Στις αρχές του περασμένου Οκτωβρίου, λίγο μετά την επίσκεψη του Αλέξη Τσίπρα στις Ηνωμένες Πολιτείες, ο αντιπρόεδρος της Hewlett-Packard (ΗΡ) Στιούαρτ Παν επισκέφθηκε τον Πρωθυπουργό στο Μέγαρο Μαξίμου. Αντικείμενο της συνάντησης ήταν το επενδυτικό σχέδιο της πολυεθνικής για την Ελλάδα. Πρόκειται για μια υπόθεση η οποία χρονολογείται από τα τέλη του 2012, όταν η ΗΡ δρομολόγησε με άξονα το λιμάνι του Πειραιά μια επένδυση σε δύο στάδια: αρχικά τη μεταφορά υλικού προς την Ευρώπη και την ίδρυση κέντρων αποθήκευσης και logistics και σε δεύτερη φάση την εγκατάσταση γραμμών συναρμολόγησης ηλεκτρονικών υπολογιστών, εκτυπωτών και άλλων προϊόντων της εταιρείας. Ανάλογα πλάνα είχαν αναπτύξει και συζητήσει με τον Αντώνη Σαμαρά και άλλες πολυεθνικές που έχουν εγκατασταθεί στον Πειραιά, όπως οι κινεζικές ZTE και Huawei, τα οποία όμως έχουν πάει πίσω. Κάτι το «πάγωμα» του διαγωνισμού για τον ΟΛΠ και η επανεξέταση των ιδιωτικοποιήσεων, κάτι η διαπραγμάτευση με τους πιστωτές, οι πολιτικές εξελίξεις και τα capital controls, «φρέναραν» τις επενδύσεις αυτές, οι οποίες, σύμφωνα με σχετική μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν 125.000 νέες θέσεις εργασίας, να φέρουν άμεσα έσοδα στο Δημόσιο 1-2 δισ. ευρώ και δυνητικά να προσθέσουν έως και μία ποσοστιαία μονάδα στο ΑΕΠ.
Καλά πληροφορημένες πηγές αναφέρουν ότι ο αμερικανός executive αναχώρησε για την Καλιφόρνια προβληματισμένος. Αν και πήρε υποσχέσεις από τον Πρωθυπουργό και τον υπουργό Επικρατείας Νίκο Παππά, που συμμετείχε στη συνάντηση μαζί με την υφυπουργό Βιομηχανίας Θεοδώρα Τζάκρη, ότι «όλα θα γίνουν» δεν ενθουσιάστηκε και παρέμεινε το ίδιο «σκεπτικός», όπως όταν ήλθε. «Αυτού του είδους οι διαβεβαιώσεις δεν επαρκούν σε έναν μάνατζερ ο οποίος διαχειρίζεται 60 δισ. ευρώ» αναφέρουν παράγοντες της αγοράς και συμπληρώνουν ότι «πρέπει να συνοδεύονται από χειροπιαστές αποδείξεις, χρονοδιαγράμματα και δεσμεύσεις που να πείθουν ότι η δουλειά θα γίνει».
Πάντως, η υλοποίηση των σχεδίων της ΗΡ προχωρεί, έστω και με αργούς ρυθμούς. Ξεκίνησε τον Σεπτέμβριο του 2014, όταν η εταιρεία μετέφερε 4 τρένα με υλικό και μέσα σε έναν χρόνο, τον περασμένο Σεπτέμβριο, αναφέρεται ότι έφθασε τα 15 τρένα. Στόχος είναι, όπως είπε στον Πρωθυπουργό ο αντιπρόεδρος της ΗΡ, να διπλασιάσει τα φορτία της.
Ομως για να γίνει αυτό θα πρέπει και η εγχώρια υποδομή να είναι σε θέση να ανταποκριθεί, κάτι που δεν είναι διασφαλισμένο και όπως είναι λογικό προκαλεί ανησυχία στο επιτελείο της ΗΡ. Αιτία η καθυστέρηση ιδιωτικοποίησης του ΤΡΑΙΝΟΣΕ και της Rosco, της εταιρείας που διαχειρίζεται το τροχαίο υλικό του ΟΣΕ. Αν και οι δύο αυτές ιδιωτικοποιήσεις συμπεριελήφθησαν τον περασμένο Αύγουστο στα προαπαιτούμενα, πολλοί από τους ενδιαφερόμενους, όπως οι Ρώσοι της RZT ή οι Γάλλοι της Alstom, απέσυραν το ενδιαφέρον τους.
