Οι άνθρωποι είναι πιθανό ότι μπορεί να προσβληθούν από τη νόσο Αλτσχάιμερ στη διάρκεια κάποιας χειρουργικής επέμβασης ή άλλης ιατρικής διαδικασίας, με τον ίδιο τρόπο που είναι δυνατό να μεταδοθεί η νόσος Κρόϊτσφελντ-Γιάκομπ (των «τρελών» αγελάδων), σύμφωνα με Βρετανούς επιστήμονες.
Τα ευρήματα
Είναι η πρώτη ένδειξη για μετάδοση του Αλτσχάιμερ από άνθρωπο σε άνθρωπο, αν και όχι υπό κανονικές αλλά από ιατρικές συνθήκες. Έως τώρα η νόσος θεωρείται τυχαία (σποραδική) ή κληρονομική. Οι ερευνητές όμως επεσήμαναν πως τα ευρήματά τους είναι προκαταρκτικά και ότι είναι πρόωρο να θεωρήσει κανείς το Αλτσχάιμερ μεταδοτική ασθένεια, αν και το ζήτημα χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Πολλοί άλλοι επιστήμονες έσπευσαν να κάνουν καθησυχαστικές δηλώσεις.
Η πιθανή μετάδοση της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο ίσως μπορεί να γίνει από μολυσμένο ιατρικό εργαλείο στο χειρουργείο. Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον καθηγητή Τζον Κόλιντζ του University College του Λονδίνου (UCL) ανέφεραν ότι σε τέτοιες περιπτώσεις φαίνεται πως ο κίνδυνος μετάδοσης είναι σπάνιος μεν, αλλά πιθανός.
Η επιστημονική ανακοίνωση -που δημιουργεί ανησυχίες- έρχεται μετά τη νεκροψία του εγκεφάλου οκτώ ασθενών, οι οποίοι είχαν πρόσφατα πεθάνει από τη νόσο Κρόϊτσφελντ-Γιάκομπ. Οι επιστήμονες παρατήρησαν ότι επτά από τους οκτώ νεκρούς είχαν συγκεντρώσεις της πρωτεϊνης βήτα αμυλοειδούς, το χαρακτηριστικό σημάδι της νόσου |Αλτσχάιμερ στους ηλικιωμένους.
Όμως οι συγκεκριμένοι ασθενείς είχαν πεθάνει σχετικά νέοι (36 έως 51 ετών), πράγμα που δεν δικαιολογούσε την αυξημένη παρουσία του βήτα αμυλοειδούς, με δεδομένο μάλιστα ότι κανείς δεν είχε ιστορικό εμφάνισης Αλτσχάιμερ στην οικογένειά του. Κανείς δεν είχε αναπτύξει κανονικό Αλτσχάιμερ στον εγκέφαλό του, αλλά στους μισούς η παθολογική εικόνα του εγκεφάλου τους έδειχνε πιθανό ότι θα είχαν εμφανίσει Αλτσχάιμερ, αν προηγουμένως δεν είχαν πεθάνει από Κρόϊτσφελντ-Γιάκομπ.
Όλοι οι νεκροί ασθενείς είχαν κολλήσει τη νόσο από μολυσμένες ενδομυικές ενέσεις με ανθρώπινες αναπτυξιακές ορμόνες που είχαν κάνει όταν ήσαν παιδιά (το 1985 οι ορμόνες αυτές καταργήθηκαν και αντικαταστάθηκαν από συνθετικές).
Οι ορμόνες
Μεταξύ 1958-1985 περίπου 30.000 άνθρωποι παγκοσμίως είχαν κάνει θεραπεία κατά του νανισμού με ανθρώπινες ορμόνες ανάπτυξης που προέρχονταν από εγκεφάλους πτωμάτων. Όμως μερικές ορμόνες ήσαν μολυσμένες με τις πρωτεϊνες «πριόν», με αποτέλεσμα ορισμένοι άτυχοι άνθρωποι (πάνω από 200 μέχρι σήμερα) να κολλήσουν τη νόσο Κρόιτσφελντ-Γιάκομπ. Η υποψία είναι ότι μια ανάλογη μόλυνση μπορεί να συμβεί με τις πρωτεϊνες του Αλτσχάιμερ, καθώς οι βρετανοί ερευνητές βρήκαν στον εγκέφαλο των νεκρών ασθενών όχι μόνο «πριόν», αλλά και εστίες βήτα αμυλοειδούς.
Οι βρετανοί ερευνητές πιστεύουν ότι με ανάλογο τρόπο όπως η νόσος Κρόϊτσφελντ-Γιάκομπ, η πρωτεϊνη βήτα αμυλοειδές μπορεί να μεταφερθεί στον εγκέφαλο ενός ανθρώπου κατά λάθος, στη διάρκεια κάποιας χιερουργικής ή άλλης ιατρικής πράξης. Δεν υπάρχουν όμως αποδείξεις ότι όντως οι ενέσεις των αναπτυξιακών ορμονών ήσαν η αιτία για την αύξηση του βήτα αμυλοειδούς.
Η ασθένεια
Η νόσος Αλτσχάιμερ είναι μια ανίατη μέχρι σήμερα νευροεκφυλιστική πάθηση, που αποτελεί μια κοινή μορφή άνοιας. Όσο περνάνε τα χρόνια, αναμένεται να πάσχουν από αυτή οπλοένα περισσότεροι άνθρωποι τριτης ηλικίας. Όσοι έχουν σχετικό οικογενειακό ιστορικό, κινδυνεύουν περισσότερο. Τα χαρακτηριστικά σημάδια της στον εγκέφαλο είναι οι πλάκες αμυλοειδούς και οι συγκεντρώσεις μιας άλλης πρωτεϊνης, της ταυ, που έχουν ως συνέπεια να καταστρέφονται τα εγκεφαλικά κύτταρα.
Αν και δεν είναι σαφές γιατί μερικοί άνθρωποι παθαίνουν Αλτσχάιμερ και άλλοι όχι, οι επιστήμονες γενικά συμφωνούν ότι δεν μπορεί κανείς να κολλήσει τη νόσο όπως το κρυολόγημα. Ο Κόλιντζ επεσήμανε πως χρειάζεται περαιτέρω έρευνα πάνω στο ζήτημα και σκοπεύει να ελέγξει παλαιότερα αποθέματα ορμονών ανάπτυξης, για να διαπιστώσει αν μέσα σε αυτά υπάρχει βήτα αμυλοειδές. Δήλωσε πάντως πως δεν υπάρχει κανένας λόγος αδικαιολόγητης ανησυχίας, όσον αφορά τις μεταγγίσεις αίματος ή τις οδοντιατρικές εργασίες. «Δεν μπορεί να κολλήσει κανείς Αλτσχάιμερ ζώντας μαζί ή φροντίζοντας κάποιον με τη νόσο», τόνισε. Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιθεώρηση «Nature».
Newsroom ΔΟΛ