Καθώς ο θεσμός των ανάδοχων σχολείων (charter schools) –χρηματοδοτούμενα από το κράτος ανεξάρτητα σχολεία τα οποία μπορούν να συσταθούν από συλλόγους γονέων, από συλλόγους καθηγητών, από πανεπιστήμια, ακόμα και από ιδιωτικές επιχειρήσεις –επεκτείνεται ολοένα και περισσότερο στις ΗΠΑ, οι ειδικοί της εκπαιδευτικής τεχνολογίας επιδιώκουν να φέρουν επανάσταση στην εκπαίδευση του 21ου αιώνα συνδυάζοντας την αυτονομία και τις καινοτόμες μεθόδους διδασκαλίας των ανάδοχων σχολείων με την ευελιξία της διαδικτυακής εκπαίδευσης.
Σήμερα στις ΗΠΑ σε διαδικτυακά ανάδοχα σχολεία φοιτούν σχεδόν 200.000 παιδιά – ενώ πριν από δύο χρόνια ήταν περίπου 65.000 – και ο αριθμός των αμερικανικών οικογενειών που στρέφονται προς τη διαδικτυακή εκπαίδευση αυξάνεται σημαντικά από χρόνο σε χρόνο. Ένα τέτοιου τύπου «εικονικό», όπως επίσης αποκαλείται, ανάδοχο σχολείο στην πολιτεία της Πενσυλβάνια δέχτηκε περισσότερους από 10.000 μαθητές και μαθήτριες.
Σύμφωνα, ωστόσο, με πρόσφατη έκθεση που συντάχθηκε έπειτα από μεγάλη έρευνα σε 17 πολιτείες των ΗΠΑ όπου λειτουργούν διαδικτυακά ανάδοχα σχολεία, οι επιδόσεις των μαθητών που φοιτούν σε αυτά στα μαθήματα των Μαθηματικών και της Ανάγνωσης είναι αισθητά κατώτερες από τις επιδόσεις των μαθητών που φοιτούν σε παραδοσιακά σχολεία.
Αυτό που διαπίστωσαν οι συντάκτες της έκθεσης –ερευνητές από το Στάνφορντ, το πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον και το ινστιτούτο Mathematica Policy Research –είναι ότι ο δάσκαλος ή μάλλον η φυσική παρουσία του δασκάλου είναι αναντικατάστατη όσον αφορά την μετάδοση των όποιων γνώσεων στους μαθητές.
Κατά μέσο όρο, οι μαθητές και οι μαθήτριες που φοιτούν σε συμβατικά σχολεία περνούν καθημερινά με τους δασκάλους τους όσο χρόνο περνούν οι διαδικτυακοί μαθητές και μαθήτριες κατά τη διάρκεια μιας εβδομάδας. Και το πιο σημαντικό πρόβλημα που εντόπισαν οι ερευνητές σχετικά με την διαδικτυακή εκπαίδευση έγκειται στη δυσκολία των μαθητών να παραμένουν συγκεντρωμένοι.

«Οι προκλήσεις όσον αφορά τη συνεχή συμμετοχή των μαθητών είναι εγγενείς στην διαδικτυακή διδασκαλία», δήλωσε ο Μπράιν Γκιλ, ένας από τους συντάκτες της έκθεσης, προσδιορίζοντας ότι τα όποια προβλήματα επιδεινώνονται κυρίως εξαιτίας της περιορισμένης επαφής ανάμεσα στους μαθητές και τους δασκάλους τους.
Ο Τζέιμς Γουντγουόρθ από το πανεπιστήμιο Στάνφορντ χαρακτήρισε τα συμπεράσματα της έρευνας «ζοφερά», προσδιορίζοντας ωστόσο ότι θα μπορούσαν να συμβάλουν στη βελτίωση της διαδικτυακής μάθησης. Λιγότερο απαισιόδοξοι οι ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Ουάσινγκτον ανέφεραν πως «η έκθεση αναδεικνύει την ανάγκη για τη δημιουργία ενός αρτιότερου κανονιστικού πλαισίου για την λειτουργία των διαδικτυακών σχολείων».
Πάντως στην έκθεση επισημαίνεται πως κάποιες συγκεκριμένες ομάδες μαθητών –όπως παιδιά που ζουν σε απομακρυσμένες αγροτικές περιοχές, που αντιμετωπίζουν προβλήματα υγείας ή που ανήκουν σε οικογένειες που μετακινούνται, όπως επίσης και όσα παιδιά αδυνατούν να προσαρμοστούν στο σχολικό περιβάλλον –επωφελούνται σημαντικά από το θεσμό των διαδικτυακών σχολείων.