Το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται τους τελευταίους μήνες στην Ελλάδα, επικαλούμενος τα τελευταία στοιχεία της Eurostat, επισημαίνει ο ευρωπαίος επίτροπος Πιέρ Μοσκοβισί και σημειώνει ότι «στην Ελλάδα προχωρά η μείωση τιμών που είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και την καλύτερη κατανομή των επιπτώσεων της οικονομικής προσαρμογής». Ο ίδιος καλεί την Αθήνα να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις για τη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών προϊόντων.
Με απάντησή του σε ερώτηση του αντιπροέδρου του Ευρωπαικού Κοινοβουλίου και ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Δημ. Παπαδημούλη, ο Πιερ Μοσκοβισί καταγράφει την πρόοδο στην Ελλάδα, αφού επιβεβαιώνει πως στα πλαίσια του νέου προγράμματος που συμφωνήθηκε το περασμένο καλοκαίρι «οι ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν τις προσπάθειες με στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών προϊόντων».
Επιπλέον επισημαίνει ότι η προσπάθεια και οι μεταρρυθμίσεις όπως συμφωνήθηκαν τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 2015, οφείλουν να συνεχιστούν. Αναφέρει χαρακτηριστικά πως «στο μέλλον, οι αρχές προτίθενται να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για να καταστήσουν τις επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές, μεταξύ άλλων με την άρση των υπόλοιπων εμποδίων στον ανταγωνισμό και με την απλούστευση της αδειοδότησης επενδύσεων».
Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Δημήτρης Παπαδημούλης είχε θέσει με ερώτησή του προς την Κομισιόν, το ζήτημα της ακαμψίας των τιμών στις ελληνικές ολιγοπωλιακές αγορές σε συνδυασμό με τις μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων.
Συγκεκριμένα ο έλληνας ευρωβουλευτής ρώτησε την Κομισιόν για το «πώς κρίνει την, εκ των πραγμάτων, πλήρη αποτυχία της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης των δύο Προγραμμάτων Προσαρμογής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα», ενώ παράλληλα ζητάει πληροφορίες για το αν η Κομισιόν «θα συμβάλει θετικά στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα στοχεύουν στην ενδυνάμωση του υγιούς και ισότιμου ανταγωνισμού, και όχι στην αποδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων».
Το πλήρες κείμενο της ερώτησης
Θέμα: Ακαμψίες τιμών σε ελληνικές ολιγοπωλιακές αγορές
Σε πρόσφατη μελέτη της Τράπεζας της Ελλάδας διαπιστώνεται ότι, λόγω των ολιγοπωλιακών δομών συγκεκριμένων αγορών και της μονοπωλιακής δύναμης των επιχειρήσεων, η πολιτική της «εσωτερικής υποτίμησης» δεν οδήγησε σε ανάλογη μείωση των τιμών και αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.
Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώνεται ότι, την περίοδο 2010-2013, παρά τη μείωση κατά 3,3% στο Μοναδιαίο Κόστος Εργασίας, είχαμε αύξηση 2% στον Εναρμονισμένο Δείκτη Καταναλωτή και 3,3% στα περιθώρια κέρδους, για το σύνολο της οικονομίας, ενώ για τη Βιομηχανία, οι τιμές αυξήθηκαν κατά 2,3%, το περιθώριο κέρδους κατά 10,2% και οι μισθοί μειώθηκαν κατά 6,9%.
Με δεδομένο ότι οι μεγαλύτερες «ακαμψίες» στις τιμές, και αντίστοιχα οι μεγαλύτερες μειώσεις στους μισθούς των εργαζομένων, παρουσιάζονται στις αγορές όπου δραστηριοποιούνται μεγάλες πολυεθνικές εταιρείες και ελληνικοί όμιλοι επιχειρήσεων, όπως στα βιομηχανικά προϊόντα, την εμπορία τροφίμων, τα βασικά είδη πρώτης ανάγκης, ερωτάται η Επιτροπή:
- Πώς κρίνει την, εκ των πραγμάτων, πλήρη αποτυχία της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης των δύο Προγραμμάτων Προσαρμογής που εφαρμόστηκε στην Ελλάδα;
- Θα συμβάλει θετικά στην προσπάθεια της ελληνικής κυβέρνησης για την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που θα στοχεύουν στην ενδυνάμωση του υγιούς και ισότιμου ανταγωνισμού, και όχι στην αποδυνάμωση των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων και των παραγωγών προς όφελος των καρτέλ και των ολιγοπωλίων;
Αναλυτικά η απάντηση Μοσκοβισί
Καίριας σημασίας σκέλος της οικονομικής προσαρμογής στην Ελλάδα είναι να διασφαλιστεί ότι οι τιμές αντικατοπτρίζουν καλύτερα τις οικονομικές συνθήκες και την παραγωγικότητα. Πρόσφατα στοιχεία της Eurostat επιβεβαιώνουν ότι στην Ελλάδα προχωρά η μείωση τιμών που είναι αναγκαία για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και την καλύτερη κατανομή των επιπτώσεων της οικονομικής προσαρμογής. Το επίπεδο τιμών για την ιδιωτική κατανάλωση υποχώρησε αισθητά από το 2011 και μετά. Το 2014, αν και το επίπεδο τιμών στη ζώνη του ευρώ ήταν πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ, στην Ελλάδα ήταν σημαντικά χαμηλότερο από τον μέσο όρο της ΕΕ.
Επίσης, όπως προκύπτει από διεθνείς συγκρίσεις, μετά την εκδήλωση της κρίσης η Ελλάδα βελτίωσε το επιχειρηματικό περιβάλλον, όμως οι επιχειρήσεις στη χώρα εξακολουθούν να αντιμετωπίζουν περισσότερους κανόνες και περιορισμούς (μεταξύ άλλων εκείνους που περιορίζουν τον ανταγωνισμό) από ό, τι σε πολλές άλλες χώρες της ΕΕ και του ΟΟΣΑ. Για παράδειγμα, τα τελευταία χρόνια, σύμφωνα με την έρευνα της Παγκόσμιας Τράπεζας για τις επιχειρήσεις, η Ελλάδα βελτίωσε την κατάταξή της αλλά το 2014 εξακολουθούσε να υστερεί κατά ένα τρίτο περίπου σε σχέση με τις βέλτιστες επιδόσεις.
Στο πλαίσιο του νέου προγράμματος στήριξης σταθερότητας για την Ελλάδα, οι ελληνικές αρχές δεσμεύτηκαν να συνεχίσουν τις προσπάθειες με στόχο τη βελτίωση της λειτουργίας των αγορών προϊόντων. Τον Αύγουστο και τον Οκτώβριο του 2015, οι αρχές ενέκριναν σειρά μεταρρυθμίσεων στο πλαίσιο του εν λόγω προγράμματος. Στο μέλλον, οι αρχές προτίθενται να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για να καταστήσουν τις επιχειρήσεις πιο ανταγωνιστικές, μεταξύ άλλων με την άρση των υπόλοιπων εμποδίων στον ανταγωνισμό και με την απλούστευση της αδειοδότησης επενδύσεων.