου με την εσώτερη ζωή μου. «Χλόη» είναι το όνομα που μου έδωσαν όταν γεννήθηκα. «Tόνι» είναι το όνομα της συγγραφέως που επέλεξα να είμαι. Μια φορά ο γιος μου με ρώτησε ποιο από τα δύο είναι το αληθινό. Του απάντησα: «Τόνι» είναι το δημόσιο όνομά μου και «Χλόη» είναι το ιδιωτικό. Και τα δύο όμως υπάρχουν για να κάνουν μια συγκεκριμένη δουλειά».
Το Μετάλλιο της Ελευθερίας

Η πλέον πρόσφατη (και πλέον συμβολική) διάκριση ήλθε για την ίδια το 2012, όταν έλαβε το Μετάλλιο της Ελευθερίας (την ύψιστη τιμή που μπορεί να αποδοθεί σε πολίτη των ΗΠΑ) σε μια λαμπρή τελετή στον Λευκό Οίκο, από τον πρώτο αφροαμερικανό πρόεδρο, τον Μπαράκ Ομπάμα. «Είναι πράγματι ενδιαφέροντα όλα αυτά που θα μπορούσε κανείς να συζητήσει με έναν συγγραφέα για την «κληρονομιά» που θεωρεί ότι αφήνει πίσω του. Ομως την πνευματική ζωή του ανθρώπου δεν την ενδιαφέρει αυτό, ούτε και θρέφεται από αυτό. Τουλάχιστον αυτό πιστεύω εγώ που σας μιλώ» υπογράμμισε η Τόνι Μόρισον, η οποία είναι σήμερα ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Πρίνστον.
Το «λευκό βλέμμα»
Πέραν των μυθιστορημάτων της, έχει εκδώσει ένα πλούσιο κριτικό και δοκιμιακό έργο για θέματα λογοτεχνικής έκφρασης και φυλετικής συνείδησης. «Θα ήθελα να σταθώ σε όλα αυτά που λέτε, σχετικά με αυτό που εγώ αποκαλώ «λευκό βλέμμα» (white gaze) ή για το πού αισθάνομαι ότι ανήκω περισσότερο ως συγγραφέας, στην αφροαμερικανή παράδοση ή στη λογοτεχνία ευρύτερα. Είναι ζητήματα στα οποία καλούμαι να ανταποκριθώ αρκετά συχνά. Και, παρά το γεγονός ότι καταλαβαίνω πολύ καλά τα ερωτήματα, πάντοτε διασκεδάζω όταν πρόκειται να απαντήσω. Και θέλω ευθύς αμέσως να ρωτήσω με τη σειρά μου «μα ποια είναι η διαφορά;» –άραγε ο Λέων Τολστόι ένιωθε περισσότερο μέρος της ρωσικής παράδοσης από ό,τι κομμάτι της λογοτεχνίας γενικότερα; Ο Τζέιμς Τζόις λ.χ. κατέκτησε με το έργο του αναγνώστες γενικότερα της λογοτεχνίας ή ήταν απλώς ένας Ιρλανδός που απευθυνόταν στους συμπατριώτες του; Αν όμως αφήσουμε κατά μέρος τη μεταφραστική παράμετρο, το ερώτημα φαίνεται να έχει κάποια σημασία αν το εξετάσουμε υπό το εξής πρίσμα: λευκοί και μαύροι συγγραφείς. Και αυτό έχει να κάνει με την άρνησή μου να αποδεχθώ το «λευκό βλέμμα». Οταν το λέω αυτό εννοώ κάτι πολύ συγκεκριμένο: αναφέρομαι σε ένα είδος (ιστορικά διαμορφωμένου) «προσώπου» στο οποίο η πλειοψηφία των μαύρων συγγραφέων (για ολόκληρες γενιές μάλιστα) καταλάβαινε ή πίστευε ότι απευθυνόταν (δηλαδή σε ένα «λευκό» πρόσωπο). Κάτι που σημαίνει, συνεπώς, ότι συνεχώς επιχειρούσαν να εξηγήσουν ορισμένα πράγματα σε κάποιον «άλλον». Σκεφτείτε τον τίτλο του μυθιστορήματος «Αόρατος άνθρωπος» του Ραλφ Ελισον. Αόρατος σε ποιον; Οχι σε εμένα πάντως. Επίσης το βιβλίο του Τζέιμς Μπόλντουιν «No name in the Street» (Δρόμος χωρίς όνομα). Πώς είπατε; Ακόμη και «Tο μαύρο αγόρι» του Ρίτσαρντ Ράιτ γράφτηκε για να διασαφηνίσει τη ζωή των μαύρων στους λευκούς».
Σεβασμός προς τους αναγνώστες

