Σε τρεις πυλώνες επιδιώκει η Ευρωπαϊκή Ενωση να οικοδομήσει τη στρατηγική της για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης που αναμφίβολα δοκιμάζει τη συνοχή της. Η ενίσχυση της φύλαξης των εξωτερικών συνόρων, η όσο το δυνατόν ταχύτερη σύσταση των «hotspots» σε Ελλάδα, Ιταλία ή όπου αλλού χρειαστεί προκειμένου να λειτουργήσει το σύστημα της μετεγκατάστασης που συμφωνήθηκε, καθώς και η βοήθεια προς τρίτες χώρες –ιδιαίτερα στην Τουρκία –αποτελούν την τριάδα των επιλογών στις οποίες κατέληξαν οι «28» στην άτυπη Σύνοδο την περασμένη Τετάρτη.
Η απόφαση, με αυξημένη πλειοψηφία, από το Συμβούλιο των υπουργών Δικαιοσύνης και Εσωτερικών για την έγκριση του σχεδίου της Κομισιόν για τη μετεγκατάσταση 120.000 προσφύγων από την Ιταλία και την Ελλάδα (σ.σ.: η Ουγγαρία, αν και είχε αρχικώς συμπεριληφθεί, δεν θα συμμετάσχει κατόπιν δικής της άρνησης) δημιούργησε σοβαρό ρήγμα στην ΕΕ μεταξύ Δυτικών και Ανατολικών.
Ωστόσο το μέτωπο των χωρών του Βίσεγκραντ διασπάστηκε και εσωτερικά, καθώς η Πολωνία (κατόπιν γαλλογερμανικών πιέσεων) διαφοροποιήθηκε ψηφίζοντας υπέρ της πρότασης Γιούνκερ, σε αντίθεση με τις Ουγγαρία, Τσεχία, Σλοβακία που καταψήφισαν. Το κλίμα που έχει διαμορφωθεί ιδιαίτερα εναντίον του ούγγρου πρωθυπουργού Βίκτορ Ορμπαν είναι πολύ βαρύ και από ορισμένες πλευρές ακούστηκαν φωνές ακόμη και για επιβολή κυρώσεων στη χώρα του για έλλειψη σεβασμού στις αξίες της ΕΕ –πράγμα που δεν προχώρησε.
Για την Ελλάδα, το θετικό ήταν ότι αυτή τη φορά η χώρα μας δεν βρέθηκε στο στόχαστρο. Είναι πλέον σαφές ότι το ζήτημα είναι ευρωπαϊκό, ενώ και το διάστημα της υπηρεσιακής κυβέρνησης βελτίωσε σημαντικά την εικόνα της χώρας χάρη και στην παρουσία του Γιάννη Μουζάλα. Η Ελλάδα μπορεί να επωφεληθεί από την απόφαση της Ουγγαρίας να μη συμμετάσχει στη μετεγκατάσταση, καθώς οι 54.000 πρόσφυγες που θα έφευγαν από εκεί τώρα θα μοιραστούν μεταξύ Ελλάδας και Ιταλίας.
Το μείζον ζήτημα, σε πρώτη φάση για την Ελλάδα και την Ιταλία, είναι αυτό των «hotspots». Μόνο η έγκαιρη δημιουργία αυτών θα οδηγήσει στην έναρξη του προγράμματος μετεγκατάστασης «το αργότερο ως τον Νοέμβριο του 2015». Το σχέδιο είναι ότι θα υπάρχουν δύο κεντρικά σημεία, στην Κατάνια της Σικελίας και στον Πειραιά. Αυτό της Κατάνια θα συντονίζει το έργο άλλων τεσσάρων επιχειρησιακών κέντρων σε ιταλικά λιμάνια (τρία στη Σικελία και ένα στη Λαμπεντούζα). Από γερμανικής πλευράς έπεσε στο τραπέζι και η ιδέα δημιουργίας ενός hotspot στη Βουλγαρία.
