«Τι σχέση έχω εγώ μ’ αυτό το πρόσωπο στον/ καθρέφτη,/ Τι σχέση έχω εγώ με τον καθηγητή!». Με αυτή την αυτοσαρκαστική παρατήρηση ο Κώστας Στεργιόπουλος, που πρόσφατα απεβίωσε, μοιάζει να αποποιείται τους περιορισμούς που θέτει ο τίτλος του πανεπιστημιακού καθηγητή, προοιωνίζοντας ίσως την αποχώρησή του με «εθελουσία έξοδο» από το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων (καθηγητής Νεοελληνικής Φιλολογίας, 1974-1984), για να αφοσιωθεί στο συγγραφικό του έργο. Για όσους, όμως, είχαν την τύχη να μαθητεύσουν κοντά του υπήρξε χαρισματικός Δάσκαλος, που κατόρθωνε να συνδυάζει αριστοτεχνικά τις ιδιότητες του λογοτέχνη, του κριτικού και του φιλολόγου.
Πρώτα στην ποίηση του, όπου διακρίθηκε ως ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς ποιητές, πολυβραβευμένος και μεταφρασμένος, χρησιμοποιώντας μέσα λιτά, με στοχαστική διάθεση, ελεγχόμενη συγκίνηση αλλά και λεπτή ειρωνεία. Αυστηρός κριτής ακόμη και του εαυτού του, είχε ορίσει ήδη από το 2005 το ποίημά του «Πράξις λαθραία» ως το τελευταίο που θα δημοσίευε, ενώ το 2014 στην αναγόρευσή του σε επίτιμο διδάκτορα του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών αναφέρθηκε στα «περιττά» ποιήματα.
Τον γνώρισα στα δύσκολα και σκοτεινά χρόνια της χούντας στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας, όταν ως λέκτορας (1966-1969) μας εντυπωσίαζε με την ισχυρή μνήμη, τις απέραντες επιστημονικές γνώσεις, την ευφράδεια, την οξεία κριτική παρατήρηση και την ικανότητα να ζωντανεύει τα κείμενα, ισορροπώντας με επιδεξιότητα ανάμεσα στην αγάπη του για την τέχνη και στη φιλολογική του αυστηρότητα. Κατόπιν, πριν παυτεί από τη Δικτατορία, στο Σπουδαστήριο Βυζαντινής και Νεοελληνικής Φιλολογίας (1969-1972) με καίριες προτάσεις για τα βιβλία, ιδιαίτερα μεσοπολεμικών λογοτεχνών, που άξιζε να διαβάσουμε, στηρίζοντάς μας όχι μόνο στη φοιτητική μας πορεία αλλά δίνοντάς μας εφόδια για μια πιθανή επιστημονική σταδιοδρομία. Ηταν η δική του αναφορά το 1968 στον Γιάννη Μπεράτη, που με οδήγησε πολύ αργότερα σε μια γόνιμη έρευνα και στην έκδοση του Σωσία (2001) και του Μαύρου φακέλου (2015), ανέκδοτων κειμένων του Μπεράτη. Υπήρξε ένας από τους πιο αγαπημένους καθηγητές μου και ο μόνος με τον οποίο διατήρησα τόσο μακρόχρονη σχέση ουσιαστικής μαθητείας.
Στις μελέτες του μαθήτευσα γράφοντας τα δικά μου βιβλία, συγκεντρωμένες στη σειρά Περιδιαβάζοντας ή σε άλλα βιβλία του και συλλογικούς τόμους, και διδάχτηκα, όπως πολλοί άλλοι φοιτητές του, από την ερευνητική προσήλωση, την επιμονή, την επιμέλεια και την ακρίβεια της δικής του εκδοτικής πρακτικής στην εξάτομη έκδοση των Κριτικών του Τέλλου Αγρα, έργο ζωής για τον ίδιο.
Από τους πρώτους συστηματικούς συγκριτολόγους στην Ελλάδα (Οι επιδράσεις στο έργο του Καρυωτάκη, 1972) στήριξε τον επιστημονικό αυτό κλάδο και με τη συμβολή του στην ίδρυση της Ελληνικής Εταιρείας Γενικής και Συγκριτικής Γραμματολογίας. Από τη θέση του προέδρου στην εταιρεία αυτή και στην Εταιρεία Συγγραφέων υπερασπίστηκε με σθένος και ευθυκρισία τη λογοτεχνία και τα δικαιώματα των δημιουργών της. Το θάρρος της γνώμης του ακόμη και σε χαλεπούς καιρούς ήταν παροιμιώδες.
Το υψηλό φρόνημα, το δημοκρατικό ήθος, η δίκαιη αυστηρότητα αλλά και η θερμή φιλική επαφή υπήρξε το ευρύτερο παράδειγμά του στην καθημερινή επικοινωνία.
H κυρία Ερη Σταυροπούλου είναι καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας, πρόεδρος Τμήματος Φιλολογίας Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