Ο βασιλιάς των σπαγκέτι γουέστερν
Μισός αιώνας εφέτος από τη χρονιά που βγήκε στις αίθουσες «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», το διασκεδαστικότερο γουέστερν όλων των εποχών.
Μισός αιώνας εφέτος από τη χρονιά που βγήκε στις αίθουσες «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», το διασκεδαστικότερο γουέστερν όλων των εποχών.
«Βλέπεις, φίλε μου, σ’ αυτόν τον κόσμο υπάρχουν δύο ειδών άνθρωποι» λέει ο Μπλόντι (Κλιντ Ιστγουντ) στον Τούκο (Ιλάι Γουάλακ) ενώ δίπλα τους, μέσα σε έναν τάφο, κείτεται η φρέσκια σορός του Εϊντζελ Αϊζ (Λι βαν Κλιφ). «Αυτοί που κρατούν γεμάτο πιστόλι και αυτοί που σκάβουν. Εσύ σκάβεις». Και ο Μπλόντι δίνει το φτυάρι στον Τούκο κρατώντας στο άλλο χέρι το πιστόλι. Γεμάτο φυσικά. Μία από τις πάμπολλες αξιομνημόνευτες σκηνές από το γουέστερν «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος», το διασκεδαστικότερο του είδους του στην ιστορία του κινηματογράφου. Αυτό το κυνήγι του θησαυρού μέσα σε συνθήκες πολέμου, του αμερικανικού εμφυλίου, είναι η τρίτη ταινία της «τριλογίας του δολαρίου» που γύρισε ο Σέρτζιο Λεόνε με πρωταγωνιστή τον Κλιντ Ιστγουντ μετά το «Για μια χούφτα δολάρια» και τη «Μονομαχία στο Ελ Πάσο».
Το φιλμ γυρίστηκε στις ερήμους της Αλμερίας στην Ισπανία, όπως άλλωστε τα περισσότερα σπαγκέτι γουέστερν. Ειρωνικός ο τίτλος αφού ο καλός – Ιστγουντ, ο κακός – Λι βαν Κλιφ και ο άσχημος – Γουάλακ δεν διαφέρουν και τόσο σε ό,τι αφορά τον στόχο τους. Κυνικοί τυχοδιώκτες, έτοιμοι να περάσουν από χίλια δυο εμπόδια (και να στείλουν χίλιους δυο στον άλλον κόσμο) ως την τελική μονομαχία σε μια απέραντη αρένα για την απόκτηση του τροπαίου των 200.000 δολαρίων σε χρυσό, κρυμμένα μέσα σε έναν τάφο χωρίς όνομα (μία από τις πιο καλοστημένες και όμορφες σκηνές του παγκόσμιου κινηματογράφου).
Η ταινία γυρίστηκε κάτω από δύσκολες συνθήκες και σχετική γκρίνια, από τον Ιστγουντ μάλιστα, ο οποίος ένιωθε ότι ο ρόλος του θα υποβιβαζόταν από εκείνον του Γουάλακ, που όντως κλέβει την παράσταση ως μεξικανός ληστής, δολοφόνος (και πολλά άλλα) Τούκο Ραμίρεζ και που ούτως ή άλλως έχει περισσότερη σκηνική παρουσία. Ολα αυτά βέβαια σήμερα δεν έχουν σημασία. Το «Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος» γίνεται εφέτος 50 χρόνων και δεν έχει ούτε μισή ρυτίδα πάνω του. Διαρκεί κοντά στις τρεις ώρες αλλά δεν πλατειάζει ούτε δευτερόλεπτο. Και αυτό σημαίνει μεγάλος κινηματογράφος!
Η Αντρες και οι άντρες της
Εγινε σταρ αναδυόμενη από τη θάλασσα μέσα σε ένα λευκό μπικίνι στην πρώτη ταινία Τζέιμς Μποντ, τον «Δρα Νο» (1962). Ηταν η Honey Rider. Και εδώ που τα λέμε, αυτό παρέμεινε διότι η Ούρσουλα Αντρες, πέρα από την εικόνα του sex symbol και της πολλά υποσχόμενης ηθοποιού, δεν κατάφερε πολλά πράγματα στην καριέρα της ως ηθοποιού. Από την άλλη πλευρά βέβαια, στοίχειωσε το μυαλό όχι μόνον του Σον Κόνερι / Τζέιμς Μποντ αλλά πολλών ανδρών. Για δεκαετίες. Εξάλλου άφησε το αποτύπωμά της ακόμα και στην… ελληνική κινηματογραφία γιατί δεν νςομίζω ότι τυχαία ο Γιάννης Μιχαλόπουλος αποκαλούσε Ούρσουλα την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου» του Γιώργου Σκαλενάκη.
