Η κουβέντα που «άναψε» σχετικά με το μάθημα των Θρησκευτικών στα σχολεία, θα είχε κάποιο ενδιαφέρον αν βασιζόταν σε κάποιο γενικότερο σχεδιασμό, στην παιδαγωγική και όχι στις «ιδέες» του ενός και του άλλου, στις προσωπικές απόψεις ή στα μικροπολιτικά παιχνίδια.
Επειδή όμως η Παιδεία αυτής της χώρας είναι αυτή που είναι και ουδείς μέχρι στιγμής ενδιαφέρεται – ή δεν ξέρει πώς- να την αλλάξει προς το καλύτερο, προτάσεις σαν αυτές της κυρίας Αναγνωστοπούλου ή του κ. Φίλη (όταν πάρει επίσημη θέση) πυροδοτούν απλώς αντιδράσεις σε όσους στηρίζουν μια άποψη και επικροτούνται, πάλι χωρίς βάση, από εκείνους που έχουν απλά μια άλλη άποψη.
Έτσι στο συγκεκριμένο θέμα η πρόταση προκάλεσε την έντονη αντίδραση της επίσημης Εκκλησίας, του Χριστιανικού κόσμου όπως εκφράζεται μέσα από το κοινό συναίσθημα των ανθρώπων που φέρουν μέσα τους τη Χριστιανική πίστη και αντίστοιχα άρεσε σε νεώτερους, ενδυόμενη -μικροπολιτικά- αρχές ανεξιθρησκείας ( η οποία και ορθά υπάρχει και δεν απειλείται). Κάπου εκεί ανάμεσα υπάρχουν και οι άλλοι : γονείς και παιδιά που είτε λένε: « τι μας πειράζει αφού δεν τα διαβάζουμε έτσι κι αλλιώς» είτε βλέπουν στο μάθημα έναν χαριστικό βαθμό που κάνοντας τη γνωστή μίζερη και απογοητευτική απλή αριθμητική των μορίων (προετοιμασία και για τον διορισμό στο Δημόσιο και τη μετέπειτα επαγγελματική «εξέλιξη») αποβαίνει «επωφελής». Προσθέστε σε όλο αυτό και τους καθηγητές Θεολόγους οι οποίοι εύλογα φοβούνται για τη θέση τους αφού αν ακυρωθεί το μάθημα τους δεν θα έχουν αντικείμενο.
Κάπως έτσι κυλάει όλη η κουβέντα – αν λέγεται κουβέντα αυτό το απάνθισμα προσωποκεντρικών θέσεων και συμφερόντων – αφήνοντας όπως πάντα απ έξω την ουσία και κυρίως τον ίδιο τον μαθητή. Γιατί το θέμα του τι πρέπει και τι δεν πρέπει να περιλαμβάνεται στο αναλυτικό πρόγραμμα ενός εθνικού προγράμματος Παιδείας είναι από μόνο του ένα πολύπλοκο ζήτημα που αναμφισβήτητα είναι και άρρηκτα συνδεδεμένο με την κοινωνία κάθε χώρας και τους άγραφους νόμους της.
Στον προηγμένο κόσμο το ζήτημα αυτό εξετάζεται και επανεξετάζεται διαρκώς από επιστήμονες της Εκπαίδευσης. Στην Ελλάδα το ερώτημα του τι να διδαχθούν τα παιδιά και πότε, παίρνει κυρίως το ρόλο των διορισμών ( πού θα διοριστούν όλοι οι απόφοιτοι των σχολών αν όχι στο σχολείο) ή απλών προσωπικών απόψεων. Θα μπορούσε κάποιος λοιπόν εξ ίσου απλοϊκά- όπως έχει γίνει- να εισηγηθεί την προσθήκη ή την κατάργηση άλλων «άχρηστων μαθημάτων» και να καβγαδίζουμε για χρόνια μεταξύ μας, να κάνουμε εύκολα πολιτικά τρικ που αρέσουν σε κάποιους, να γράφουμε και να σβήνουμε αποφάσεις, ενώ τα παδιά θα απαξιώνουν ακόμα περισσότερο το σχολείο.
