Σαββατόβραδο στο Παγκράτι. Ακούγεται καλό και γι’ αυτό βρεθήκαμε στην οδό Αρχελάου, με σκοπό να πάρουμε μια γεύση από το περιβάλλον, τη μουσική και τα ποτά του Pink Freud. Eχοντας ακούσει και διαβάσει διάφορα για αυτό το café-bar που άνοιξε πριν από περίπου ενάμιση χρόνο στον αριθμό 7 του κεντρικού δρόμου, βρεθήκαμε εκεί χωρίς κάποιον ιδιαίτερο προγραμματισμό, για να δούμε τι μας επιφυλάσσει ο παράγοντας «έκπληξη».

Η πρώτη έκπληξη, λοιπόν, προέκυψε από το γεγονός ότι το βρήκαμε σχεδόν άδειο, με αποτέλεσμα να αναρωτηθούμε αν πήγαμε νωρίς, παρότι ήταν σχεδόν 10. Ο μακρόστενος χώρος είναι αρκετά ζεστός για… ψηλοτάβανος, κάτι που οφείλεται μάλλον στα τεράστια ράφια με βιβλία και χαριτωμένα μικροαντικείμενα που υπάρχουν στον μεγάλο τοίχο απέναντι από την μπάρα, όπως και στα κολάζ, ένα εκ των οποίων – έργο του Λούκα Ρομπέρτο – εικονίζει τους Pink Floyd και τον Φρόιντ (εδώ φιλοξενούνται και εκθέσεις τέχνης). Η διακόσμηση, χωρίς ιδιαίτερες πινελιές χρώματος, κινείται μεταξύ ξύλου, μετάλλου και μαύρων λεπτομερειών, ένα ευπρόσδεκτο, απλό design, με ξεκούραστο φωτισμό. Λίγα τραπέζια, ξύλινα σκαμπό για ένα πάσο και ένας ευρύχωρος πάγκος με καναπέ συνθέτουν το καθιστικό κομμάτι.

Η δεύτερη έκπληξη ήταν ο μονοσέλιδος κατάλογος στον οποίο δεν γίνεται αναφορά σε ποτά και κοκτέιλ. Γι’ αυτά ενημερώνει προφορικά ο μπάρμαν, πράγμα όχι τόσο βοηθητικό, αφού δεν δίνει στον πελάτη την ευκαιρία να πάρει ιδέες, ειδικά για τα κοκτέιλ (όσο τυπώνονται αυτές οι γραμμές καλό θα είναι να τυπώνεται και ένας πιο ολοκληρωμένος κατάλογος). Πάντως, οι τιμές είναι πολύ καλές: κρασί, τσίπουρο και μπίρα από €3, ενώ η μεγάλη μπίρα από το βαρέλι €4,50. Κοκτέιλ από €7 και ποτά – μάλλον – από €6. Η Τόνικ δοκίμασε ένα Negroni, ενώ η Τζιν εμπιστεύθηκε μια μεγάλη μπίρα. Τα συνοδευτικά τους ήταν κλασικοί ξηροί καρποί και πατατάκια. Το Negroni ήταν πολύ καλό, σερβιρισμένο σε σκαλιστό highball. Αν και το κομψό ποτήρι της μπίρας δεν θύμιζε μεγάλο μέγεθος, ο μπάρμαν ευγενικά διαβεβαίωσε ότι περιέχει τα σωστά ml. Tα φαινόμενα μερικές φορές απατούν!

Στην αρχή η μουσική ακουγόταν παγερά αδιάφορη από έναν ραδιοφωνικό σταθμό κάνοντάς μας μάλλον νευρικές, αλλά αργότερα ανέλαβε ένας dj με ξεκάθαρη αγάπη για την παλιά κλασική ροκ της εποχής του «Tubular Bells» του Μάικ Ολντφιλντ. Και στο ίδιο τέμπο έμεινε για πολλή ώρα. Ο ήχος καθαρός, αν και στα όρια του αδιάφορου, δεν ενόχλησε αφού μπορούσαμε να μιλήσουμε και να ακουστούμε άνετα. Εν τέλει, εκτός από τους θαμώνες, έλειπε και η σπίθα, η οποία όμως μπορεί να ανάβει άλλες στιγμές, όταν το μαγαζί γεμίζει, τις βραδιές που φιλοξενεί guest djs ή τις πιο προχωρημένες ώρες.

Συμπέρασμα

Η Τζιν μπορεί να επιστρέψει αν είναι σίγουρη πως θα ακούσει κάτι διαφορετικό και φρέσκο – και σίγουρα με περισσότερο κόσμο –, ενώ η Τόνικ δεν αποκλείεται να περάσει πάλι αν βρεθεί στη γειτονιά. Εξάλλου αγαπάμε Παγκράτι.

*Δημοσιεύθηκε στο BΗΜΑ GOURMET την Κυριακή 18 Οκτωβρίου 2015.