«Η Κολωνία άλλαξε τα πάντα. Οι άνθρωποι τώρα αμφιβάλλουν». Η δήλωση του Φόλκερ Μπουφιέ, αντιπροέδρου του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών της Ανγκελα Μέρκελ, είναι ενδεικτική του κλίματος που επικρατεί πλέον στη Γερμανία, μετά τη σωρεία σεξουαλικών επιθέσεων κατά γυναικών που σημειώθηκαν τις πρώτες ώρες του 2016 στην Κολωνία, με τους υπόπτους να είναι κυρίως πρόσφυγες. Είναι ξεκάθαρο πως οι τουλάχιστον 500 καταγγελίες θέτουν εν αμφιβόλω τη συναίνεση της γερμανικής κοινωνίας όσον αφορά την υποδοχή στη χώρα περισσότερων από ένα εκατομμύριο προσφύγων. Οι Γερμανοί και οι Γερμανίδες, πέρα από εξαιρετικά ανήσυχοι, είναι πλέον και διχασμένοι. Αισθάνονται απροστάτευτοι αλλά και προδομένοι καθώς «υπάρχει διάχυτη η υποψία ότι η πολιτική ελίτ δεν είναι ειλικρινής απέναντι στον γερμανικό λαό» σημειώνει σε άρθρο του ο Γκάβιν Χιούιτ, ανταποκριτής του BBC στην ηπειρωτική Ευρώπη.
Σύμφωνα με την αρχική αναφορά της Αστυνομίας, η ατμόσφαιρα το βράδυ της Πρωτοχρονιάς στην Κολωνία ήταν «χαλαρή» και «οι εορτασμοί κατά κύριο λόγο ειρηνικοί». Οι Γερμανοί έμαθαν για τις επιθέσεις μέσω των κοινωνικών δικτύων και όταν ο επικεφαλής της Αστυνομίας δήλωσε πως πολλοί από τους νεαρούς άνδρες που βρίσκονταν έξω από τον σιδηροδρομικό σταθμό κατάγονταν από τη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, ανώτατοι αξιωματούχοι και πολιτικοί έσπευσαν να διευκρινίσουν ότι μεταξύ αυτών των ανδρών δεν συγκαταλέγονταν πρόσφυγες που κατέθεσαν πρόσφατα αίτηση ασύλου στη Γερμανία. Τελικά οι Αρχές παραδέχθηκαν έπειτα από μέρες ότι μεταξύ των θυτών υπήρχαν και αιτούντες άσυλο. «Είμαι από τη Συρία. Υποχρεούστε να μου φέρεστε ευγενικά. Με προσκάλεσε η κυρία Μέρκελ» δήλωσε ένας από αυτούς κατά τη διάρκεια ελέγχου τη νύχτα των επιθέσεων από άνδρες της Αστυνομίας.
Ολα όσα όμως συνέβησαν τη νύχτα της Πρωτοχρονιάς στη Φρανκφούρτη, στο Βερολίνο, στο Αμβούργο και στη Στουτγάρδη, πέρα από την Κολονία, αναμένεται να επηρεάσουν βαθύτατα όχι μόνο τους Γερμανούς αλλά όλους τους ευρωπαϊκούς λαούς. Ο επικεφαλής της Αστυνομίας της Βιέννης Γκέρχαρντ Πούρστι, για παράδειγμα, δήλωσε ότι «σε γενικές γραμμές οι γυναίκες δεν θα πρέπει να κυκλοφορούν στους δρόμους τις Βιέννης μόνες τους», γεγονός που ξεσήκωσε γενική κατακραυγή, με τις γυναίκες να δηλώνουν ότι τους ζητείται να αλλάξουν τον τρόπο συμπεριφοράς τους. Είναι εξοργισμένες αλλά εξακολουθούν να μην επιθυμούν να στηρίξουν, έστω και έμμεσα, αντι-ευρωπαϊκά κόμματα και ρατσιστικές οργανώσεις.
Ελεγχοι στα σύνορα
Την ώρα που μεγάλη μερίδα Γερμανών, πολιτών αλλά και πολιτικών, ζητεί την άμεση επανεξέταση της πολιτικής Μέρκελ για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, σε πολλά σημεία της Ευρώπης στήνονται καινούργια σημεία ελέγχου και ορθώνονται νέοι φράχτες. Με στόχο να περιοριστούν οι εισροές μεταναστών και προσφύγων, η Δανία και η Σουηδία επανέφεραν τους ελέγχους στα σύνορά τους για πρώτη φορά από το 1958, η Αυστρία ενισχύει την ασφάλεια των συνόρων της, οι ιταλικές αρχές εξετάζουν την επαναφορά των ελέγχων στη μεθόριο με τη Σλοβενία, ενώ η Ουγγαρία προσφέρει την απαραίτητη τεχνογνωσία στην πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πΓΔΜ) για την ανέγερση ενός φράχτη.
Οι Βρυξέλλες παρουσιάζουν τα μέτρα αυτά ως προσωρινά και αποτελεί γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους ευρωπαίους ηγέτες θα κάνουν ό,τι περνάει από το χέρι τους για να υπερασπιστούν τη συμφωνία Σένγκεν, μία από τις θεμελιώδεις συνθήκες της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Αλλά η προσφυγική κρίση συνεχίζεται. Κάθε μέρα στη Γερμανία εισέρχονται 3.000-4.000 πρόσφυγες και μετανάστες. Μόλις μερικές ημέρες μετά την έλευση του νέου έτους η συζήτηση για το ενδεχόμενο επιβολής κυρώσεων στη μετανάστευση μεγάλης κλίμακας στην Ευρώπη έχει ανάψει εκ νέου.
Αμφιβολίες όσον αφορά την ενσωμάτωση των προσφύγων και των μεταναστών στην ευρωπαϊκή πραγματικότητα έχει εκφράσει και η γερμανίδα καγκελάριος κατά το παρελθόν. Αλλά μετά την Κολονία πολλοί φοβούνται τη δημιουργία παράλληλων κοινωνιών με διαφορετικούς πολιτισμικούς κανόνες. «Αυτό γίνεται αντιληπτό αρκετές φορές στα μπανλιέ στην περιφέρεια του Παρισιού ή σε περιοχές των Βρυξελλών» σημειώνει ο Γκάβιν Χιούιτ , υπενθυμίζοντας ωστόσο ότι «σε σημεία του Λονδίνου βλέπει κανείς νέους ανθρώπους να κάνουν παρέα ανεξάρτητα από το πολιτισμικό υπόβαθρο και το σύστημα αξιών τους».
Το ερώτημα στο οποίο καλείται να απαντήσει άμεσα η Ανγκελα Μέρκελ και η πολιτική ελίτ της Γερμανίας δεν αφορά μόνο τον τρόπο με τον οποίο θα προστατεύσουν τις γυναίκες χωρίς να περιορίσουν τις ζωές τους αλλά το πώς θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη των απλών Γερμανών, πώς θα καταφέρουν να τους πείσουν ότι λένε την αλήθεια στους πολίτες. Και πρόκειται για ένα ερώτημα που αντηχεί σε όλη την Ευρώπη. «Είναι δύσκολο να σκεφτώ μια σειρά γεγονότων που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει περισσότερο τη ρητορική των λαϊκίστικων κομμάτων που εναντιώνονται στο ευρωπαϊκό κατεστημένο όσον αφορά την παραπλάνηση των λαών από μια ελίτ» καταλήγει ο βρετανός δημοσιογράφος.
HeliosPlus