Διαβάζοντας τη συνέντευξη που μας έδωσε ο Ευθύμης Φιλίππου, θα καταλάβετε γιατί είπαμε και οι δύο ότι η ζωή παίζει καμιά φορά παράξενα παιχνίδια, όταν διαπιστώσαμε πως δώσαμε αρχικά ραντεβού σε ένα μαγαζί που ήταν «κλειστό λόγω πένθους». Ο βραβευμένος σεναριογράφος του «Κυνόδοντα» και του «Αστακού» έχει γράψει το κείμενο για την παράσταση «Τα ωραία χέρια μας», σε σύλληψη, σκηνοθεσία, σκηνογραφία και κοστούμια της Εφης Μπίρμπα.
Κύριε Φιλίππου, το κείµενο για αυτό το έργο βρίσκεται υπό συνεχή διαµόρφωση. Σας διευκολύνει αυτός ο τρόπος δηµιουργίας; «Δεν έχω κάποια ιδιαίτερη πείρα, ειδικά στο θέατρο. Δεν γνωρίζω ακριβώς τον τρόπο με τον οποίο γίνονται τα πράγματα. Κάθε φορά δοκιμάζω και βλέπω αν λειτουργεί ή όχι. Το βασικό σε όλες τις δουλειές, αυτό που προσπαθώ να διασφαλίζω, είναι άνθρωποι με τους οποίους μπορείς να συνεννοηθείς. Κάθε φορά είναι μια καινούργια εμπειρία. Αυτή τη φορά, ήταν ανάγκη των παιδιών να δουλεύουμε το κείμενο στην πορεία και το δέχτηκα χωρίς να ξέρω ακριβώς τι σημαίνει αυτό, γιατί τους είχα εμπιστοσύνη. Στην πραγματικότητα, δεν με ενδιαφέρει ο τρόπος, με ενδιαφέρει με ποιους θα δουλέψω. Είναι έτσι κι αλλιώς δύσκολο, μια φοβερά ψυχοφθόρα διαδικασία, κάθε δουλειά έχει ένα κομμάτι μαυρίλας και κούρασης και όσο πιο εύκολο το κάνεις, τόσο καλύτερα. Ηταν πρωτόγνωρη αυτή η συνεργασία, τίποτα δεν ήταν δεδομένο και αυτό έκανε καλό και σε μένα. Το να μαθαίνεις να πετάς πράγματα είναι πολύ σημαντικό. Γενικά, όσο πιο αδυσώπητοι είναι οι άλλοι με το κείμενό σου, τόσο πιο πολύ σε βοηθάει να είσαι και εσύ αντικειμενικός και ψύχραιμος απέναντι σε αυτό που γράφεις. Καταλαβαίνεις ότι τίποτα δεν είναι ακριβώς σημαντικό, ότι η ουσία για τους άλλους μπορεί να είναι άλλη από αυτή που είναι για εσένα, μαθαίνεις πολλά όταν πετάς λέξεις. Ποτέ δεν έχω δώσει κάτι που να έμεινε στην αρχική μορφή του, πάντα υπάρχει ένας βασανισμός και έχω φτάσει σε ένα σημείο που είμαι Οk με αυτό».
Σας έχει εκπλήξει κάτι αυτή τη φορά; «Αυτό που με εκπλήσσει κάθε φορά, όποτε έχω δώσει κείμενο που θα γίνει κάτι άλλο, είναι το πόσο διαφέρει το αποτέλεσμα από αυτό που έχεις στο μυαλό σου. Αυτό που βλέπω τώρα στις πρόβες δεν έχει καμία σχέση με εκείνο που είχα στο μυαλό μου όταν άρχισα να γράφω. Είναι τρομακτικό, αλλά έχει και ενδιαφέρον. Κάθε φορά προσπαθείς να πείσεις τον εαυτό σου ότι δεν θα συμβεί, αλλά γίνεται. Ο μόνος τρόπος να το γλιτώσεις είναι να καθήσεις να γράψεις ένα βιβλίο και να το εκδώσεις μόνος σου. Αυτή την περίοδο, νιώθω πάλι την ανάγκη να γράψω ένα βιβλίο και νομίζω ξεκινάει από μια επιθυμία να μην υπάρχουν άλλοι δίπλα, χωρίς περιορισμούς, πλαίσια κ.τ.λ.».
Θα µπορούσατε να µας εξηγήσετε µε λίγα λόγια τι είναι «Τα ωραία χέρια µας»; «Θα απαντήσω με πολύ γενικά πράγματα. Δεν είμαι καθόλου καλός στην ανάλυση κειμένων και ιστοριών. Θα πω κάτι πολύ απλοϊκό: Εχει να κάνει με τον θάνατο. Προσπαθεί να περιγράψει τι σημαίνει να είναι κανείς ζωντανός και τι σημαίνει να είναι κανείς νεκρός, προσπαθεί να περιγράψει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες ζουν οι ζωντανοί και αυτές κάτω από τις οποίες «ζουν» οι νεκροί, τις σχέσεις ανάμεσα σε αυτούς τους δύο κόσμους και τις δυσκολίες που έχει το να ζει και το να πεθαίνει κανείς. Δεν ξέρω αν μπορώ να το περιγράψω πιο γλαφυρά».
Σας απασχολούσε πάντα ο θάνατος; «Νομίζω πως υπήρχε από την αρχή της ζωής μου αυτό το θέμα, ήταν πάντοτε παρόν. Οι πρώτες εικόνες που θυμάμαι από τη μητέρα μου ήταν με μαύρα ρούχα, επειδή είχε πεθάνει ο πατέρας μου λίγους μήνες προτού γεννηθώ. Δεν είμαι από αυτούς που έχουν συμφιλιωθεί με τον θάνατο, που λένε «δεν φοβάμαι, δεν με νοιάζει». Φοβάμαι, με νοιάζει, ανησυχώ, ίσως και παραπάνω από όσο θα έπρεπε, ειδικά για τους ανθρώπους που είναι κοντά μου. Πάντα με ταλαιπωρούσε και ακόμη με ταλαιπωρεί, δεν είναι κάτι το οποίο με αφήνει αδιάφορο. Δεν μου είναι ευχάριστο να πηγαίνω σε κηδείες ή μνημόσυνα, κάπως με απωθούν όλα αυτά».
Πέραν του θεάτρου, υπάρχει και η πολυσυζητηµένη ταινία του Γιώργου Λάνθιµου «Ο αστακός». Σας έχει ξαφνιάσει κάποια από τις αναγνώσεις που έχουν γίνει από τους κριτικούς ή τους θεατές για το σενάριό σας; «Αυτή τη φορά, όχι. Οντως οι άνθρωποι μιλάνε για μια ταινία που έχει να κάνει με τις σχέσεις και όχι με την πολιτική κατάσταση ή την οικονομική κρίση, το τονίζω, επειδή υπάρχει μια τάση οι περισσότεροι να συνδέουν τις μεταφορικές έννοιες με αυτά. Αυτή τη φορά μιλάνε για την αγάπη και για το κατά πόσον αυτή είναι κάτι υπαρκτό και ουσιαστικό, και αν μπορεί να σε σώσει ή όχι. Δεν έχω ακούσει κάτι ακραίο, αλλά η ερώτηση που μου κάνουν πιο συχνά είναι τι γίνεται στο τέλος, αν αυτός φεύγει ή όχι. Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αυτός φεύγει, αλλά αυτό δεν έχει να κάνει με εμένα πια, καθόλου».
«Τα ωραία χέρια μας»: Θέατρο Ροές (Ιάκχου 16, Γκάζι), από τις 05/12.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