Ο σκληρός διευθυντής και το λαχείο του στόλου

«- Λοιπόν, μητέρα, τι λέγει; δέχεται; Την ερώτησιν αυτήν απέτεινε νέος δεκαοκτώ περίπου ετών καθώς θα συνεπέραινε κανείς από το παρόν του πρόσωπον εις το οποίο αμυδρώς διακρίνονται της πρώτης νεότητος οι ίουλοι.

«- Λοιπόν, μητέρα, τι λέγει; δέχεται; Την ερώτησιν αυτήν απέτεινε νέος δεκαοκτώ περίπου ετών καθώς θα συνεπέραινε κανείς από το παρόν του πρόσωπον εις το οποίο αμυδρώς διακρίνονται της πρώτης νεότητος οι ίουλοι. Ητο ωχρός, πολύ ωχρός εξαιτίας της κατηραμένης ασθενείας, η οποία τρεις εβδομάδες τώρα τον εκράτει κατάκοιτον επάνω εις την πτωχικήν του κλίνην.
Τον έλεγαν Ανδρόνικο κι’ ήτο υπάλληλος εις ένα εμπορικόν κατάστημα· ήτο νέος φιλότιμος, τίμιος κι’ εξωτερικού συμπαθούς. Μάλλον υψηλός, εύρωστος, εφαίνετο μεγαλύτερος κατά την ηλικίαν αφ’ ότι πράγματι ήτο. Ολοι οι σύντροφοί του εις το κατάστημα τον ηγάπων, ιδιαιτέραν όμως φιλίαν έτρεφε προς αυτόν ο συνομήλικός του γραμματεύς του καταστήματος Νίκος. Αυτός τον επεσκέπτετο κι’ τώρα που ήτο ασθενής τακτικά καθ’ όσον του επέτρεπεν η εργασία του. Ο Ανδρόνικος είχε πολλάς υποχρεώσεις τας οποίας φιλοτίμως εξεπλήρου κατά δύναμιν. Ο πατήρ του είχεν αποθάνει προ τεσσάρων περίπου ετών κι έκτοτε εκείνος διετήρει την μητέρα του, και έστελλε τα τρία μικρότερά του αδέλφια εις το σχολείον…».
Η έκθεση του μαθητή


Είκοσι μία πυκνογραμμένες σελίδες σε ένα τετράδιο «συνθέσεως» της Ε’ τάξης του εν Μυτιλήνη Γυμνασίου (1908-1909) καταλαμβάνει η έκθεση του μαθητή Ευστράτιου Σταματόπουλου. Πρόκειται για την έκτη «σύνθεση» του τετραδίου με τίτλο «Πρωτοχρονιάτικον διήγημα» και μότο «Εστι δίκης οφθαλμός». Στο ανέκδοτο εφηβικό διήγημα του συγγραφέα που έγινε μετέπειτα γνωστός με το ψευδώνυμο Στράτης Μυριβήλης, το οποίο εντοπίσαμε στο αρχείο του στη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, ο διευθυντής του νεαρού Ανδρόνικου στο κατάστημα είναι «άνθρωπος του συμφέροντος, σκληρός και βάρβαρος». Εφόσον ο Ανδρόνικος δεν μπορεί να εργαστεί, χάνει τη θέση του. Η μητέρα του Ανδρόνικου τον εκλιπαρεί να μην απολύσει τον γιο της γιατί είναι φτωχοί και έχουν ανάγκη το μεροκάματο, εκείνος όμως την ξαποστέλνει λέγοντας: «Για τους φτωχούς υπάρχουν πτωχοκομεία, αφήσετέ με επί τέλους ήσυχον». Μόνος ο Νίκος ευσπλαχνίζεται την ταλαίπωρη οικογένεια και αφήνει στον Ανδρόνικο τέσσερις λίρες. Παραμονή Πρωτοχρονιάς ο Ανδρόνικος έχει γειάνει και βγαίνει μια βόλτα. Μηχανικά κατευθύνεται στην αγορά, περνά από το κατάστημα όπου εργαζόταν και συνεχίζει την περιπλάνησή του στους δρόμους ώσπου σκοντάφτει στα σκοτεινά σε ένα αντικείμενο. «Ελαβε το αντικείμενον τούτο από το έδαφος κι’ επλησίασεν εις έναν φανόν διά να το παρατηρήση. Με μεγάλην του έκπληξιν διέκρινεν έν δερμάτινον χαρτοφυλάκιον». «Πολύ τεταραγμένος» ο Ανδρόνικος επιστρέφει στο σπίτι του όπου διαπιστώνει ότι το πορτοφόλι που μάζεψε από τον δρόμο περιέχει ενενήντα χιλιάδες φράγκα. Από ένα γραμμάτιο που βρίσκει μέσα μαθαίνει ότι ανήκει στον ανάλγητο διευθυντή του. «Τόσο το καλλίτερον, εσκέπτετο. Αν ήσαν άλλου ίσως θα τα έδιδα· αλλά αυτού του αθλίου… θα τα κρατήσω, ετελείωσε. Ετσι τον εκδικούμαι».
Το success story


