«Διαβάζοντας» τις τουρκικές εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2015

Η εντυπωσιακή νίκη του ΑΚΡ και προσωπικά του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στις εκλογές της 1ης Νοεμβρίου επιβεβαίωσε ότι ο τούρκος Πρόεδρος είναι ο ισχυρότερος ηγέτης που γνώρισε η γειτονική χώρα από την ίδρυσή της – μαζί φυσικά με τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ. Απέναντι σε όλα τα προγνωστικά και αξιοποιώντας πλήρως τη «στρατηγική της έντασης», ο Ερντογάν κέρδισε σχεδόν το 50% των ψήφων.

Ωστόσο, αυτή η νίκη δεν σημαίνει ότι η Τουρκία θα εισέλθει σε περίοδο σταθερότητας, καθώς η περιφέρειά της «βράζει». Είναι όμως απίθανο να καταφέρει να προβλέψει κανείς πως θα κινηθεί ο Ερντογάν μέσα σε αυτό το περιβάλλον. Και αυτό είναι που θα πρέπει να προβληματίζει την Αθήνα, όπως ήδη προβληματίζει όλους τους παίκτες στην περιφερειακή σκακιέρα – με πρώτες τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Έχουν γραφτεί πολλά και θα γραφτούν ακόμη περισσότερα τις επόμενες ημέρες για τους λόγους της μεγάλης νίκης του Ερντογάν και για το τι μέλλει γενέσθαι. Αναμφίβολα, η κυβερνητική σταθερότητα, «χαρτί» που επέσειε συνεχώς το ΑΚΡ στη μακρά προεκλογική περίοδο, αλλά και η έξαρση της τρομοκρατίας λόγω Συριακού και Κουρδικού απετέλεσαν δύο βασικούς παράγοντες. Πρέπει όμως να επισημανθούν ορισμένες ποιοτικές αλλαγές.

Πέραν του Ερντογάν, ο έτερος μεγάλος νικητής των εκλογών είναι το κουρδικό κόμμα HDP. Το γεγονός ότι κατάφερε, παρά τη λυσσαλέα επίθεση του Προέδρου, να μείνει εντός Βουλής, έστω και με μειωμένο ποσοστό, το καθιερώνει ως δύναμη στο τουρκικό πολιτικό σύστημα. Πλέον, αποτελεί το τρίτο μεγαλύτερη κόμμα βάσει εδρών στην τουρκική Εθνοσυνέλευση. Και αυτό συνέβη παρά τα όσα παρασκηνιακώς ακούγονται ακόμη και για δάκτυλο της ΜΙΤ ώστε να επαναλάβει τις επιθέσεις του το ΡΚΚ στην Τουρκία για να τρωθεί η αξιοπιστία του HDP και του χαρισματικού ηγέτη του Σελαχατίν Ντεμιρτάς.

Σε ό,τι αφορά στο Συριακό, ο Ερντογάν έχει πλέον κατανοήσει ότι δύσκολα μπορεί να περάσει τη γραμμή του να εγκαταλείψει άμεσα την εξουσία ο Μπασάρ αλ – Άσαντ. Άριστα ενημερωμένες ξένες διπλωματικές πηγές σημειώνουν ότι ο τούρκος Πρόεδρος δέχεται τη συμπερίληψη του σύρου ομολόγου του στην προσπάθεια εξεύρεσης μεταβατικής λύσης.

Ωστόσο, η κόκκινη γραμμή για τον Ερντογάν είναι το Κουρδικό και κυρίως η διαφαινόμενη δημιουργία ενός «κουρδικού διαδρόμου» από το Βόρειο Ιράκ ως τη Μεσόγειο. Το πρόβλημα εντοπίζεται φυσικά στα συριακά εδάφη όπου δρα το PYD που πλέον παίζει τόσο με τους Αμερικανούς όσο και με τους Ρώσους. Αυτό είναι το «αγκάθι» στα πλευρά της Τουρκίας και μοιάζει δύσκολο, έπειτα από τόση πόλωση, να μπορεί να αναβιώσει το άνοιγμα προς τους Κούρδους της Τουρκίας.

Στην Αθήνα, πολλοί παρακολουθούν με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις πολιτικές εξελίξεις στη γείτονα. Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας σχεδιάζει προσεχώς ταξίδι στην Άγκυρα, κάτι που επιβεβαίωσε μιλώντας με τον Αχμέτ Νταβούτογλου για να τον συγχαρεί για τη νίκη του ΑΚΡ. Τα διμερή μέτωπα είναι πολλά: Κυπριακό, Αιγαίο, Θράκη και πλέον προσφυγικό.

Το τελευταίο ζήτημα είναι καυτό και αναζητούνται κρίσιμες λύσεις. Η βιασύνη είναι όμως κακός σύμβουλος. Η Αθήνα δεν μπορεί μόνη της να πείσει την Άγκυρα να δεχθεί τη δημιουργία προσφυγικών καταυλισμών στα παράλια για να γίνεται εκεί η καταγραφή των προσφύγων. Απαιτούνται συμμαχίες ισχυρές και όχι ευκαιριακές στο ζήτημα αυτό, με προεργασία συστηματική – και ο νοών νοείτο… Δυστυχώς, η κρίση έχει μειώσε δραματικά την αξιοπιστία της χώρας και η γεωπολιτική θέση δεν επαρκεί, μόνη της, να την αναπληρώσει.

Η ελληνική πλευρά πρέπει να αρχίσει να επανεξετάζει, προσεκτικά, την επιμονή της στη στρατηγική του Ελσίνκι – όχι επειδή αυτή υπήρξε λανθασμένη, αλλά επειδή έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις. Σε μία Ευρώπη που η προσφυγική κρίση δοκιμάζει τη συνοχή της, υπάρχει κανείς που πιστεύει ότι η Τουρκία θα γίνει πλήρες μέλος; Προφανώς και όχι. Στις Βρυξέλλες αυτό είναι σαφές και οι παραχωρήσεις που προσφέρονται στην Άγκυρα γίνονται υπό καθεστώς πανικού. Απλώς, η Τουρκία θα επιδιώξει να αποκομίσει όσα περισσότερα μπορεί. Οι προσφερόμενες παραχωρήσεις οδηγούν δε σε διαμόρφωση «ειδικής σχέσεως» που θα μπορούσε να φέρει την Αθήνα σε δυσχερή θέση.

Στην εξωτερική πολιτική, ο χρόνος είναι κρίσιμο μέγεθος. Η Αθήνα οφείλει να… διαβάσει τις εξελίξεις σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζονται λύσεις που θα αποτρέπουν «θερμά επεισόδια» στο Αιγαίο (όπου πράγματι, υπάρχουν θέματα στα οποία η Άγκυρα δικαιούται να διαμαρτύρεται), χωρίς όμως υπερβολικούς διπλωματικούς εναγκαλισμούς που χαρίζουν φωτογραφίες, αλλά όχι βιώσιμες λύσεις. Η Ελλάδα δεν μπορεί να είναι μονίμως ο πρόθυμος γείτονας που προσφέρει την έξωθεν καλή μαρτυρία στην Τουρκία. Αυτό πρέπει να αλλάξει.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.