Μανούσος Μανουσάκης: «Δυστυχώς το μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη είναι επίκαιρο»

Είναι πολύ όμορφο να ακούς καλλιτέχνες να λένε ότι δημιουργούν επειδή έχουν ανάγκη να το κάνουν και αυτό

Είναι πολύ όμορφο να ακούς καλλιτέχνες να λένε ότι δημιουργούν επειδή έχουν ανάγκη να το κάνουν και αυτό ακριβώς συγκράτησα από την συνομιλία μου με τον Μανούσο Μανουσάκη, σε μια κουβέντα στα Εξάρχεια, λίγο πριν την έξοδο στις αίθουσες της ταινίας του, «Ουζερί Τσιτσάνης». Η ανάγκη ήταν που ώθησε τον δημιουργό να επιστρέψει στον κινηματογράφο ύστερα από μια πολύ επιτυχημένη καριέρα στην τηλεόρασης και να μεταφέρει στην μεγάλη οθόνη το ομότιτλο μυθιστόρημα του Γιώργου Σκαμπαρδώνη. Ανάγκη εσωτερική βέβαια, όχι υλική. «Όταν διάβασα το βιβλίο, είπα αυτό πρέπει να γίνει ταινία» ανέφερε χαρακτηριστικά ο σκηνοθέτης.