Ο ενάρετος Ολιβερ Τουίστ της ιστορίας μετατρέπεται σε κοινωνικό εκδικητή προσπαθώντας να σιγάσει τη φωνή της συνείδησής του που δίνει μέσα του πάλη με τον εγωισμό του. Ανήσυχος, ξαναπαίρνει τους δρόμους. Στην προκυμαία της παραθαλάσσιας πόλης συναντά έναν άντρα συντετριμμένο. Είναι ο φίλος του ο Νίκος, ο οποίος κλαίει και οδύρεται γιατί έχασε το πορτοφόλι με το γραμμάτιο και τα χρήματα που του εμπιστεύθηκε ο διευθυντής και θρηνεί ότι θα χαρακτηριστεί κλέφτης και καταχραστής και θα αμαυρωθεί η τιμή του. Ο Ανδρόνικος δίνει αμέσως το πορτοφόλι στον Νίκο που το επιστρέφει στον διευθυντή. Την επόμενη ημέρα οι δυο φίλοι ανταμείβονται για την καλή τους πράξη: ο Ανδρόνικος κερδίζει τον πρώτο αριθμό στο πρωτοχρονιάτικο λαχείο του στόλου που του είχε χαρίσει ο Νίκος δύο μήνες νωρίτερα. Με τα χρήματα του λαχείου συνεταιρίζεται με τον Νίκο, ανοίγουν τη δική τους επιχείρηση και το βικτωριανό παραμύθι μετατρέπεται σε success story, με τον Ανδρόνικο να γίνεται ο πιο επιτυχημένος έμπορος της πόλης.
Μέρες του 1917 και του 1967
Εναν άλλον Δεκέμβρη, του 1917, βρίσκουμε τον Ευστράτιο Σταματόπουλο στρατιώτη στον πόλεμο. Τον Απρίλιο του ίδιου χρόνου ο Μυριβήλης έχει καταταγεί στο 4ο Σύνταγμα της Μεραρχίας Αρχιπελάγους και έχει αναχωρήσει από τη Λέσβο για τη Μακεδονία. Με το Σύνταγμά του κινούν το καλοκαίρι να στήσουν προφυλακή στο Μοναστήριον. Στο Αρχείο του, έξι φωτογραφίες από το Πουαντό-Γευγελή τον Δεκέμβριο του 1917, με επιμέλεια τοποθετημένες επάνω σε γκρίζο χαρτόνι, φέρουν ιδιόχειρες λεζάντες: «Στην πόρτα του αμπρί μου τραβηγμένη με ομίχλη» γράφει στη μία. «Στη μέση ξεσκούφωτος και μαγουλικωμένος ο νέος προϊστάμενός μου, λοχαγός Κουμανάκος. Χρυσός τύπος» γράφει στην άλλη και αλλού: «Τρεχάλες μες στο χιονισμένο δάσος του καταυλισμού μας με το αγαπημένο μου σκυλί του Ταμείου «Λέων»». Είναι η χρονιά που αρχίζει να γράφει τη Ζωή εν τάφω. Με την έκδοσή της στην Αθήνα το 1930 λαμβάνει θέση ανάμεσα στους μεγάλους ευρωπαίους λογοτέχνες της αντιπολεμικής λογοτεχνίας και γίνεται για τον Τύπο της εποχής «ο Ελληνας Ρεμάρκ».
Αναγνωρισμένος συγγραφέας, δημοφιλής, μεταφρασμένος και ακαδημαϊκός, χαμογελά στον φακό το 1967 στην κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας της Εθνικής Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών, της οποίας ήταν ιδρυτικό μέλος. Δύο χρόνια πριν από τον θάνατό του, στο σπίτι του, με το κομμάτι του της πίτας στο χέρι, απολαμβάνει την αποδοχή φίλων και ομοτέχνων οι οποίοι τον είχαν προτείνει κατ’ επανάληψη για το Νομπέλ Λογοτεχνίας.
Ανώνυμος στρατοκόπος
Στη λογοτεχνική του πορεία οι γιορτές του Δωδεκαημέρου τον ενέπνευσαν περισσότερες από μία φορές. Στη «Φωνή της Ραχήλ», από τα διηγήματα του Κόκκινου βιβλίου (1952), ο Χριστός κατεβαίνει στη Γη ανήμερα Χριστούγεννα και περιπλανιέται ως ανώνυμος στρατοκόπος. Απαντά τις θηριωδίες του ναζισμού και τις σφαγές των αμάχων στην Κατοχή, στα Καλάβρυτα, στο Δίστομο, αντιλαμβάνεται ότι η καρδιά των ανθρώπων έχει σκληρύνει, έχει γίνει λεπίδι φονικό και θλίβεται για το μάταιον της Σταύρωσής Του.
Η γνωστότερη χριστουγεννιάτικη ιστορία του Μυριβήλη, Τα παγανά, που εκδόθηκε αυτοτελώς, γράφτηκε στα χρόνια της Κατοχής. Αρχισε να τυπώνεται τον Σεπτέμβριο του 1944 με σκοπό να κυκλοφορήσει τα Χριστούγεννα του ίδιου έτος αλλά μεσολάβησαν τα Δεκεμβριανά, «ο τόπος πέρασε τις μέρες του Χριστού μέσα στη σφαγή και την ομηρεία. Η αναστάτωση και η θλίψη που έφεραν αυτά τα γεγονότα στην ελληνική ζωή έριξαν πίσω και τ’ αποτέλειωμα της έκδοσης». Το βιβλίο κυκλοφόρησε τελικά τον Ιούνιο του 1945, με ξυλογραφίες και καλλιτεχνική επιμέλεια του Γιάννη Μόραλη από τις εκδόσεις «Οι Φίλοι του Βιβλίου» και τυπώνεται ακόμη από την Εστία. Η υπαρξιακή αναζήτηση ενός γέρου και καταξιωμένου ακαδημαϊκού και η καταβύθιση στην αθωότητα της παιδικής ηλικίας και της λαϊκής φαντασίας όπου καλικάντζαροι και παγανά προκαλούν τρόμο και έξαψη γοητεύουν ακόμη.
Τόνος απαισιοδοξίας και απογοήτευσης για τον άνθρωπο και την κοινωνία χαρακτηρίζει το διήγημα «Ο Μανωλάκης γυρεύει το Θεό» στο Βυσσινί βιβλίο (1959), με τον μικρό πρωταγωνιστή, ένα ταλαίπωρο ορφανό, να αναζητεί μάταια τον Χριστό μέσα σε έναν κόσμο ανάλγητο, επιφανειακό και φαύλο.
Στη σχολική έκθεση του 1908 ο νεαρός μαθητής εκδηλώνει μεγάλη πίστη στον άνθρωπο και στη φιλία, στις αρετές της καλοσύνης και της εντιμότητας. Η ιστορία που αφηγείται είναι μελοδραματική, με πολυχρησιμοποιημένα κλισέ, διαβάζουμε όμως τις αξιόλογες σελίδες της συνειδησιακής πάλης του Ανδρόνικου όπου αρχίζει να διαφαίνεται η ψυχογραφική δύναμη του εκκολαπτόμενου λογοτέχνη.
Εκείνο που ξενίζει σε τούτο το μυριβήλειο δημιούργημα είναι η γλώσσα: ομιλούμενη δημοτική στους διαλόγους μεν, καθαρεύουσα όμως στις περιγραφές και στην αφήγηση.