Στην Ελλάδα υπάρχουν ήδη ένα κέντρο υποδοχής και ένα κέντρο διαλογής στη Λέσβο, συνολικής χωρητικότητας 480 ατόμων. Στη Χίο και στη Σάμο έχουν δημιουργηθεί δύο κέντρα διαλογής, χωρητικότητας 393 ατόμων, ενώ αναμένεται η κατασκευή του πρώτου κέντρου υποδοχής που έχει συμφωνηθεί να γίνει στην Κω. Η Κομισιόν έχει ήδη εγκρίνει 4,1 εκατ. ευρώ για τις υποδομές πρώτης υποδοχής στη χώρα μας, ενώ αναμένει προσεχώς την υποβολή του σχετικού αναθεωρημένου «οδικού χάρτη».
Ωστόσο, παρασκηνιακά, εκφράζεται προβληματισμός για το ακριβές έργο αυτών των hotspots, καθώς υπάρχει η ανησυχία ότι η Ελλάδα και η Ιταλία θα υποχρεωθούν να κρατούν εκεί τους μετανάστες/πρόσφυγες. Οι λέξεις έχουν τη σημασία τους διότι ορισμένα κράτη ισχυρίζονται ότι τα hotspots θα έχουν ρόλο κέντρων υποδοχής ενώ άλλα μιλούν για κέντρα κράτησης. Είναι δε ενδεικτικό ότι η Κομισιόν έδωσε, στο πλαίσιο της Οδηγίας που παρουσιάστηκε την προηγούμενη Τετάρτη, ειδική έμφαση στην Ελλάδα και στην ανάγκη ομαλοποίησης της κατάστασης ώστε η χώρα μας να επιστρέψει στο Σύστημα του Δουβλίνου μέσα στους επόμενους έξι μήνες.
Η αυστηρότερη επιτήρηση των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ αναβαθμίζεται επίσης στην ατζέντα. Πιέζουν ως προς αυτό τόσο η Γερμανία όσο και οι ανατολικοευρωπαϊκές χώρες. Είναι σαφές ότι έχει αρχίσει να διαμορφώνεται κλίμα ενίσχυσης του Frontex ώστε ενδεχομένως να αναλάβει τον έλεγχο εξωτερικών συνόρων.
Προς το παρόν οι ηγέτες συμφώνησαν ότι αυτός ο έλεγχος παραμένει στην κρατική αρμοδιότητα. Η Αθήνα, σύμφωνα με διπλωματικές πηγές, δεν είναι αρνητική στη συνδρομή του Frontex, διότι γνωρίζει ότι αυτό θα λειτουργούσε επιβοηθητικά. Ως τον Δεκέμβριο του 2015 η Κομισιόν αναμένεται να καταθέσει πρόταση για τη σύσταση μιας Ευρωπαϊκής Συνοριοφυλακής και Ακτοφυλακής, με διεύρυνση της εντολής του Frontex. Αυτό το ζητούσε η Αθήνα ήδη από την περίοδο 2008-2009. Προς το παρόν θα ενισχυθεί ο προϋπολογισμός του Frontex, καθώς και το προσωπικό του, με 60 άτομα εντός του 2015.
Τι θα γίνει με την Τουρκία
Μεγάλο κομμάτι της συζήτησης που διεξήχθη στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο την Τετάρτη αφιερώθηκε στην ανάγκη να υπάρξει χρηματοδότηση τρίτων χωρών από τις οποίες περνούν οι πρόσφυγες προτού φθάσουν στην Ευρώπη, η προστασία τους εκεί, καθώς και η μεγαλύτερη συνεισφορά της ΕΕ στους οργανισμούς των Ηνωμένων Εθνών για την προστασία και φροντίδα των προσφύγων.
Στο επίκεντρο βρέθηκε η συνεργασία με την Τουρκία, ο πρόεδρος της οποίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα επισκεφθεί τις Βρυξέλλες στις 5 Οκτωβρίου και θα συναντηθεί με τους κ.κ. Τουσκ και Γιούνκερ. Οι Βρυξέλλες θέλουν να ενισχύσουν χρηματοδοτικά την Τουρκία, όπου υπολογίζεται ότι διαβιούν περίπου 2 εκατομμύρια πρόσφυγες, με περίπου 1 δισ. ευρώ. Σε αυτά τα χρήματα πρέπει να προστεθούν και αρκετά ακόμη που θα κατευθυνθούν προς Λίβανο και Ιορδανία.
