Εμφανείς είναι οι πρώτες επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα του 2015. Ο ένας στους τρεις πολίτες (28,5%) αξιολογεί την κατάσταση της υγείας του ως μέτρια ή κακή. Τα ποσοστά των ατόμων με συμπτώματα άγχους (24%) και κατάθλιψης (16%) είναι ανησυχητικά υψηλά, με τους ειδικούς επιστήμονες να τα συνδέουν με την ανεργία. Επίσης, παρατηρείται αυξημένη προσέλευση στις υπηρεσίας υγείας του δημόσιου τομέα. Ωστόσο, οι ασθενείς δεν είναι ιδιαιτέρως ικανοποιημένοι από τις παροχές αφού το 42% έχει αρνητική εικόνα. Σημαντικό ποσοστό (22%) αναφέρει ότι είχε πρόβλημα πρόσβασης στις δημόσιες δομές υγείας με κύριο αναφερόμενο φραγμό το οικονομικό κόστος.
Τα παραπάνω στοιχεία προκύπτουν από την Εθνική Μελέτη Νοσηρότητας και Παραγόντων Κινδύνου (ΕΜΕΝΟ). Η μελέτη διεξήχθη από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με επιστημονική υπεύθυνη την αναπληρώτρια καθηγήτρια κυρία Γιώτα Τουλούμη, σε συνεργασία με όλες τις Ιατρικές Σχολές των πανεπιστημίων της χώρας και το Πάντειο Πανεπιστήμιο, με συγχρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Κοινωνικό Ταμείο και εθνικούς πόρους.
Το προφίλ των συμμετεχόντων
Οι τέσσερις στους δέκα συμμετέχοντες στη μελέτη ήταν απασχολούμενοι, εκ των οποίων 12% με μερική απασχόληση. Το ποσοστό ανεργίας στο σύνολο των οικονομικά ενεργών εκτιμάται σε 28,5%. Αυτό ήταν υψηλότερο σε γυναίκες (34% προς 24%), σε νέους ηλικίας 18-29 ετών (36,4% έναντι 27% σε άτομα ηλικίας άνω των 30 ετών) και στα μεγάλα αστικά κέντρα. Ο ένας στους τέσσερις (25,5%) έχει μηνιαίο οικογενειακό εισόδημα μικρότερο των 700 ευρώ ενώ μέτρια ή σοβαρή διατροφική ανασφάλεια αντιμετωπίζει το 4%. Περίπου το 10% των ατόμων δεν έχει ασφαλιστική κάλυψη και ένα επιπλέον 3% δεν έχει βιβλιάριο υγείας σε ισχύ.
Στη μελέτη συμμετείχαν 5.000 άτομα, ηλικίας 18 ετών και άνω, που επιλέχθηκαν τυχαία με βάση την απογραφή του 2011.
Όσον αφορά τον καρκίνο του μαστού, μαστογραφία έχει κάνει κάποια στιγμή το 68% των γυναικών, ενώ για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας οκτώ στις δέκα γυναίκες έχουν κάνει Pap test. Για την πρόληψη καρκίνου του παχέος εντέρου, μόλις το 20% του πληθυσμού άνω των 50 ετών έχει κάνει κολονοσκόπηση. Από διάφορες επιμέρους αναλύσεις γίνεται φανερό ότι υπάρχει σύγχυση στον πληθυσμό, ίσως και στους επαγγελματίες υγείας, σχετικά με τις αρχές του προσυμπτωματικού ελέγχου καθώς μία από τις βασικές αιτίες που οι συμμετέχοντες δεν έκαναν τις σχετικές εξετάσεις ήταν η έλλειψη συμπτωμάτων.
Καρδιαγγειακά νοσήματα
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα (κυρίως έμφραγμα της καρδιάς και εγκεφαλικό επεισόδιο) ευθύνονται για περίπου το 40% των θανάτων στην Ευρώπη. Η Ελλάδα θεωρείται χώρα μέσου κινδύνου, με μεγαλύτερη συχνότητα από την Ιταλία, την Πορτογαλία και τη Γαλλία. Η οικονομική κρίση και η ανεργία σχετίζονται με αύξηση των εμφραγμάτων. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης η συχνότητα της στεφανιαίας νόσου ήταν 4,6% και των εγκεφαλικών 1,9%. Η στεφανιαία νόσος ήταν δύο φορές συχνότερη στους άνδρες (6,3%) απ’ ό,τι στις γυναίκες (3,1%).
Τα καρδιαγγειακά νοσήματα οφείλονται σε γονιδιακούς (κληρονομικούς) παράγοντες, αλλά και σε τροποποιήσιμους παράγοντες όπως υπέρταση, διαβήτης, χοληστερίνη, κάπνισμα και παχυσαρκία. Η μελέτη έδειξε ότι το 45% των ανδρών και το 30% των γυναικών ήταν υπέρβαροι και το 31% των ανδρών και 34% των γυναικών παχύσαρκοι. Στην ηλικιακή ομάδα 18-29 ετών 51% των ανδρών και 31% των γυναικών ήταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Ποσοστό 39% των ανδρών και 33% των γυναικών είχαν υπέρταση. Αξίζει να σημειωθεί ότι 40% των υπερτασικών ήταν αδιάγνωστοι, 15% είχαν διαγνωσθεί αλλά δεν έπαιρναν θεραπεία, 27% έπαιρναν θεραπεία αλλά ήταν αρρύθμιστοι και μόνο 18% ήταν ρυθμισμένοι υπό θεραπεία.
Διαβήτης και κάπνισμα
Το 12,5% των ανδρών και το 10% των γυναικών είχαν διαβήτη (11% στο σύνολο). Από τους διαβητικούς, 14% ήταν αδιάγνωστοι, 4% είχαν διαγνωσθεί αλλά δεν έπαιρναν θεραπεία, 41% έπαιρναν θεραπεία αλλά ήταν αρρύθμιστοι και 41% ήταν ρυθμισμένοι υπό θεραπεία. Το 37% των ανδρών και το 34% των γυναικών είχαν αυξημένη χοληστερίνη (35% συνολικά), ενώ πάνω από τα 2/3 ατόμων ηλικίας κάτω των 50 ετών με αυξημένη χοληστερίνη είναι αδιάγνωστοι.
Σε ό,τι αφορά το κάπνισμα, το 38% του γενικού ενήλικου πληθυσμού της Ελλάδας είναι ενεργοί καπνιστές και 16% πρώην καπνιστές. Η μέση ηλικία έναρξης καπνίσματος είναι τα 18,9 έτη. Σημαντική διαφορά παρατηρείται μεταξύ των ηλικιακών ομάδων με τους νεότερους να αρχίζουν το κάπνισμα σε μικρότερες ηλικίες. Οι άνδρες, τα άτομα ηλικίας μικρότερης των 50 ετών, άτομα μη πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, όσοι καταναλώνουν αλκοόλ και οι άνεργοι έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι καπνιστές.