Αδύνατη σαν κλαδάκι, με πολύ έντονο βλέμμα και γλυκό χαμόγελο, η Αριάν Λαμπέντ ανακατεύει το τσάι της ενώ κάθεται απέναντί μου στο εστιατόριο του ξενοδοχείου «Μεγάλη Βρεταννία». Δείχνει χαλαρή, άνετη μέσα στο καρό πουκάμισό της (ανεβασμένα τα μανίκια) και στο φθαρμένο τζιν παντελόνι. Η νεαρή ηθοποιός βρίσκεται εδώ προκειμένου να μιλήσει για τη συνεργασία της με τον Γιώργο Λάνθιμο στον «Αστακό», την τρίτη κινηματογραφική ταινία του σκηνοθέτη στην οποία η Λαμπέντ παίζει, μετά τον «Κυνόδοντα» και τις «Αλπεις». Γνωρίζει τον Γιώργο Λάνθιμο απ’ έξω και ανακατωτά –είχαν άλλωστε συμπαίξει στο «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη που χάρισε στη γαλλίδα ηθοποιό το Copa Volpi γυναικείας ερμηνείας στο Φεστιβάλ Βενετίας του 2010.
Στον «Αστακό» η Αριάν Λαμπέντ υποδύεται μία από τις υπηρέτριες του ξενοδοχείου στο οποίο άνθρωποι που έχουν μείνει μόνοι συγκεντρώνονται με στόχο να αποκτήσουν ταίρι μέσα σε ένα καθορισμένο χρονικό πλαίσιο προκειμένου να μη μεταμορφωθούν σε ζώα της αρεσκείας τους αν δεν τα καταφέρουν. Σε συνεργασία με τον μόνιμο σεναριογράφο του, συγγραφέα Ευθύμη Φίλιππου, ο Λάνθιμος για μία ακόμη φορά κατασκευάζει έναν παράξενο, απολύτως δικό του κόσμο στο μεταίχμιο πραγματικότητας και φαντασίας όπου ο χρόνος δεν ορίζεται, όπως και ο τόπος. Ωστόσο το ξενοδοχείο τελικά θυμίζει φυλακή, ενώ ανάλογους κανόνες είναι αναγκασμένοι να ακολουθούν και οι επαναστάτες τους οποίους ο κεντρικός ήρωας της ταινίας (Κόλιν Φάρελ) ακολουθεί όταν δραπετεύει.
Δύο χρόνια πάνω σε μια ταινία