Οι δυνατές λέξεις, η χυμώδης πλαστική λαϊκή γλώσσα του Μυριβήλη που σπαρταρά με λεσβιακούς ιδιωματισμούς, η γλώσσα που διδάχθηκε από τον δάσκαλό του Σπυρίδωνα Αναγνώστου δεν καταφέρνουν να εισβάλουν σε τούτη τη σχολική έκθεση.

Ο διευθυντής του Γυμνασίου, Εμμανουήλ Δαυίδ, είναι υπέρμαχος της καθαρεύουσας. Την επόμενη χρονιά απαγορεύει μάλιστα ρητά στους μαθητές να γράφουν τις σχολικές τους εκθέσεις στη δημοτική. Ο Ευστράτιος Σταματόπουλος πρωτοστατεί στις μαθητικές κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση της δημοτικής. Τρεις μήνες απεργούν οι μαθητές διεκδικώντας, με αφορμή το γλωσσικό, και τη μεταφορά ολάκερης της τάξης στο Γυμνάσιο στο Αϊβαλί.

Ο Σταματόπουλος παίρνει τελικά το απολυτήριο του Γυμνασίου από τη Μυτιλήνη και τον Σεπτέμβριο του 1910 διορίζεται δάσκαλος στο χωριό Μανταμάδος. Εκεί ο «μαλλιαρός» δάσκαλος κηρύττει τον δημοτικισμό στους μαθητές που είχαν την τύχη να πέσουν στα χέρια του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.