Η αλεπού της σκάλας καιάλλες ιστορίες
Εκδόσεις Κίχλη, 2015
σελ. 64, τιμή 10 ευρώ
Γροθιά στο στομάχι είναι το καλογραμμένο διήγημα. Μια εμπειρία σωματική πρώτα, μια εγκεφαλική διαδικασία κατανόησης ύστερα. Θέματα και τεχνικές, ταξινομήσεις στην επικράτεια του αστικού ρεαλισμού, της επαρχιακής ηθογραφίας, του ανατρεπτικού μινιμαλισμού του μοντερνισμού και τα συναφή έρχονται μετά, όταν φτάνει η ώρα να απαντήσεις στο «γιατί». Τότε τεμαχίζεις περιόδους και προτάσεις, ανατρέχεις σε ταξινομήσεις, αναζητείς τη συνάφεια με καταξιωμένους προγόνους του είδους. Αιφνίδιο, συμπαγές, έντονο, το καλογραμμένο διήγημα αρχίζει από την πρώτη λέξη, γιατί δεν έχει λέξεις για ξόδεμα.
Στο διήγημα, που σταθερά ανέρχεται εκδοτικά τα τελευταία χρόνια, έχει βάλει σκοπό να διακριθεί η νέα φουρνιά συγγραφέων, πράγμα διόλου πρωτότυπο, για ορισμένους μελετητές, μιας και είμαστε ένα έθνος ποιητών και διηγηματογράφων, από τα χρόνια του Ροΐδη, του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα ως τα χρόνια του Χατζή και του Ιωάννου και αυτά του Παπαδημητρακόπουλου και των νεότερων Σκαμπαρδώνη και Δημητρίου. Βατήρας εκτίναξης προς τη θελκτική αγκαλιά του μυθιστορήματος ήταν όμως πρωτίστως το διήγημα στις δεκαετίες του 1980, του 1990, ακόμα και στις αρχές του 2000, όταν άρχισαν να εμφανίζονται θεράποντες του είδους συνειδητοί και συστηματικοί. Ο σαρανταοκτάχρονος Ηλίας Λ. Παπαμόσχος, τον οποίο πρωτογνωρίσαμε με τη συλλογή Καλό ταξίδι, κούκλα μου… και άλλες ιστορίες (Κέδρος, 2004) είναι μια τέτοια περίπτωση. Στην πέμπτη συλλογή του, Η αλεπού της σκάλας και άλλες ιστορίες (Κίχλη, 2015) που κυκλοφορεί, αποδεικνύεται επιπλέον συγγραφέας που αντιλαμβάνεται και κατέχει την τέχνη του καλογραμμένου διηγήματος.
Οσοι έχουν διαβάσει τις προηγούμενες συλλογές του –Του χρόνου κυνήγια (Κέδρος, 2005), Λειψή αριθμητική (Κέδρος, 2009), Ο μυς της καρδιάς (Μεταίχμιο, 2011) –γνωρίζουν ήδη τον κόσμο που στοιχειοθετούν τα διηγήματα του Παπαμόσχου: Βρισκόμαστε στην ελληνική επαρχία του Βορρά, κοντά στη γενέθλια Καστοριά, ψαράδες λάμνουν στα νερά της λίμνης της και κυνηγοί συντροφιά με τα σκυλιά τους ανεβαίνουν στα βουνά. Ο χρόνος κυλάει στο ρελαντί και ο συγγραφέας ήρεμα καθοδηγεί το βλέμμα σε πρόσωπα προσφιλή –τον σοφό παππού, την πολίτισσα γιαγιά με τις πίτες και την ευσέβειά της -, σε φιγούρες της καθημερινής ζωής στον μικρόκοσμο της επαρχίας, σε γεγονότα σημαδιακά και αμετάκλητα, χρωματισμένα όλα, άνθρωποι και ιστορίες, με τη μελαγχολία της παραλίμνιας πόλης.
Ο Χάρος, παρουσία εμφατική. Η Περσεφόνη και ο Πλούτωνας, κοράκια και δυσοίωνα μαύρα ρόδια, δημιουργούν μια μακάβρια ατμόσφαιρα στωικής αποδοχής του θανάτου. Καμία βίαιη αντίσταση. Οι χαρακτήρες του, πονεμένοι και βαρείς, υπακούουν στον φυσικό νόμο χωρίς λόγια πολλά, σε σιωπηλή αλληλεγγύη: «Μιλούν τα τσιγάρα μας κι όλα τα παίρνει ο καπνός».
