Μία από τις δημοφιλέστερες βιεννέζικες οπερέτες, η «Εύθυμη χήρα» του Λέχαρ, ανεβαίνει σε νέα παραγωγή αυτά τα Χριστούγεννα στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών. Από τις 18 Δεκεμβρίου και για οκτώ συνολικά βραδιές αιθέρια βαλς, φλογερά τσάρντας, ανάλαφρες ερωτικές μελωδίες, χιουμοριστικοί διάλογοι και πολλά σκηνικά απρόοπτα θα «καταλάβουν» τη σκηνή σε μια παράσταση που αποτελεί συμπαραγωγή του Μεγάρου και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και παρουσιάζεται σε συνεργασία με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, στην ελληνική γλώσσα.
Τη σκηνοθεσία υπογράφει ο Βασίλης Νικολαΐδης, ενώ τα σκηνικά και τα κοστούμια είναι του Γιάννη Μετζικόφ. Την ΚΟΑ διευθύνουν ο Μίλτος Λογιάδης και ο Στάθης Σούλης και στον ρόλο της πλούσιας χήρας Αννας Γκλάβαρι εναλλάσσονται η Ειρήνη Καράγιαννη και η Αρτεμις Μπόγρη. Τον γοητευτικό Κόμη Ντανίλο Ντανίλοβιτς ενσαρκώνουν εναλλάξ ο Χάρης Αδριανός και ο Χρήστος Κεχρής. Τους πρωταγωνιστές πλαισιώνει ένα δυναμικό καστ ελλήνων μονωδών, καθώς και μέλη του Οπερα Στούντιο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής τους αποστολής. Συμμετέχει επίσης η χορωδία Fons Musicalis σε μουσική διδασκαλία Κωστή Κωνσταντάρα.
Η πρεμιέρα της «Εύθυμης χήρας» –που αντλεί την υπόθεσή της από την κωμωδία «Ο ακόλουθος της πρεσβείας» (1861) του Γάλλου Ανρί Μεγιάκ –δόθηκε στη Βιέννη στις 30 Δεκεμβρίου 1905 και για περισσότερο από έναν αιώνα παίζεται με μεγάλη επιτυχία σε ολόκληρο τον κόσμο. Το πρωτότυπο γερμανικό λιμπρέτο των Λεόν και Στάιν έχει διασκευαστεί στα αγγλικά, στα γαλλικά και σε πολλές άλλες γλώσσες ενώ έχει εμπνεύσει κινηματογραφικούς και θεατρικούς σκηνοθέτες και χορογράφους.
«Από την πρώτη στιγμή που άρχισα να ασχολούμαι με την «Εύθυμη χήρα», μου δημιουργήθηκε μια ανάγκη που γινόταν ολοένα και πιο έντονη» σημειώνει χαρακτηριστικά ο Βασίλης Νικολαΐδης. «Η οπερέτα είναι ένα ανάλαφρο είδος με τους δικούς του νόμους, τους οποίους οφείλει κανείς να σεβαστεί για τη σκηνική του παρουσίαση. Βρισκόμαστε όμως στον 21ο αιώνα, σε εποχές αναβρασμού, σε καιρούς μεταβατικούς, και η Ελλάδα είναι και αυτή, όπως το φανταστικό Ποντεβέντρο της Χήρας, μια χώρα σε οικονομικό αδιέξοδο. Αρα δεν είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί το έργο αυτό, όσο γοητευτικό κι αν είναι, σαν μουσική κωμωδιούλα, προς τέρψιν απλώς του φιλοθεάμονος κοινού. Η «Χήρα» μας λοιπόν έπρεπε να αποκτήσει «δόντια», να της δοθεί όχι αναγκαστικά ένα στοιχείο επικαιρότητας –κάτι τέτοιο θα ήταν μάταιο και εκβιαστικό –αλλά μια παράμετρος ενδιαφέρουσα και τολμηρή, που θα υπονόμευε ελαφρώς τη δράση, θα την έκανε λιγότερο ανώδυνη, χωρίς ωστόσο να αλλοιώσει τον ουσιαστικό χαρακτήρα της οπερέτας».
Αντλώντας έμπνευση από τη βωβή ταινία του Εριχ φον Στροχάιμ με θέμα την «Εύθυμη χήρα» (1925) αλλά και από την «Επίσκεψη της γηραιάς κυρίας» του Ντίρενματ ο σκηνοθέτης δημιουργεί έναν κόσμο παρακμής και χαριτωμένης διαφθοράς, γεμάτο υπονοούμενα, κρυφά πάθη, ανομολόγητους έρωτες, ίντριγκες, στοιχεία τα οποία εν πολλοίς υπάρχουν στο κείμενο ή μάλλον στα κείμενα του έργου, όπως χαρακτηριστικά σημειώνει. Ολο το έργο καταγράφει τις προσπάθειες της Χήρας να κερδίσει τον παλιό της εραστή. Το τέλος είναι αίσιο, όπως οφείλει να είναι στην οπερέτα…
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