«Ούτε ξέρω πόσες φορές έχω δει τον «Αστακό», μπορεί και 20, ίσως και παραπάνω, γιατί ακολούθησα αυτή την ταινία δύο ολόκληρα χρόνια, σε όλα τα στάδιά της, από την αρχή ως το τελικό μοντάζ» μου είπε με τα πολύ καλά ελληνικά της η πολύγλωσση Λαμπέντ (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και ελληνικά) όταν της θυμίζω ότι στο Φεστιβάλ Καννών οι ηθοποιοί φάνηκαν αρκετά αμήχανοι όταν στη συνέντευξη Τύπου ρωτήθηκαν για την ταινία και το θέμα της. «Κάθε ηθοποιός αντιμετωπίζει μια ταινία στην οποία έχει παίξει σύμφωνα με τον χαρακτήρα που υποδύεται σε αυτήν, κάτι που είναι λογικό. Αυτό όμως δεν μπορεί να σε βοηθήσει για να μιλήσεις για το σύνολο της ταινίας» απάντησε στην ερώτηση αν έχει κατασταλάξει στο τι ακριβώς ο Γιώργος Λάνθιμος ήθελε να πει με τον «Αστακό». «Μιλάμε πολύ, τον γνωρίζω πολύ καλά, αλλά δεν μπορώ να πω κάτι για το πώς σκέφτεται».
Υπήρχαν διαφορές ανάμεσα στον τρόπο με τον οποίο ο Λάνθιμος δούλεψε στην Ιρλανδία και στον τρόπο της Ελλάδας; «Οχι, ο τρόπος που δουλεύει δεν αλλάζει. Αυτό φαίνεται και από τις ταινίες του που είναι τόσο μοναδικές, φτιαγμένες με τρόπο συγκεκριμένο και γλώσσα συγκεκριμένη. Είναι ένας τρόπος που σε καθοδηγεί από μόνος του. Η μισή δουλειά είναι στο σενάριο. Συνεπώς, είτε γυρίσει μια ταινία στην Ιρλανδία είτε στην Ελλάδα είτε στο Περού, δεν νομίζω ότι θα αλλάξει κάτι. Θα ήθελε πολύ να είχε μεγαλύτερο budget ώστε να συμπεριληφθούν σκηνές με extras αλλά δεν έγινε». Εξάλλου για την Αριάν Λαμπέντ σε αυτόν τον ιδιαίτερο τρόπο με τον οποίο είναι φτιαγμένες οι ταινίες του Γ. Λάνθιμου οφείλεται το κάλεσμα του Χόλιγουντ. «Στο Χόλιγουντ ψάχνουν πολύ για ευρωπαίους σκηνοθέτες με ταλέντο» είπε η ηθοποιός.
Παρατηρώ ότι το δεξί χέρι της Λαμπέντ είναι δεμένο και ρωτώντας την μαθαίνω ότι το χτύπησε στη Μάλτα, όπου αυτή την εποχή γυρίζει μία από τις επόμενες ταινίες της. Πρόκειται για μια κινηματογραφική διασκευή του βιντεογκέιμ «Assassin’s creed» την οποία γυρίζει ο αυστραλός σκηνοθέτης Τζάστιν Κέρτσελ, του οποίου ο «Μακμπέθ» με τον Μάικλ Φασμπέντερ σημειώνει αυτές τις ημέρες μεγάλη επιτυχία στις ελληνικές αίθουσες. Ο Φασμπέντερ δε πρωταγωνιστεί και στο «Assassin’s creed». Η Λαμπέντ υποδύεται κάτι εντελώς καινούργιο γι’ αυτήν, μια δολοφόνο. «Είναι κάτι πολύ πιο μεγάλο από αυτά που έχω κάνει ως σήμερα, με καινούργιους κανόνες, ένας καινούργιος κόσμος. Εχει πολλή πλάκα. Δεν περίμενα ποτέ να κάνω κάτι τέτοιο, δεν ήταν καν το όνειρό μου». Και σε αυτή την περίπτωση όλα έγιναν πολύ απλά. Ο Κέρτσελ είχε δει τη Λαμπέντ στις «Αλπεις», του άρεσε ο τρόπος με τον οποίο χειριζόταν το σώμα της (ο ρόλος της εκεί είναι πολύ σωματικός) και της ζήτησε να κάνει οντισιόν. «Και με πήρε. Απλά πράγματα».
Λατρεύω την Ελλάδα


Με την Ελλάδα, όπου η Αριάν Λαμπέντ γεννήθηκε από γάλλους γονείς και έζησε τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής της, εξακολουθεί να διατηρεί επαφές, όχι όμως για δουλειά. Διατηρεί τη θεατρική ομάδα της, τους Vasistas (την οποία έφτιαξε όταν ήταν φοιτήτρια μαζί με την Αργυρώ Χιώτη), αλλά το φορτωμένο κινηματογραφικά πρόγραμμά της δεν της επιτρέπει να αφοσιώνεται όσο θα ήθελε στο θέατρο, που ούτως ή άλλως απαιτεί πολύ χρόνο. Η ίδια λέει: «Δεν έχει νόημα να μετακομίσω εδώ και να ψάχνω δουλειά. Λατρεύω την Ελλάδα και μου λείπει πάρα πολύ, αλλά δεν γυρίζονται αρκετές ταινίες και η ελληνική δεν είναι η γλώσσα μου. Η λογική για μένα είναι να κάνω γαλλικό σινεμά όπου γίνονται πολλά και μου αρέσει (σ.σ.: ανάμεσα στις ταινίες της που θα δούμε προσεχώς είναι το «Seances» του Καναδού Γκι Μαντίν και το «Voir du pays» των Μιριέλ και Ντελφίν Κουλέν). Και αν μου αρέσει κάτι στην Ελλάδα φυσικά θα το κάνω». Για τη Λαμπέντ δεν έχει καμία σημασία το από πού είναι μια ταινία. «Οι ταινίες έχουν από μόνες τους μια ταυτότητα. Τι με νοιάζει αν είναι γαλλική, ελληνική, αμερικανική. Αρκεί να είναι καλή».
info:

Η ταινία «Ο αστακός» προβάλλεται στις αίθουσες ΑΘΗΝΑΙΟΝ CINEPOLIS, ΓΛΥΦΑΔΑ – ΑΙΓΛΗ – ΔΑΝΑΟΣ – ΕΛΛΗ – ΚΗΦΙΣΙΑ – ΜΙΚΡΟΚΟΣΜΟΣ – ΤΑΙΝΙΟΘΗΚΗ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ της Αθήνας και στο ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΝ της Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