CLAUDE MOSSE

Μικρή ιστορία της αθηναϊκής δημοκρατίας – και η πρόσληψή της στους αιώνες

Μετάφραση Σώτη Τριανταφύλλου.

Εκδόσεις Πατάκη, 2015, σελ. 240, τιμή 9,90 ευρώ

Η ελληνίστρια Κλοντ Μοσέ, η οποία διανύει τη δέκατη δεκαετία της ζωής της, είναι μια προσωπικότητα που προκαλεί αναγνωστικό δέος. Και ασφαλώς είναι σήμερα η επιφανέστερη πνευματική φίλη της χώρας μας στη Γαλλία μετά την εκδημία της Ζακλίν ντε Ρομιγί το 2010. Ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Paris-VIII η ίδια, είναι ειδήμων της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας, μια spécialiste παγκόσμιας εμβέλειας με όλη τη σημασία της λέξης. Εχει γράψει πολλά βιβλία, ειδικότερα για την κλασική Ελλάδα και την ελληνιστική περίοδο. Τα περισσότερα από αυτά έχουν μεταφραστεί στη γλώσσα μας. Το πλέον πρόσφατο δοκίμιό της υπό τον τίτλο «Regards sur la démocratie athénienne» (Editions Perrin) εκδόθηκε στο Παρίσι το 2013 και το 2015 κυκλοφόρησε στα ελληνικά ως «Μικρή ιστορία της αθηναϊκής δημοκρατίας –και η πρόσληψή της στους αιώνες» (Πατάκης). Με αυτήν ακριβώς την αφορμή και παρά τις δεδομένες δυσκολίες που προκύπτουν από το προχωρημένο της ηλικίας της, η Κλοντ Μοσέ ανταποκρίθηκε ενθουσιωδώς στο αίτημα του «Βήματος της Κυριακής» για μια συζήτηση που δεν αφορά μονάχα το παρελθόν της δημοκρατίας αλλά και τις προοπτικές της στις αρχές του 21ου αιώνα.

Το πρώτο ερώτημα, κυρία Μοσέ, συνδέεται ευθέως με τη μνήμη σας. Θα ήθελα να θυμηθείτε μαζί μας πότε ήλθατε για πρώτη φορά σε επαφή με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.
«Στην πραγματικότητα ο Δημοσθένης υπήρξε η απαρχή της σταδιοδρομίας μου ως ελληνίστριας, ως ειδικής μελετήτριας της ιστορίας της αρχαίας Ελλάδας. Οταν ήμουν μαθήτρια στο γυμνάσιο, στη διάρκεια της Κατοχής, άρχισα να διαβάζω τα κείμενα του Δημοσθένη, κείμενα που εξυμνούσαν τη δημοκρατία, την ελευθερία και την ισότητα, και όλα αυτά σε μια Γαλλία που είχε καταληφθεί από τον γερμανικό στρατό. Αναλογιστείτε το, ήταν κάτι εντυπωσιακό τώρα που το ξανασκέφτομαι. Είπα τότε με αποφασιστικότητα στον εαυτό μου: Ναι, εδώ, σ’ αυτές τις ιδέες, βρίσκονται τα θεμέλια ολόκληρου του πολιτισμένου κόσμου».
Και έκτοτε αφιερώσατε τη ζωή σας και το έργο σας σ’ εκείνη την εποχή, σ’ αυτό το επιστημονικό πεδίο. Ωστόσο αναρωτιέμαι: Τι ήταν αυτό που στη διάρκεια τόσων χρόνων ανανέωνε το κίνητρό σας, αν μπορώ να το πω έτσι, ώστε να μην το εγκαταλείψετε;
«Αυτό το πάθος, αν μπορώ κι εγώ να το πω έτσι, επαναβεβαιώθηκε, και επεκτάθηκε θα έλεγα, στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης, όπου είχα την τύχη να διδαχθώ την αρχαία ελληνική ιστορία από εξαίρετους καθηγητές, όπως ο Αντρέ Εμάρ (1900-1964). Εν συνεχεία, αφού πέρασα επιτυχώς τις σχετικές γαλλικές εξετάσεις και πήρα τον τίτλο της καθηγήτριας μέσης εκπαίδευσης, αφοσιώθηκα στη συγγραφή της διδακτορικής μου διατριβής με θέμα ακριβώς την αθηναϊκή δημοκρατία την εποχή του Δημοσθένη που εθεωρείτο, στην παράδοση της γαλλικής ιστοριογραφίας στην οποία εντασσόταν και ο μεγάλος ιστορικός Γκιστάβ Γκλοτζ (1862-1935), ένας αιώνας παρακμής. Ηθελα λοιπόν να καταλάβω γιατί εκείνη η συγκεκριμένη δημοκρατία παρήκμασε σ’ εκείνη τη συγκεκριμένη περίοδο. Καθώς όμως εργαζόμουν πάνω σ’ αυτό, σταδιακά συνειδητοποιούσα ότι τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά αλλά ότι, αντιθέτως, ήταν ακόμη πιο περίπλοκα. Ξεκίνησα να ασχολούμαι με τον Δημοσθένη, έναν ρήτορα του 4ου π.Χ. αιώνα, αλλά στην πορεία των σπουδών και της έρευνάς μου ανακάλυψα τα ομηρικά έπη, τις τραγωδίες, τη φιλοσοφία, τον Πλάτωνα, τον Αριστοτέλη… Ηταν όλα αυτά μαζί που με έσπρωξαν σ’ αυτό το μονοπάτι, που με παρακίνησαν να συνεχίσω προς αυτή την κατεύθυνση. Ανοίχτηκε μπροστά μου η δυναμική μιας ολόκληρης κουλτούρας, ενός σαγηνευτικού πολιτισμού, ο οποίος, επιπλέον, έδινε απαντήσεις στις εσώτερες διερωτήσεις μου. Τότε ήμουν μια νεαρή γυναίκα στην απελευθερωμένη πλέον Γαλλία, σε μια εποχή που προσπαθούσαμε να ανασυγκροτήσουμε τη χώρα μας και πιο συγκεκριμένα τη δημοκρατία μας».