Ο κ. Μανουσάκης διάβασε το μυθιστόρημα πριν από πέντε περίπου χρόνια και θυμάται με ακρίβεια τις συνθήκες: «Μια εταιρία παραγωγής που δεν υπάρχει πια, είχε πάρει τα δικαιώματα για να το κάνει ταινία. Μου είχαν δώσει να διαβάσω το σενάριο το οποίο δεν με ενθουσίασε μεν αλλά μου έδωσε να καταλάβω ότι το βιβλίο από όπου αντλούσε ήταν πολύ σημαντικό. Ετσι ανέτρεξα στο βιβλίο. Και τότε πραγματικά ενθουσιάστηκα.»
Ο έρωτας ενός Χριστιανού και μιας Εβραίας στην κατοχική Θεσσαλονίκη του 1944 με φόντο το θρυλικό ουζερί που άνοιξε ο Βασίλης Τσιτσάνης σε μια από τις πιο παραγωγικές περιόδους της καριέρας του, είναι μόνον ένα μέρος του πλούτου του μυθιστορήματος. Ο κ. Μανουσάκης το αποκάλεσε «χρυσωρυχείο χαρακτήρων, καταστάσεων και μυρωδιών της εποχής, πληροφοριών και κλίματος καθημερινότητας. Όλα τα μυθιστορηματικά στοιχεία της ταινίας υπάρχουν στο βιβλίο. Δεν εφεύραμε δικά μας απλώς μετατοπίσαμε το βάρος.»
Η ποιοτική και όχι η ποσοτική ισορροπία των στοιχείων του μυθιστορήματος ήταν το μεγαλύτερο στοίχημα στην σεναριακή διασκευή που έκανε ο κ. Μανουσάκης μαζί με τους Βασίλη Σπηλιόπουλο και Άντα Γκουρμπαλή. «Με πόνο ψυχής» όπως χαρακτηριστικά είπε ο δημιουργός δεν μπήκαν κάποια ακόμη πράγματα του βιβλίου στην ταινία. «Αλλά νομίζω ότι λίγο πιο κάτω από τις δυο ώρες είναι ένας καλός χρόνος για έναν μέσο θεατή (η ταινία διακεί 116′). Δεν θα ήθελα να εξαντλήσω κανέναν.»
Βεβαίως, εκεί βρίσκεται και η αντίρρηση του υπογράφοντος αυτού του κειμένου. Ενώ είναι προφανές (όχι όμως και εύκολο) ότι ένα μυθιστόρημα εκατοντάδων σελίδων δίνει την ευκαιρία για μια αποτελεσματική ανάπτυξη ποικιλίας ιστοριών σε συγκεκριμένο πολιτικο-ιστορικό φόντο, δεν είναι το ίδιο προφανές ότι το ίδιο μυθιστόρημα μπορεί να καταλήξει σε ένα εξίσου «γεμάτο» κινηματογραφικό σύνολο.
Λέει ο κ. Μανουσάκης: «Ενώ για παράδειγμα στο μυθιστόρημα του Γ. Σκαμπαρδώνη το βάρος πέφτει πάνω στο πρόσωπο του Βασίλη Τσιτσάνη (Ανδρέας Κωνσταντίνου), εμείς, χωρίς να πειράξουμε φυσικά τον Τσιτσάνη, αναπτύξαμε την ερωτική ιστορία (ανάμεσα στον χριστιανό/Χάρης Φραγκούλης και την Εβραία /Χριστίνα Χειλά – Φαμέλη). Παράλληλα αναπτύξαμε και την κοινωνική κατάσταση της εποχής: το κυνηγητό των Εβραίων από τους Γερμανούς που είχε ως αποτέλεσμα την εξόντωσή τους στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως.»
Το περίεργο είναι ότι αυτό ακριβώς το ερωτικό σκέλος είναι το πιο δυνατό σημείο της ταινίας (κάτι στο οποίο συντελούν οι δυο πολύ καλοί ηθοποιοί). Ωστόσο, δεν κερδίζει ποτέ την ανάπτυξη που του άξιζε.
Οι προθέσεις βεβαίως ήταν ενάρετες γιατί όταν ο κ. Μανουσάκης διάβασε το μυθιστόρημα βρήκε σε αυτό ένα «κοινωνικό κουκούτσι» όπως το αποκαλεί, το οποίο και ήθελε να αναδείξει: «Ηθελα να καταδείξω τον παραλογισμό των φυλετικών διακρίσεων. Και ήθελα να θυμίσουμε σε αυτούς που ξεχνούν αλλά και να δείξουμε σε αυτούς που δεν ξέρουν τι είναι ναζισμός. Γιατί δυστυχώς το βιβλίο έχει επικαιρότητα. Την εποχή της ιστορίας ο ναζισμός κτυπούσε την πόρτα της Ευρώπης. Σήμερα την έχει ανοίξει. Ελπίζω όχι ορθάνοιχτα.»
Το μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε στην Θεσσαλονίκη όπου «αισθανθήκαμε υπερήφανοι που είμαστε Ελληνες» όπως είπε ο κ. Μανουσάκης για την εθελοντική προσφορά των Θεσσαλονικιών στην ταινία. «Ασφαλώς τους αφορά το θέμα γιατί είναι ένα κομμάτι από την ιστορία της πόλης τους αλλά πέραν αυτού έκαναν υπεράνθρωπες προσπάθειες. Εβλεπες 1.500 ανθρώπους να υπομένουν τα πάντα. Ατέλειωτες ώρες, πρόβες επί ημέρες, στη μεγάλη σκηνή του τρένου ήρθαν 700 άτομα. Χωρίς ούτε μια «λιποταξία».»
Ηταν όμως οι σκηνές πλήθους οι πιο δύσκολες της ταινίας; Οχι για τον Μανούσο Μανουσάκη ο οποίος θεωρεί πιο δύσκολο να γίνει ενδιαφέρουσα μια σκηνή δυο ανθρώπων που κάθονται και μιλούν σε ένα τραπέζι παρά μια σκηνή πλήθους όπου έχεις όλες τις ευκαιρίες να εκμεταλλευτείς τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας. «Το «Μια νύχτα με την Μοντ» είναι το πιο δύσκολο είδος που μπορώ να φανταστώ. Φυσικά οι πιθανότητες για λάθη σε μια μεγάλη σκηνή αυξάνονται γιατί έχεις πολλές παραμέτρους
Η ταινία «Ουζερί Τσιτσάνης» προβάλλεται στις αίθουσες από την Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου σε διανομή Feelgood Entertainment

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.