Αθώα η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα για το PSI

Η ζημία την οποία υπέστησαν το 2012 οι ιδιώτες κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου δεν μπορεί να καταλογιστεί στην ΕΚΤ, αλλά είναι απόρροια των οικονομικών κινδύνων που είναι εγγενείς στις δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού κλάδου.

Η ζημία την οποία υπέστησαν το 2012 οι ιδιώτες κάτοχοι ελληνικών χρεογράφων στο πλαίσιο της αναδιάρθρωσης του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου δεν μπορεί να καταλογιστεί στην ΕΚΤ, αλλά είναι απόρροια των οικονομικών κινδύνων που είναι εγγενείς στις δραστηριότητες του χρηματοπιστωτικού κλάδου, σύμφωνα με σημερινή απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην υπόθεση T-79/13 Alessandro Accorinti κ.λπ. κατά ΕΚΤ
Όπως αναφέρεται σε σχετική ανακοίνωση, με την απόφασή του, το Γενικό Δικαστήριο κρίνει ότι οι ιδιώτες πιστωτές δεν μπορούν να επικαλεστούν την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης ή την αρχή της ασφάλειας δικαίου σε κλάδο όπως αυτός της νομισματικής πολιτικής, το αντικείμενο της οποίας μεταβάλλεται διαρκώς σε συνάρτηση με την οικονομική κατάσταση.
Κατά το Γενικό Δικαστήριο, οι ιδιώτες πιστωτές τεκμαίρεται ότι γνωρίζουν την ιδιαίτερα ασταθή οικονομική κατάσταση που επηρεάζει τη διακύμανση της αξίας των ελληνικών χρεογράφων.
Επομένως, δεν μπορούσαν να αποκλείσουν τον κίνδυνο αναδιαρθρώσεως του ελληνικού δημοσίου χρέους, δεδομένων των διαφορετικών απόψεων που επικρατούσαν εντός του Ευρωσυστήματος και των λοιπών εμπλεκομένων θεσμών (Επιτροπή, ΔΝΤ και ΕΚΤ).
Το Γενικό Δικαστήριο τονίζει, εν συνεχεία, ότι τα ανακοινωθέντα τύπου και οι δημόσιες δηλώσεις ορισμένων στελεχών της ΕΚΤ ήταν γενικής φύσεως και προέρχονταν από θεσμικό όργανο το οποίο δεν ήταν αρμόδιο να αποφασίσει ενδεχόμενη αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους κράτους μέλους.
Εξάλλου, τα εν λόγω ανακοινωθέντα και δηλώσεις δεν περιείχαν σαφείς και ανεπιφύλακτες διαβεβαιώσεις, προερχόμενες από αρμόδιες και αξιόπιστες πηγές, οι οποίες μπορούσαν, για τον λόγο αυτό, να δημιουργήσουν εύλογες προσδοκίες.
Το Γενικό Δικαστήριο κρίνει επίσης ότι η γενική αρχή της ίσης μεταχειρίσεως δεν έχει εφαρμογή, διότι οι ιδιώτες αποταμιευτές ή πιστωτές και η ΕΚΤ (όπως και οι εθνικές κεντρικές τράπεζες του Ευρωσυστήματος) δεν βρίσκονταν σε παρεμφερή θέση: αντιμέτωπη με την ελληνική οικονομική κρίση και τις απορρέουσες από αυτήν έκτακτες περιστάσεις, η ΕΚΤ ενεργούσε αποκλειστικά με γνώμονα σκοπούς δημοσίου συμφέροντος, όπως, μεταξύ άλλων, η διατήρηση της σταθερότητας των τιμών και η ορθή διαχείριση της νομισματικής πολιτικής. Αντιθέτως, οι ιδιώτες πιστωτές ή αποταμιευτές ενεργούσαν προς εξυπηρέτηση αποκλειστικά ιδιωτικού συμφέροντος, ήτοι για τη μεγιστοποίηση της αποδόσεως των επενδύσεών τους.
Η ζημία την οποία προβάλλουν εν προκειμένων οι ιδιώτες αντιστοιχεί στους οικονομικούς κινδύνους που συνήθως απορρέουν από τις εμπορικές δραστηριότητες στον χρηματοπιστωτικό κλάδο (συναλλαγές επί εμπορεύσιμων κρατικών χρεογράφων), πράγμα που ισχύει κατά μείζονα λόγο σε περίπτωση που ένα κράτος εμφανίζει, όπως η Ελλάδα από τα τέλη του 2009, μειωμένη πιστοληπτική διαβάθμιση.
Εν κατακλείδι, το Γενικό Δικαστήριο απορρίπτει το αίτημα του A. Accorinti και των λοιπών επενδυτών, και αποκλείει τον καταλογισμό ευθύνης στην ΕΚΤ.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.