Σήμερα σε ποια αρχαιοελληνικά κείμενα επιστρέφετε;
«Για να είμαι ειλικρινής, δεν επιστρέφω και πολύ στους φιλοσόφους. Αυτός στον οποίο έχω την τάση να επανέρχομαι συχνά είναι ο Ξενοφών, ο οποίος υπήρξε μεν μαθητής του Σωκράτη αλλά είχε μια πολύ ιδιαίτερη πορεία. Υστερα από μια μακρά εξορία επέστρεψε προς το τέλος της ζωής του στην Αθήνα και έγραψε ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον κείμενο, το «Πόροι ή περί προσόδων». Είναι ένα από τα ελάχιστα κείμενα όπου, ως έναν βαθμό, η σημασία της οικονομίας λαμβάνεται σοβαρά υπόψη και όπου ο ίδιος φθάνει ως το σημείο να παρακινήσει τους συμπολίτες του να χειριστούν πιο ελεύθερα και να δώσουν περισσότερα κίνητρα στους ξένους (μέτοικους) ώστε να συνεισφέρουν οι τελευταίοι ουσιαστικά στην επανεκκίνηση της οικονομίας της πόλης. Είναι ένα εκπληκτικό κείμενο, αν το διαβάσουμε με δημιουργικότητα στην εποχή μας. Ο Ξενοφών είναι μία από τις πλέον ενδιαφέρουσες προσωπικότητες ακριβώς λόγω των αντιφάσεών του. Κανένας από τους αρχαίους συγγραφείς δεν είναι «σύγχρονος» στην ουσία, αλλά η σκέψη του Ξενοφώντα προκαλεί έκπληξη επειδή διαφέρει κατά πολύ από τις αντίστοιχες των συγχρόνων του. Σ’ αυτόν επιστρέφω συχνά, όπως άλλωστε και στον Δημοσθένη, έναν ρήτορα αλλά και έναν άνδρα πολιτικό».
Επιτρέψτε μου να συνδυάσω τρεις διαπιστώσεις σας ώστε να θίξουμε ευρύτερα τις κριτικές που δέχθηκε διαχρονικά η αθηναϊκή δημοκρατία. Η πρώτη είναι αυτή που άσκησαν οι πολιτικοί στοχαστές και οι φιλόσοφοι της εποχής εκείνης: δεν στρέφονταν κατά της ιδεολογίας που στήριζε το καθεστώς αλλά κατέκριναν την καθαρά πρακτική του πλευρά, την καθημερινή λειτουργία του. Ελεγαν ότι εξαιτίας των δημαγωγών η πόλη έφτανε στο σημείο να κυβερνάται από μια αμαθή μάζα. Η δεύτερη έχει να κάνει με το γεγονός ότι οι Αθηναίοι αποδείχθηκαν πολύ αχάριστοι προς τους μεγάλους ηγέτες τους, τον Αριστείδη λ.χ. ή τον Θεμιστοκλή. Και η τρίτη αφορά τις μετέπειτα εκτιμήσεις των Διαφωτιστών που δεν εξυμνούσαν τους θεσμούς της δημοκρατίας αλλά την εικόνα μιας «μοντέρνας» και ευημερούσας οικονομικά Αθήνας. Ποια είναι, πιστεύετε, η πιο δίκαιη προσέγγιση που μπορούμε να έχουμε σήμερα για όλα αυτά, πέραν της δαιμονοποίησης και της εξιδανίκευσης;