Η δική της θέση, η θέση από την οποία δημιουργεί, είναι ξεκάθαρη. «Κάποτε άρχισα να γράφω για τους μαύρους ανθρώπους και όχι σχετικά με τους μαύρους ανθρώπους· εντός αυτής της κουλτούρας, όχι κοιτώντας την από μια προνομιούχο απόσταση. Το αποτέλεσμα δεν ήταν μόνο μια αληθινή καλλιτεχνική ελευθερία για εμένα, αλλά και ένας σεβασμός προς τους αναγνώστες εν γένει, ανεξαρτήτως πολιτισμικής ή φυλετικής προέλευσης. Μια συμπερίληψη, στην ουσία. Οπως η μουσική, όπως η τζαζ. Να είναι κάτι αυθεντικό ως προς τις ρίζες του και ταυτοχρόνως να προσκαλεί ανεξαιρέτως τους πάντες κοντά του».
Η αρχαία ελληνική γραμματεία

Αυτό το «κάτι» είναι ασφαλώς η λογοτεχνία της Τόνι Μόρισον. Το 2014 κυκλοφόρησε στα ελληνικά ένα από τα παιδικά βιβλία («Η Συννεφούλα και η Κυρά του Ανέμου», εκδόσεις Πάπυρος) που συνέγραψε με τον γιο της Σλέιντ που πέθανε το 2010. «Δική του ήταν η ιδέα. Καθόμασταν και συζητούσαμε για τους μύθους του Αισώπου που δεν μας άρεσαν καθόλου. Κάπως έτσι αποφασίσαμε να τους ξαναγράψουμε με τον δικό μας τρόπο. Οι κλασικές σπουδές, βέβαια, ήταν η υποειδίκευσή μου στο πανεπιστήμιο. Περισσότερο οι Ελληνες, λιγότερο οι Ρωμαίοι. Μου αρέσουν οι σκιές της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Τη γνώση που έχει ο χορός, το πάθος. Δεν μου αρέσουν μονάχα οι ιστορίες καθαυτές, πρωτίστως θαυμάζω τη βαθύτατη οξυδέρκεια των συγγραφέων τους. Ας μην αρχίσω να σας περιγράφω την αγάπη μου και το χρέος μου στην αρχαία ελληνική λογοτεχνία, θα μιλάμε για ώρες».

Τα δύο τελευταία έργα της είναι δύο σύντομα μυθιστορήματα: «Home» (Στο σπίτι, 2012) και «God Help The Child» (Θεέ μου, φύλαγε το παιδί, 2015). Στο πρώτο πρωταγωνιστεί ο Φρανκ Μάνεϊ, ένας βετεράνος του πολέμου της Κορέας, που επιστρέφει στον βαθύ και ρατσιστικό αμερικανικό Νότο, την περίοδο του μακαρθισμού, προσπαθώντας να ανασυγκροτήσει τον εαυτό του.
«Με απασχόλησε πολύ η ίδια η λέξη εν προκειμένω, η διφορούμενη ιδέα που ενσωματώνει –πού βρίσκεται η παρηγοριά, η ασφάλεια, η αίσθηση του ανήκειν; Ηθελα κάποιον που α) να δυσανασχετεί με το πραγματικό του σπίτι και β) να ζει σε έναν κόσμο γεμάτο διακρίσεις όπου το να βρει το «σπίτι» του θα είναι πάντοτε ένα πρόβλημα. Μέσα από αυτό έμαθα τι σημαίνει η λέξη «σπίτι». Στην Αμερική σήμερα σκεφτόμαστε το σπίτι σαν ένα κτίριο, μια δουλειά ή ένα κινητό τηλέφωνο ενδεχομένως. Εγώ φαντάστηκα ένα μέρος όπου οι άνθρωποι μπορεί να σε συμπαθούν, μπορεί και όχι, αλλά ποτέ, μα ποτέ, δεν θα σε πλήγωναν».
Ο σύγχρονος ατομισμός

