Να λοιπόν που η άκρα Δεξιά πέρασε σε λίγα χρόνια από το 15% στο 30% στη Γαλλία, φθάνοντας ακόμη και το 40% σε πολλές περιοχές της χώρας. Πολλά συνεισέφεραν σε αυτό: η άνοδος της ανεργίας και η ξενοφοβία, η τρομερή απογοήτευση από την κυβερνώσα Αριστερά, το αίσθημα ότι όλα δοκιμάστηκαν και ότι πρέπει να πειραματιστούμε με κάτι άλλο. Πληρώνουμε επίσης τις συνέπειες της καταστρεπτικής διαχείρισης της χρηματοοικονομικής κρίσης που μας ήρθε από τις Ηνωμένες Πολιτείες το 2008 και την οποία μετατρέψαμε με αποκλειστικά δική μας ευθύνη σε μια ευρωπαϊκή κρίση διαρκείας, εξαιτίας των ατελών θεσμών και των τελείως ακατάλληλων πολιτικών που εφαρμόσαμε.
Ενα ενιαίο νόμισμα με 19 διαφορετικά δημόσια χρέη, 19 επιτόκια δανεισμού επάνω στα οποία οι αγορές μπορούν ελεύθερα να κερδοσκοπούν, 19 διαφορετικούς συντελεστές φορολόγησης των επιχειρήσεων που ανταγωνίζονται οι μεν τους δε, δίχως κοινό όραμα κοινωνικό και εκπαιδευτικό, ένα τέτοιο νόμισμα δεν μπορεί να προχωρήσει. Και δεν θα προχωρήσει ποτέ.
Μόνο μια δημοκρατική και κοινωνική επανίδρυση της ζώνης του ευρώ στην υπηρεσία της ανάπτυξης και της απασχόλησης γύρω από έναν μικρό και σκληρό πυρήνα κρατών έτοιμων να ξεφύγουν από το πριν και να αποκτήσουν πολιτικούς θεσμούς λειτουργικούς, θα μπορούσε να καταστήσει δυνατή την αντιμετώπιση των τάσεων του εθνικιστικού μίσους που απειλούν σήμερα ολόκληρη την Ευρώπη.
Το περασμένο καλοκαίρι, μετά το ελληνικό φιάσκο, ο Φρανσουά Ολάντ άρχισε να ξανασκέφτεται την ιδέα ενός νέου Κοινοβουλίου για τη ζώνη του ευρώ. Η Γαλλία οφείλει να κάνει τώρα μια πρόταση συγκεκριμένη και ακριβή στους βασικούς εταίρους της, μια πρόταση που θα οδηγούσε σε μια συμφωνία, σε μια κοινή γραμμή. Αλλιώς την ευρωπαϊκή ατζέντα θα μονοπωλούν οι χώρες που επιλέγουν την εθνική αναδίπλωση (Βρετανία, Πολωνία).
Για αρχή, οι ευρωπαίοι ηγέτες –και κυρίως οι Γάλλοι και οι Γερμανοί –είναι σημαντικό να αναγνωρίσουν τα λάθη τους. Μπορούμε να συζητάμε εις το διηνεκές για όλες τις μεταρρυθμίσεις, μικρές και μεγάλες, που πρέπει να γίνουν στις διαφορετικές χώρες της ευρωζώνης: για την αγορά εργασίας, για το συνταξιοδοτικό, για το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές, ακόμη και για τα δρομολόγια των λεωφορείων. Κάποιες από αυτές τις μεταρρυθμίσεις είναι χρήσιμες, άλλες όχι τόσο. Αλλά, σε κάθε περίπτωση, δεν είναι αυτές που εξηγούν την ξαφνική πτώση του ΑΕΠ της ευρωζώνης την περίοδο 2011-2013, την ώρα που η ανάκαμψη ενισχυόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Σήμερα δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η ανάκαμψη στην Ευρώπη είχε ανασταλεί από την προσπάθεια να μειωθούν πολύ γρήγορα τα ελλείμματα το 2011-2013, αυξάνοντας, συγκεκριμένα, τους φόρους σε δυσβάστακτα επίπεδα σε πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένης της Γαλλίας.
Είναι εξαιτίας της τυφλής εφαρμογής των δημοσιονομικών κανόνων που το ΑΕΠ της ευρωζώνης δεν έφθασε το 2015 στο επίπεδο που είχε το 2007. Οι αργοπορημένες παρεμβάσεις της ΕΚΤ και η νέα δημοσιονομική συνθήκη του 2012 (με τη δημιουργία του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας που προικοδοτήθηκε με 700 δισ. ευρώ) κατάφεραν να σβήσουν εν τέλει τη φωτιά. Αλλά δεν έλυσαν σε βάθος το πρόβλημα. Η ανάκαμψη παραμένει χλωμή, η κρίση εμπιστοσύνης στην ευρωζώνη παραμένει.