«Πέρα από έναν υπαινιγμό σ’ έναν πλατωνικό διάλογο και συγκεκριμένα στον «Πρωταγόρα», όπου ο ομώνυμος σοφιστής επικαλείται τον μύθο και λέει ότι το κοινό δώρο του Δία προς όλους τους ανθρώπους ήταν η απόδοση της πολιτικής αρετής (υπό την έννοια ότι όλοι οι άνθρωποι πρέπει να έχουν μερίδιο στην αιδώ και στη δικαιοσύνη), θα σας έλεγα ότι γενικώς η κριτική που ασκήθηκε τότε από τους πολιτικούς στοχαστές προς την αθηναϊκή δημοκρατία ήταν αυστηρότατη. Ολοι θεωρούσαν ότι πράγματι οι αποφάσεις για την πόλη είχαν εκπέσει στα χέρια του αγράμματου πλήθους. Και, εδώ που τα λέμε, σ’ αυτές τις συγκεντρώσεις των 6.000 ως 9.000 ανθρώπων υπήρχαν πάρα πολλοί που δεν είχαν απολύτως καμία ιδέα για τα επίμαχα ζητήματα επί των οποίων επρόκειτο να ψηφίσουν και κατά συνέπεια ακολουθούσαν τυφλά τις απόψεις των ρητόρων και των δημαγωγών. Σε ό,τι αφορά τους στοχαστές του 18ου αιώνα, όπως ο Βολταίρος, επέμειναν και κατέδειξαν περισσότερο τη σημασία της οικονομικής ανάπτυξης για το αθηναϊκό καθεστώς, αν και γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η αθηναϊκή οικονομία, όπως συνέβαινε και στον 4ο π.Χ. αιώνα, κάτι με το οποίο έχω ασχοληθεί σε πολλά επιστημονικά άρθρα, μεγάλωνε μέσα από μια εμπορική δραστηριότητα που προέκρινε κυρίως τις ανάγκες της πόλης, της κοινωνίας συνολικά αν προτιμάτε. Από την πλευρά μου προσπάθησα να συνεκτιμήσω όλες τις κριτικές όπως αυτές αρθρώθηκαν επειδή πιστεύω ότι βασίζονταν στην πραγματικότητα, αλλά δεν γινόταν να μη συνεκτιμήσω και την ίδια την πραγματικότητα ενός πολιτικού συστήματος το οποίο λειτούργησε χωρίς να έχει πολλά προβλήματα στο ενεργητικό του. Είναι για μένα αξιοπρόσεκτο ότι μετά την ολιγαρχική επανάσταση δεν κατεγράφησαν σημαντικά αντίποινα προς αυτούς που την επιχείρησαν. Το δημοκρατικό σύστημα επομένως λειτούργησε χωρίς να παρουσιάσει καμία σοβαρή κρίση. Ακόμη πιστεύω ότι είναι όντως εκπληκτικό που ένα τέτοιο σύστημα βρήκε τον τρόπο να επιβιώσει με αυτόν τον τρόπο για περίπου ενάμιση αιώνα. Προσωπικώς η μελέτη αυτού του συστήματος δεν μου προκάλεσε έναν άκριτο θαυμασμό ούτε γέννησε στην πορεία κάποια εξιδανίκευση, πλην όμως μπορούμε να είμαστε βέβαιοι για κάτι: στην ιστορία της ανθρωπότητας υπήρξε μια αξιομνημόνευτη στιγμή κατά την οποία ένα δημοκρατικό σύστημα λειτούργησε και λειτούργησε καλά. Το σημαντικό πάντως για μένα, τόσο για τις εκτιμήσεις μας όσο και για τις επανεκτιμήσεις μας, είναι να κατανοήσουμε ότι η εμπειρία εκείνη υπήρξε κυριολεκτικώς μοναδική και γι’ αυτό αξίζει το ενδιαφέρον μας».