Στο μυθιστόρημά της που κυκλοφόρησε τον περασμένο Απρίλιο (ένα βιβλίο για τα τραύματα της παιδική ηλικίας που σημαδεύουν την ενήλικη ζωή των ανθρώπων, το πρώτο βιβλίο της Τόνι Μόρισον που εγγράφεται στην εποχή μας) κυριαρχεί η ιδιαίτερη σχέση μιας Αφροαμερικανίδας με το παιδί της: η μητέρα απορρίπτει την κόρη επειδή η τελευταία έχει ένα υπερβολικά μαύρο, ενοχλητικά μαύρο δέρμα! «Με το προηγούμενο βιβλίο μου άρχισα να γράφω λιγότερο με σκοπό να πω περισσότερα. Στο περυσινό θέλησα να κάνω ένα σχόλιο πάνω στο δικό μας παρόν: από εδώ ο σύγχρονος ατομικιστικός ναρκισσισμός και στον αντίποδα το νοιάξιμο, η στοργή, η αλληλεγγύη προς τον άλλον. Ενδιαφέρθηκα για το είδος εκείνο της γενναιοδωρίας (κάτι που μπορεί να εμπνεύσει και ο χριστιανισμός μεταξύ άλλων θρησκειών ασφαλώς) η οποία διευρύνει και εμβαθύνει την ύπαρξή μας. Ξέρετε, το να προσηλώνεται ένας άνθρωπος κατ’ αποκλειστικότητα στον εαυτό του εμένα μου φαίνεται μια εντελώς επιφανειακή και βαρετή αντίληψη για τα πράγματα».
Δεν θα μπορούσε μια κουβέντα με την Τόνι Μόρισον να μην αγγίξει την πολιτική και την κοινωνία. «Οι δολοφονίες μαύρων από λευκούς αστυνομικούς προκαλούν όλο και περισσότερο τη δικαιολογημένη προσοχή των πολιτών, η οποία, σε πολλές περιπτώσεις, δικαιώνει και τα ίδια τα γεγονότα. Είμαι 84 ετών πλέον και γνωρίζω καλά ότι η τωρινή εγρήγορση, η εκτεταμένη οργή είναι ένα νέο φαινόμενο στην πραγματικότητα. Για ολόκληρες δεκαετίες μαύροι άνθρωποι έβρισκαν βίαια τον θάνατο, κατέβαιναν στους τάφους τους δίχως την παραμικρή αναφορά. Σήμερα ωστόσο είμαι ικανοποιημένη βλέποντας ορισμένους λευκούς αστυνομικούς να λογοδοτούν πλέον για τη δειλία τους, την ανανδρία και τη βλακεία τους. Πόσο μπορεί να σε απειλήσει ένα 12χρονο παιδί με ένα ψεύτικο μαραφέτι εσένα, έναν οπλισμένο ενήλικο που μπορείς να μιλήσεις προτού αποφασίσεις να σκοτώσεις; Η λίστα αυτών των απωλειών είναι αποκαρδιωτική» τόνισε η συγγραφέας.
«Η γραφή είναι λύτρωση»

«Η γραφή μού είναι σήμερα απαραίτητη όσο ποτέ άλλοτε. Εδώ, στις Ηνωμένες Πολιτείες, η άγνοια, το μίσος, η κακή λειτουργία των μέσων ενημέρωσης, το χρήμα, η διασκέδαση, όλα αυτά με κάνουν να ανατριχιάζω. Η γραφή είναι η λύτρωσή μου. Μέσα στη γραφή κανείς δεν μου υποδεικνύει τι να σκεφθώ ή τι να κάνω. Είμαι ελεύθερη και φέρω την ευθύνη. Ακόμη και αν κανένας δεν ενδιαφερόταν να εκδώσει το έργο μου, εγώ θα έγραφα ούτως ή άλλως. Στη γραφή φωλιάζει το οικουμενικό προτέρημα της αφήγησης. Μέσω της αφήγησης απορροφούμε τη γνώση, όσα γράφονται, όσα λέγονται, όσα τραγουδιούνται. Οι κουφοί συνάνθρωποί μας το ξέρουν αυτό καλά. Η λογοτεχνία είναι το ουράνιο τόξο! Εξω από τη γραφή, η διάθεσή μου σκοτεινιάζει, πικραίνει. Είμαι πλέον αρκετά μεγάλη ώστε να βλέπω αγαπημένους φίλους να πεθαίνουν. Και αυτό μου υπενθυμίζει το αναπόφευκτο δικό μου τέλος. Αλλά το μυαλό μου διάγει μιαν υπέροχη φάση: τούτη την εποχή γράφω το καλύτερο βιβλίο της ζωής μου».

Από τις εκδόσεις Νεφέλη κυκλοφορούν τα βιβλία της:«Αγαπημένη» (1989), «Τζαζ» (1994), «Γαλάζια μάτια» (1995), «Sula» (1997), «Παράδεισος» (1998), «Αγάπη» (2007), «Έλεος» (2009). Από τις εκδόσεις Οδυσσέας κυκλοφορεί «Το τραγούδι του Σόλομον» (1993, 2005).

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