Τι κάνουμε σήμερα; Πρέπει να οργανώσουμε μια συνδιάσκεψη των κρατών που μετέχουν στο ευρώ με θέμα το χρέος. Οπως ακριβώς είχε γίνει μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τότε που τόσο ευνοήθηκε η Γερμανία. Πρέπει να ελαφρύνουμε τα δημόσια χρέη στο σύνολό τους με βάση το πόσο αυξήθηκαν σε κάθε χώρα μετά το ξέσπασμα της κρίσης. Σε πρώτη φάση μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα κοινό Ταμείο στο οποίο θα τοποθετήσουμε όλα τα χρέη πάνω από το 60% του ΑΕΠ των κρατών-μελών, με ένα χρεοστάσιο σε ό,τι αφορά τις αποπληρωμές που θα ευνοεί κάθε χώρα που δεν έχει βρει ακόμη τον αναπτυξιακό βηματισμό της στα επίπεδα του 2007.
Ολες οι ιστορικές εμπειρίες που διαθέτουμε το υποδηλώνουν: άπαξ και ξεπεράσει το χρέος ένα συγκεκριμένο κατώφλι, η εξυπηρέτησή του δεν έχει κανένα νόημα, ακόμη κι αν αυτή συνεχίζεται επί δεκαετίες. Αξίζει περισσότερο μια καθαρή ελάφρυνση που ισοδυναμεί με επένδυση στην ανάπτυξη. Η επένδυση αυτή εν τέλει ευνοεί και τους πιστωτές.
Κοινός φόρος επιχειρήσεων
Η διαδικασία αυτή απαιτεί όμως την υιοθέτηση μιας δημοκρατικής διακυβέρνησης που θα επιτρέψει να αποτραπεί η αναπαραγωγή των οικονομικών καταστροφών του πρόσφατου παρελθόντος. Για να είμαστε ειλικρινείς, η εμπλοκή των φορολογουμένων και των εθνικών προϋπολογισμών στη λύση του προβλήματος προϋποθέτει την υιοθέτηση ενός ευρωκοινοβουλίου που θα απαρτίζεται από βουλευτές των εθνικών κοινοβουλίων κατά πληθυσμιακή αναλογία της κάθε χώρας.
Στο νομοθετικό αυτό Σώμα μπορούμε να εμπιστευθούμε την ψήφιση ενός κοινού φόρου που θα επιβάλλεται στις επιχειρήσεις. Διαφορετικά, οι φορολογικοί ελιγμοί και τα σκάνδαλα του τύπου LuxLeaks θα αναπαράγονται εσαεί. Εμβληματικό παράδειγμα αποτελεί το πρόγραμμα Erasmus. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα γελοιωδώς υποχρηματοδοτημένο –απορροφά 2 δισ. ευρώ ετησίως την ώρα που δαπανώνται 200 δισ. ευρώ κάθε χρόνο για να πληρωθούν τοκοχρεολύσια των εθνικών χρεών στη ζώνη του ευρώ. Η Ευρώπη θα έπρεπε να επενδύσει μαζικά στη νεωτερικότητα και στις νέες γενιές. Εχει όλα τα ατού για να προσφέρει το καλύτερο κοινωνικό μοντέλο στον κόσμο και αντί γι’ αυτό επενδύει στις πληρωμές των τόκων. Ας σταματήσουμε επιτέλους να σπαταλάμε τις τύχες μας!
Στο μέλλον ο καθορισμός του επιπέδου του δημοσιονομικού ελλείμματος θα πρέπει επίσης να αποφασίζεται στο πλαίσιο των νέων θεσμών. Κάποιοι στη Γερμανία θα τρόμαζαν να βρεθούν μειοψηφία σε ένα τέτοιο κοινοβούλιο και θα ήθελαν να διατηρήσουν τη λογική των αυτόματων δημοσιονομικών κριτηρίων. Αλλά είναι η λογική των άκαμπτων κανόνων που μας οδήγησε στο χείλος του γκρεμού. Και είναι καιρός να απομακρυνθούμε από αυτή τη λογική.
Αν η Γαλλία, η Ιταλία και η Ισπανία (περίπου το 50% του πληθυσμού και του ΑΕΠ στην ευρωζώνη, έναντι κάτι περισσότερο από 25% που αντιπροσωπεύει η Γερμανία) προχωρήσουν σε μια συγκεκριμένη πρόταση, η επίτευξη μιας συμφωνίας θα ήταν δυνατή. Και αν η Γερμανία αρνηθεί πεισματικά να συνεργαστεί –κάτι ελάχιστα πιθανό -, τότε θα ήταν πολύ δύσκολο να αντικρούσει κανείς την αντιευρωπαϊκή ρητορική. Προτού φθάσουμε στο σχέδιο Β, εκείνο της άκρας Δεξιάς, ας επιχειρήσουμε να δώσουμε μια πραγματική ελπίδα επιτυχίας σε ένα πραγματικό σχέδιο Α.
Ο κ. Τομά Πικετί είναι γάλλος οικονομολόγος, καθηγητής στην École des hautes études en sciences sociales (EHESS) του Παρισιού, στο Paris School of Economics και στη London School of Economics (LSE), συγγραφέας του μπεστ σέλερ «Το κεφάλαιο τον 21ο αιώνα».
HeliosPlus