Κατ αρχάς ακόμα και το απλοϊκό επιχείρημα «τι πειράζει το μάθημα στο κάτω κάτω παίρνουν κι έναν έξτρα βαθμό χωρίς διάβασμα» είναι τουλάχιστον απογοητευτικό γιατί απαξιώνει το δικαίωμα του παιδιού/ εφήβου στην ουσιαστική γνώση και την αίσθηση ότι το σχολείο πράγματι το σέβεται και του προσφέρει τη μόρφωση που χρειάζεται για να κάνει τη ζωή του καλύτερη. Όπως επίσης είναι μια αλήθεια ότι τουλάχιστον στις τελευταίες τάξεις του σχολείου, στη βαθμίδα του Λυκείου αλλά και στο Γυμνάσιο, οι ώρες των Θρησκευτικών – και όχι μόνο- είναι πράγματι περιττές τουλάχιστο με τον τρόπο που γίνονται, δηλαδή με το περίφημο ωριαίο αναλυτικό πρόγραμμα μαθημάτων και με βάση το σχολικό εγχειρίδειο.
Αν κάποιος ήξερε κάτι από εκπαίδευση, αν κάποιος ενδιαφερόταν για τα παιδιά και για τη γνώση, θα σχεδίαζε το αναλυτικό πρόγραμμα από την αρχή, βάση του οποίου το μάθημα των Θρησκευτικών, τουλάχιστον στις μεγαλύτερες ταξεις, θα έπρεπε να αποτελεί μέρος μια διαθεματικής προσέγγισης της Ιστορίας (άλλο απαξιωμένο μάθημα) καθώς όλα στην Ιστορία του ανθρώπου συνδέονται με τις Θρησκείες, τη Φιλοσοφία, την Τέχνη, την Αρχαία Γλώσσα. Ή ακόμα με αφορμή ένα γεγονός της επικαιρότητας (μετανάστευση κλπ) να ασχοληθούν τα παιδιά με όλες τις κοινωνικές και πολιτικές προεκτάσεις του. Βέβαια για κάτι τέτοιο απαιτούνται γνώση, δουλειά, ουσιαστική επιμόρφωση, τόλμη, μεράκι και ενδιαφέρον για τα παιδιά αλλά και μια εντελώς διαφορετική άποψη για το τι είναι σχολείο. Όχι ένας καθηγητής που διορίζεται με το πτυχίο του, που διδάσκει εν είδει διάλεξης με ένα βιβλίο, που χρησιμοποιεί το βαθμό για να αρέσει ή για να εκβιάσει, κι ένα σύστημα που για όλα απαιτεί γραπτές εξετάσεις.
Σε μια χώρα όμως που ο απόφοιτος μια σχολής απλώς διορίζεται με βάση τη γνώση του αντικειμένου και πορεύεται μόνος με ό,τι ξέρει έως ότου συνταξιοδοτηθεί, σε ένα κράτος που είναι είδηση όταν τα σχολεία έχουν δασκάλους και βιβλία, που περηφανεύεται όταν τέλη Οκτωβρίου κατορθώνει ή υπόσχεται πως θα έχει καλύψει τα κενά στα σχολεία, που έχει καταφέρει οι πανελλαδικές εξετάσεις να αποτελούν θέμα εθνικής υστερίας, πολτικής και άλλης εκμετάλλευσης και συγκινησιακού μαγκαζίνο σε τηλεοπτικά πρωϊνάδικα, όλα αυτά ακούγονται βέβαια κάπως περιττά.
Η κυρία Μαργαρίτα Μανσόλα είναι Εκπαιδευτική Ψυχολόγος CPsychol και υποψήφια για το Διεθνές Πιστοποιητικό Ηγεσίας στην Εκπαίδευση (UCL)