Η ιστορία είναι γνωστή – διδάσκεται μάλιστα ως case study σε σχολές μάνατζμεντ και αποτελεί ξεκάθαρο μάθημα και μήνυμα για χώρες όπως η Ελλάδα.
Στη Δανία οι παραγωγοί βουτύρου αν και είχαν εξαιρετικής ποιότητας προϊόν δεν κατάφερναν να μπουν σε ξένες αγορές. Πόσα πακέτα βούτυρο να πουλήσει ένας παραγωγός ή μια μικρή ομάδα παραγωγών και πώς το βούτυρο αυτό να αποκτήσει «όνομα» στο εξωτερικό, όταν υπάρχουν τόσες χιλιάδες ανταγωνιστές του σε όλες τις γαλακτοπαραγωγικές χώρες.
Η ιδέα που είχαν κάποιοι φωτισμένοι -μιλάμε για τις αρχές του προηγούμενου αιώνα- φαίνεται αυτονόητη σήμερα: ισχύς εν τη ενώσει. Μεγάλοι και μικροί παραγωγοί βουτύρου της χώρας αποφάσισαν να δίνουν το προϊόν τους σε κάποιες κεντρικές μονάδες οι οποίες θα συσκευάζουν και θα διανέμουν με ενιαίο τρόπο το προϊόν . Το οποίο θα έχει μια συγκεκριμένη μορφή, μια ενιαία ποιότητα, ένα όνομα και μια ενιαία διαφημιστική καμπάνια μάρκετινγκ .Έτσι γεννήθηκε το γνωστό δανέζικο βούτυρο «Λούρπακ» που σιγά-σιγά κατέκτησε όλο τον κόσμο.
Το αυτονόητο μήνυμα για την Ελλάδα με χιλιάδες μικρούς παραγωγούς υψηλής ποιότητας γεωργικών προϊόντων (από ελαιόλαδο και ελιές ως κρασί, τυρί και ξηρούς καρπούς κλπ) είναι σαφές. Αντί οι π.χ. 200 παραγωγοί ελαιολάδου σε μία περιοχή της χώρας όπως η Λέσβος να πηγαίνουν ξεχωριστά στο ελαιοτριβείο και το λάδι που βγάζουν να προσπαθούν ο καθένας με ίδια μέσα να το πουλήσει χύμα – στους γνωστούς τενεκέδες – θα μπορούσαν να συνασπιστούν.
Να δημιουργήσουν – όπως οι Δανοί – μια εταιρεία ελαιολάδου στο νησί, στην οποία θα δίνουν το λάδι τους να το τυποποιεί, να το βάζει στην γραμμή παραγωγής, να το διαφημίζει με ένα όνομα και να έχει έτσι τη δυνατότητα να διεισδύσει με μεγάλες ποσότητες σε διεθνείς αγορές και να «χτυπήσει» τις μεγάλες αλυσίδες σούπερ μάρκετ του εξωτερικού.
Οι ελληνικές προσπάθειες του είδους είναι ελάχιστες. Αντ΄ αυτού το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού ελαιόλαδου (σχεδόν το 70 % της παραγωγής) δεν τυποποιείται αλλά πωλείται χύμα είτε μεμονωμένα στην Ελλάδα είτε με μεγάλες ποσότητες σε γειτονικές χώρες (κυρίως στην Ιταλία).
Εκεί το αγνό παρθένο ελληνικό ελαιόλαδο συσκευάζεται σε όμορφα μπουκάλια και πωλείται στην ιταλική ή τη διεθνή αγορά με ιταλικό όνομα και πολύ υψηλή τιμή. Αποτέλεσμα: ο Έλληνας παραγωγός να έχει ένα πολύ μικρό έσοδο αφού πουλά μόνο την πρώτη ύλη και ο Ιταλός να έχει πολλαπλάσιο κέρδος από την πώληση του τελικού προϊόντος το οποίο εμφανίζεται στα ράφια ως ιταλικό!
Το ίδιο ισχύει και για κάποια κρασιά. Ενδεικτικά αναφέρω ότι μεγάλο ελληνικό νησί που παράγει υπέροχο γλυκό κρασί αντί να το τυποποιεί και να το προωθεί στην διεθνή αγορά με ελληνικό όνομα, προτιμά να το εξάγει χύμα με ειδικό πλοίο κοντέινερ πάλι στην Ιταλία η οποία το συσκευάζει σε επώνυμο ιταλικό κρασί που μάλιστα κάνει θραύση στις διεθνείς αγορές!
Σε όλα αυτά οι περισσότερες ελληνικές κυβερνήσεις παραμένουν θεατές – το πολύ να μιλήσουν για αγροτικούς συνεταιρισμούς – αντί να καθοδηγούν τους αγρότες δείχνοντάς τους τα παραδείγματα των ξένων. Αποκορύφωμα βεβαίως αποτελεί η σημερινή κυβέρνηση η οποία έφτασε στο άλλο άκρο αποφασίζοντας– η μόνη στις οινοπαραγωγές χώρες – να βάλει φόρο στο κρασί, 10 λεπτά το μπουκάλι.
Εδώ όμως είναι Βαλκάνια δεν είναι παίξε, γέλασε…