Το χρήμα, κρόσσια χρωματιστά
Ολα μοιάζει να γίνονται φυσικά στη γραφή του Παπαμόσχου. Δεν χρειάζεται να γίνει στρατευμένα λόγος για τη σύγχρονη τραγωδία των μεταναστών, μια φράση αρκεί για να γίνει, δεξιοτεχνικά, το σχόλιο: «Σε μια κορνίζα στον τοίχο χαμογελούσαν ανυποψίαστα τα δίδυμα [της μεσήλικης Αλβανής Βαλεντίνας], χρόνια προτού τα καταπιούν τα κυματάκια της Αδριατικής στη μεγάλη έξοδο του ’91». Ποιος ο λόγος να αναφερθεί αγχωτικά και διδακτικά στην κρίση; Οι πετεινοί λαλίστατοι, στο ομότιτλο διήγημα, αναμφισβήτητη αλληγορική παραπομπή στα κοκόρια κάθε εξουσίας, λένε τα πάντα για την πολιτική κρίση των ημερών. Τι είναι το χρήμα; Κρόσσια χρωματιστά, στην κορυφαία του τόμου «Συνάντηση». Γιατί να βάλει σε βάθρο και να υπογραμμίσει τις αναφορές του, για να εντυπωσιάσει τους ανεπαρκείς αναγνώστες και τους πολιτισμικά αδαείς; Ο Φούτης, ο «πολωνός ελαιοχρωματιστής», «που θυμίζει μοναχό που ιστορεί ουρανό για να δραπετεύσει», μπορεί να είναι εξίσου ο ταρκοφσκικός Αντρέι Ρουμπλιόφ και ο ανώνυμος αγιορείτης μοναχός, η ιστορία του δεν αποδυναμώνεται.
Οι μεταφορές και οι ρεαλιστικές περιγραφές του Παπαμόσχου έχουν ένταση, οι παρομοιώσεις του έχουν πρωτοτυπία. Στη γλώσσα του ρέουν οι χυμοί της παράδοσης κατάλληλα διοχετευμένοι. Προτίμηση πάντως δείχνει στα υπερβατά. Εχει την τάση να ανατρέπει την αναμενόμενη σειρά των λέξεων, δίνοντας έναν λαϊκότροπο κυματισμό στον λόγο του με συνηχήσεις από τη δημοτική ποίηση, μια ποιητικότητα, που είναι και το χαρακτηριστικό του ύφους του –έστω κι αν ορισμένες στιγμές ο λυρικός οίστρος του τον παρασύρει. Τότε είναι που χωλαίνει η γραφή του, όταν υποκύπτει στον πειρασμό να μνημειώσει το σκηνικό της φύσης με ατμοσφαιρικές περιγραφές ή όταν επικεντρώνεται στην περιγραφή στατικών αντικειμένων (όπως η βαλσαμωμένη «Αλεπού στη σκάλα» του τίτλου του βιβλίου ή η «Καρέκλα του Γκλεν Γκουλντ»). Εκεί τα διηγήματα καταλήγουν λυρικές εξάρσεις και άνευρες ιμπρεσιονιστικές αναπαραστάσεις χωρίς νόημα. Λείπουν οι χαρακτήρες οι σμιλεμένοι από την τραχύτητα της ζωής στην επαρχία, που συγκρατούν την υπερβολή στην εκφορά της ευαισθησίας του συγγραφέα –όπως συμβαίνει, αντιθέτως, με τον οργανοπαίχτη-καφετζή Γιακουμή στο «Λαούτο».
Τα περισσότερα διηγήματα πρωτοδημοσιεύτηκαν σε περιοδικά και εφημερίδες το 2011. Το «Θέαμα», η «Εγχείρηση», τα «Χείλη της Παναγίας», από τα πιο δυνατά της συλλογής, δημοσιεύτηκαν το 2013 και το 2014. Η πληροφορία δεν δίνεται για λόγους σχολαστικούς γραμματολογικού υπομνηματισμού· υπαινίσσεται ότι η αξιανάγνωστη διηγηματογραφία του Παπαμόσχου έχει διάρκεια και συνέχεια.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