«Αντιεπενδυτικό κλίμα»
Η περίπτωση της ΗΡ είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα της αδυναμίας της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα πλαίσιο φιλικό προς τις επενδύσεις, το οποίο θα διευκολύνει τουλάχιστον την υλοποίηση των επενδύσεων που έχουν δρομολογηθεί. Οι περισσότεροι επενδυτές που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα και ενδιαφέρονται να επενδύσουν κάνουν λόγο για «αντιεπενδυτικό κλίμα» και για «κυβερνητική αδυναμία».
«Δεν υπάρχει σε επίπεδο κυβέρνησης ή Μεγάρου Μαξίμου κάποιος συντονισμός για τη διευκόλυνση των επενδύσεων» αναφέρουν και εξηγούν ότι από τη στιγμή που εμπλέκονται πολλά υπουργεία και φορείς, κάποιος πρέπει να τους συντονίσει. Στην κυβέρνηση Σαμαρά αυτό γινόταν με την εμπλοκή του τότε πρωθυπουργού σε επίπεδο micro-management, ενώ παλαιότερα επί κυβερνήσεως Σημίτη, την περίοδο της ολυμπιακής προετοιμασίας, ο τότε πρωθυπουργός λειτουργούσε ως project manager, έχοντας επιμερίσει τμήματα του έργου σε γενικούς γραμματείς εμπλεκόμενων υπουργείων, τους οποίους συντόνιζε από το Μαξίμου.
Το Θριάσιο
Στην περίπτωση της ΗΡ αλλά και άλλων πολυεθνικών εταιρειών που βλέπουν τη χώρα και το λιμάνι του Πειραιά ως πύλη εισόδου με δυνατότητες περαιτέρω επενδύσεων στη συναρμολόγηση, αυτό που συμβαίνει είναι ότι μπορεί ο κ. Τσίπρας και έχει χρίσει αρμόδια την κυρία Τζάκρη, όμως η ιδιωτικοποίηση του Θριάσιου Εμπορευματικού Κέντρου βρίσκεται στα χέρια του υπουργού Υποδομών Χρήστου Σπίρτζη, ο οποίος εμφανίζεται να έχει αντίθετη άποψη για την αξιοποίησή του. Οπως αναφέρουν πηγές της αγοράς, «σχεδιάζει να προχωρήσει τον διαγωνισμό με νόμο του 2004 και όχι τον νέο του 2014 για τα logistics». Η επιλογή αυτή θεωρείται ενδεικτική των αντιφάσεων στον χώρο της επιχειρηματικότητας που χαρακτηρίζει την κυβέρνηση. «Αντί να περάσει τις εφαρμοστικές διατάξεις του νέου νόμου, κάνει τον διαγωνισμό με τον παλιό για να βγει άγονος» εκτιμούν οι ίδιες πηγές.
Ανάλογα προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι τραπεζίτες με την ανακεφαλαιοποίηση. Ενώ η κυβέρνηση εμφανίζεται να επιθυμεί τη συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων και την αποφυγή της διάσωσης με «κούρεμα» καρταθέσεων (bail in) καθυστερεί επικίνδυνα τη συμφωνία με την τρόικα για πλειστηριασμούς. «Εμείς προχωρούμε με δεδομένο ότι θα υπάρξει συμφωνία, διότι αν δεν συμφωνήσουν τώρα, θα συμφωνήσουν στην επόμενη ανακεφαλαιοποίηση» αναφέρει κορυφαίος τραπεζίτης.