Εγινε σταρ αναδυόμενη από τη θάλασσα μέσα σε ένα λευκό μπικίνι στην πρώτη ταινία Τζέιμς Μποντ, τον «Δρα Νο» (1962). Ηταν η Honey Rider. Και εδώ που τα λέμε, αυτό παρέμεινε διότι η Ούρσουλα Αντρες, πέρα από την εικόνα του sex symbol και της πολλά υποσχόμενης ηθοποιού, δεν κατάφερε πολλά πράγματα στην καριέρα της ως ηθοποιού. Από την άλλη πλευρά βέβαια, στοίχειωσε το μυαλό όχι μόνον του Σον Κόνερι / Τζέιμς Μποντ αλλά πολλών ανδρών. Για δεκαετίες. Εξάλλου άφησε το αποτύπωμά της ακόμα και στην… ελληνική κινηματογραφία γιατί δεν νςομίζω ότι τυχαία ο Γιάννης Μιχαλόπουλος αποκαλούσε Ούρσουλα την Αλίκη Βουγιουκλάκη στο «Αχ αυτή η γυναίκα μου» του Γιώργου Σκαλενάκη.
Γεννημένη στην Μπερν της Ελβετίας στις 19 Μαρτίου του 1936, η Ούρσουλα Αντρες ήταν ένα από τα επτά παιδιά γερμανικής οικογένειας προτεσταντών, από την οποία προσπάθησε να ξεφύγει από τα 17 κιόλας χρόνια της έχοντας κλεφτεί με έναν ιταλό ηθοποιό. Οι γονείς της έδωσαν τέλος στη σχέση, όχι όμως και στην επιθυμία της Αντρες να ασχοληθεί με τη σόουμπιζ, κάτι που έκανε δύο χρόνια αργότερα παίζοντας μικρούς ρόλους σε ιταλικές ταινίες.
Μετακόμισε στις Ηνωμένες Πολιτείες όταν παντρεύτηκε τον ηθοποιό, σκηνοθέτη και φωτογράφο Τζον Ντέρεκ (μετέπειτα σύζυγο της Μπο Ντέρεκ). Ο γάμος τους κράτησε εννέα χρόνια (1957 – 1966) αλλά τόσο πριν όσο και μετά από αυτόν πολλοί ήταν οι άντρες που πλησίαζαν την Ούρσουλα Αντρες. Λέγεται ότι την εποχή που έβγαινε με τον Μάρλον Μπράντο, έκλεινε ραντεβού και με τον Τζέιμς Ντιν και είναι κρυφό μυστικό ότι ο γάμος του Ζαν Πολ Μπελμοντό με την Ελοντίν Κονσταντέν διαλύθηκε από τον πειρασμό της Ούρσουλα. Ακόμη και έναν δικό μας, τον Ερρίκο Πετιλόν, το 1985 «ευλόγησε» με τη γοητεία της. Θυμάται εκείνος τη σχέση του μαζί της λέγοντας: «Για μένα ήταν ένα πρόσωπο-μύθος. Συναντηθήκαμε λοιπόν, είχαμε πολύ καλή χημεία και προέκυψε ένας έρωτας που κράτησε δύο χρόνια. Τώρα που κοιτάω πίσω ήταν μια εμπειρία πολύ ξεχωριστή».
Η ιδιωτική ζωή της Αντρες και οι άντρες της ζωής της (ανάμεσά τους και ο «δικός» μας Ερρίκος Πετιλόν) απασχόλησαν τα media και τον κόσμο περισσότερο από τις ερμηνευτικές της απόπειρες, που περνούσαν πάντα απαρατήρητες (ανάμεσά τους η κωμωδία «Χαρέμι για δύο» και η παρωδία των ταινιών Τζέιμς Μποντ «Casino Royale», το γουέστερν «Μονομαχία στον Κόκκινο Ηλιο» και η σουρεαλιστική ταινία επιστημονικής φαντασίας «10ο θύμα» με τον Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, ενώ ως βασίλισσα εμφανίστηκε στο «Cremaster 5» το 1997).
«Είναι ένα μυστήριο» είχε πει η ίδια για το περίφημο μπικίνι της στον «Δρα Νο». «Το μόνο που έκανα ήταν να το φορέσω και δεν ήταν και μικροσκοπικό και ορίστε… μέσα σε μια νύχτα τα κατάφερα». Οχι για μια νύχτα. Τα κατάφερε για μια ζωή. Διότι τελικά το μπικίνι ήταν το μόνο που έμεινε.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