Φυσικά η συνεργασία με την Αγκυρα δεν είναι ανέφελη, καθώς υπάρχουν επιφυλάξεις για την ειλικρίνεια των προθέσεών της. Σε πολλά κράτη έχει εμπεδωθεί η πεποίθηση ότι η Τουρκία είναι πολύ χαλαρή στον έλεγχο των ροών για λόγους που συνδέονται και με τις επερχόμενες εκλογές. Η Ανγκελα Μέρκελ έφθασε στο σημείο να πει ότι η Ελλάδα πρέπει να συνεργαστεί με την Τουρκία για τη φύλαξη των συνόρων, αλλά ουδείς γνωρίζει τι ανταλλάγματα θα ζητήσει ο κ. Ερντογάν. Η απελευθέρωση της χορήγησης βίζας για τούρκους πολίτες που θέλουν να ταξιδεύουν στην ΕΕ είναι ένα από τα θέματα που ίσως θέσει ο τούρκος ηγέτης.
Αλλάζουν τα δεδομένα στο Συριακό
Την ίδια πάντως στιγμή φαίνεται ότι διαμορφώνεται εκ των πραγμάτων μια ενιαία στάση των Ευρωπαίων, των Αμερικανών και των Ρώσων ότι αν δεν βρεθεί λύση στον συριακό εμφύλιο πόλεμο το προσφυγικό κύμα δεν θα είναι δυνατό να ανασχεθεί. Αυτή η λύση απαιτεί τη συμπερίληψη του Μπασάρ αλ Ασαντ ως βασικού παράγοντα για μια πολιτική διευθέτηση, κάτι που αναγνώρισε δημοσίως ακόμη και η καγκελάριος Μέρκελ.
Η άποψη ότι ο σύρος πρόεδρος δεν μπορεί παρά να συμμετάσχει με κάποιον τρόπο σε μια μεταβατική διαδικασία προς μια «νέα Συρία» δεν είναι διόλου καινούργια. Σύμφωνα με αμερικανικές και ελληνικές διπλωματικές πηγές, είχε διατυπωθεί αρχικά από τον Μοάζ αλ Χατίμπ, πρώην επικεφαλής του Εθνικού Συριακού Συνασπισμού, ήδη από το 2013, σε απόλυτη συνεννόηση με την Ουάσιγκτον προς την οποία ο ίδιος ήταν φιλικά διακείμενος.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από τότε είχαν κατανοήσει ότι ο Ασαντ είναι «αναγκαίο κακό». Μακροπρόθεσμα η Συρία δεν θα πρέπει να κυβερνάται από αυτόν, αλλά μεσοπρόθεσμα δεν μπορεί να αγνοηθεί. Ωστόσο μία σειρά παικτών στη συριακή σκακιέρα, με προεξάρχουσα την Τουρκία και δευτερευόντως τη Σαουδική Αραβία και το Κατάρ, επέμεναν να υποσκάπτουν την προσπάθεια της Ουάσιγκτον για σύμπηξη ενός συμπαγούς αντιπολιτευτικού μετώπου. Τώρα φαίνεται ότι έχει έλθει το πλήρωμα του χρόνου. Η παρέμβαση της Μόσχας στη Συρία υπήρξε καταλυτική, καθώς στο παρασκήνιο οι ΗΠΑ και η Ρωσία έχουν κοινά συμφέροντα στη Συρία, με πρώτο από όλα την ήττα του Ισλαμικού Κράτους. Η συνάντηση Ομπάμα – Πούτιν την επόμενη εβδομάδα στη Νέα Υόρκη το αποδεικνύει αυτό, φέρνοντας την Αγκυρα προ τετελεσμένων.
Μετά την επίσκεψή του στη ρωσική πρωτεύουσα ο Ερντογάν αναφέρθηκε για πρώτη φορά στο ενδεχόμενο παραμονής του Ασαντ, καθώς η τουρκική στρατηγική για αλλαγή καθεστώτος και η εμμονή στην υποστήριξη ακραίων σουνιτικών ισλαμικών στοιχείων δεν απέδωσαν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