Αντιθέσεις
Διαφορετικά στρατόπεδα στο οικονομικό επιτελείο
Ο διαχωρισμός στην κυβέρνηση ανάμεσα σε αυτούς που συμμερίζονται την άποψη ότι για να ανακάμψει η οικονομία πρέπει να ενισχυθεί και να διευκολυνθεί η επιχειρηματικότητα και σε όσους παραμένουν ιδεοληπτικά αντίθετοι είναι εμφανής στο οικονομικό επιτελείο ανάμεσα στην πλευρά του Γιάννη Δραγασάκη και σε αυτή του Ευκλείδη Τσακαλώτου. Ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης εμφανίζεται ως «ρεαλιστής», σε αντίθεση με τον υπουργό Οικονομικών ο οποίος περιγράφεται ως «πιο αριστερός και πιο φανατικός» στις απόψεις του.
Στην «στρατόπεδο» Δραγασάκη βρίσκονται ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Γιώργος Χουλιαράκης, ο γενικός γραμματέας δημοσιονομικής πολιτικής Φραγκίσκος Κουντετάκης, ο επικεφαλής του οικονομικού γραφείου του Πρωθυπουργού Δημήτρης Λιάκος και ο Γιώργος Καλπαδάκης, επικεφαλής του γραφείου του αντιπροέδρου και αδελφός του διπλωματικού συμβούλου του Πρωθυπουργού Βαγγέλη Καλπαδάκη. Χαρακτηριστικό της αποτελεσματικότητας που έχει να επιδείξει η ομάδα αυτή είναι η συμμετοχή και ο ρόλος της στις διαπραγματεύσεις και στην επίτευξη της συμφωνίας της 12ης Ιουλίου.
Στο «στρατόπεδο» Τσακαλώτου βρίσκονται η νέα γραμματέας Οικονομικής Πολιτικής Ελενα Παπαδοπούλου, κόρη του βουλευτή Τρικάλων Αθανάσιου Παπαδόπουλου, ο διευθυντής του γραφείου του Σπύρος Παπακωνσταντίνου και η σύζυγός του Χέδερ Γκίμπσον, διευθύντρια στο Τμήμα Μελετών της Τράπεζας της Ελλάδος. Πρόκειται για αγγλοσπουδαγμένους, έμπιστους ανθρώπους του υπουργού Οικονομικών, βασικό χαρακτηριστικό των οποίων είναι η ακαδημαϊκή και θεωρητική προσέγγιση των ζητημάτων. Στο επιτελείο του κ. Τσακαλώτου εντάσσεται και ο Κορεάτης Γκλεν Κιμ, ο οποίος είναι ο βασικός σύνδεσμος του υπουργού Οικονομικών με τους ανθρώπους της αγοράς.
Ενίοτε τα δύο αυτά στρατόπεδα συγκρούονται. Ενδεικτική είναι η ψυχρότητα που χαρακτηρίζει τις σχέσεις του υπουργού Οικονομικών με τον κ. Χουλιαράκη. Πηγές που είναι σε θέση να γνωρίζουν, αναφέρουν ότι οι μεταξύ τους σχέσεις δεν είναι οι καλύτερες, αν και συγκρινόμενες με αυτές που είχε ο Γιάνης Βαρουφάκης με τον κ. Χουλιαράκη, οι οποίοι δεν μιλούσαν μεταξύ τους, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν… φιλικές. Μέσα σε αυτό το κλίμα, οι επιχειρηματίες ευελπιστούν ότι ο ρεαλισμός θα επικρατήσει, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να πορευθούν με τις κυβερνητικές αντιφάσεις. «Δεν έχουμε άλλη επιλογή παρά να προχωρήσουμε μαζί με την κυβέρνηση καθώς αυτή προσαρμόζεται στην πραγματικότητα» αναφέρει θεσμικός παράγοντας του επιχειρηματικού κόσμου.
Αναζητείται μάνατζμεντ«Δεν υπάρχει σε επίπεδο κυβέρνησης ή Μεγάρου Μαξίμου κάποιος συντονισμός για τη διευκόλυνση των επενδύσεων» αναφέρουν οι επενδυτές και εξηγούν ότι από τη στιγμή που εμπλέκονται πολλά υπουργεία και φορείς, κάποιος πρέπει να τους συντονίσει.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