Η σύλληψη αποφασίστηκε μετά από νέα στοιχεία που έφτασαν στις ελληνικές αρχές για χρήματα που διακίνησε ο κ. Λιακουνάκος μέσω της υπεράκτιας εταιρείας Ιnteraction προς στελέχη της Γενικής Διεύθυνσης Εξοπλισμών. Χρήματα φαίνεται να κατέληξαν και στον πρώην υπουργό Ακη Τσοχατζόπουλο, αλλά και στον διευθυντή εξοπλισμών Γ. Σμπώκο.
Εν τω μεταξύ σε ανακοίνωσή του μέσω της συνηγόρου του Σοφίας Πάρσαλη ο επιχειρηματίας αναφέρει ότι «Προκαλεί εύλογη εντύπωση, το γεγονός ότι επελέγη αυτή η «πρακτική» βεβιασμένης «απολογίας μου», καθόσον: α) ‘Ήμουν πάντοτε, αποδεδειγμένα, στη διάθεση των δικαστικών αρχών. β) Δεν είχε ασκηθεί, εξ αρχής, σε βάρος μου, και στα πλαίσια της παρούσης υποθέσεως, η οποιαδήποτε ποινική δίωξη. γ) Δεν έχω δωροδοκήσει, όπως κατ΄επανάληψη έχω δηλώσει οιονδήποτε κρατικό αξιωματούχο. δ) Όλη η επαγγελματική μου δραστηριότητα ήταν ανέκαθεν διαφανής και νόμιμη και τα εισοδήματά μου εμφανή και φορολογητέα στην Ελλάδα».
Στην ανακοίνωση ο Θ. Λιακουνάκος τονίζει ότι «προφανώς, εξομοιώνονται, άδικα, πρόσωπα και πρακτικές, στον χώρο των εξοπλιστικών συμβάσεων και παραγνωρίζεται ότι εγώ, προσωπικά, καθώς και οι εταιρείες συμφερόντων μου, έχουμε υποστεί 155 φορολογικούς ελέγχους που διενήργησαν 594 ελεγκτές των φορολογικών αρχών από τους οποίους (ελέγχους) , ουδέποτε, προέκυψε κάτι επιλήψιμο. Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο την τελευταία 15ετία έχουμε καταβάλει στο ελληνικό δημόσιο φόρους ύψους 155 εκατ. ευρώ».
Και καταλήγει σημειώνοντας: «Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη ότι η Δικαιοσύνη θα επιτελέσει στο ακέραιο το έργο της και θα αγνοήσει τις διάφορες Κασσάνδρες που πανηγυρίζουν, δημόσια, για τη σύλληψή μου, αδιαφορώντας για τους 3.500 εργαζόμενους στις εταιρείες μου και το μέλλον αυτών».