Νομίζω, κυρία Μοσέ, ότι αυτός είναι ίσως και ο βασικός λόγος για τον οποίο επιστρέφουμε ακόμη στο συγκεκριμένο ιστορικό παράδειγμα από το οποίο απέχουμε αιώνες, έτσι δεν είναι; Ποια όψη του όμως συνιστά, κατά τη γνώμη σας, τη σημαντικότερη κληρονομιά για εμάς σήμερα;
«Ο βασικός λόγος για τον οποίο ασχολήθηκα και στοχάστηκα πάνω στην αθηναϊκή δημοκρατία έχει να κάνει με το γεγονός ότι στην ιστοριογραφία αυτού του συγκεκριμένου πολιτικού συστήματος υπάρχει πάντοτε ως υπόβαθρο μια ιδέα που συμπυκνώνεται σε μια δυνατότητα, τη δυνατότητα (και τη συνακόλουθη προσπάθεια) να λειτουργήσει μια δημοκρατία αυτού του τύπου και σήμερα, προσαρμοσμένη στις δικές μας σύγχρονες κοινωνίες που βιώνουν μια παρατεταμένη κρίση των δημοκρατικών τους θεσμών και λειτουργιών. Σήμερα, βεβαίως, τα δημοκρατικά συστήματα είναι αντιπροσωπευτικά και αυτή είναι μια κρίσιμη διαφορά με την αρχαία αθηναϊκή δημοκρατία. Δεν μπορούμε, ασφαλώς, να συγκρίνουμε μια «μικρή» πόλη με χώρες εκατομμυρίων ανθρώπων, οι οποίες μάλιστα είναι πλήρως αλληλεξαρτώμενες σ’ αυτή την ιστορική φάση, σ’ ένα ευρύτερα διακρατικό και διεθνοποιημένο πλαίσιο. Μπορούμε όμως σίγουρα να προβληματιστούμε για το κρίσιμο ζήτημα: ποιος λαμβάνει και με ποιον τρόπο τις αποφάσεις υπό τις παρούσες συνθήκες. Με ρωτήσατε όμως και για τη «σημαντικότερη κληρονομιά» που μας άφησε εκείνη η δημοκρατία και σκέπτομαι ότι αυτή σχετίζεται ακριβώς με τη λήψη των αποφάσεων και την αρχή της πλειοψηφίας. Η διατύπωση των ψηφισμάτων προϋποθέτει ότι η μειοψηφία δέχεται τις αποφάσεις της πλειοψηφίας και ότι «πλούσιοι» και «φτωχοί» βρίσκονται ενωμένοι στη φράση έδοξε τω δήμω σχηματίζοντας έναν και μοναδικό δήμο, κάτοχο του κράτους, της ηγεμονικής εξουσίας. Η ίδια πλειοψηφική αρχή έχει επιβληθεί στις σημερινές αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες. Αλλά συγχρόνως είναι η ίδια που δημιουργεί πρόβλημα όταν η αποχή στις εκλογές παίρνει μεγάλες διαστάσεις».
«Προβληματικές όψεις» της δημοκρατίας

Οι αρχαίοι Ελληνες επινόησαν τη δημοκρατία. Η τελευταία όμως ήταν ουσιαστικά μια μακρά διαδικασία, δεν περιορίζεται μονάχα στη στιγμή που έλαμψε το μεγαλείο της. Υποθέτω ότι γι’ αυτό η πλειοψηφία γνωρίζει ή στέκεται περισσότερο στον «Χρυσό Αιώνα» του Περικλή και λιγότερο λ.χ. στις μεταρρυθμίσεις του Σόλωνα. Πώς μας βοηθά η γνώση του 4ου ώστε να κατανοήσουμε καλύτερα τον 5ο π.Χ. αιώνα; Και σε τι πρέπει να σταθούμε, εννοώ εδώ και τους θεσμούς και την ιδεολογία που τους στήριζε, προτού φθάσουμε να θαυμάσουμε το απόγειο εκείνου του συστήματος; Η κλασική Αθήνα δεν είχε, ας πούμε, τις προβληματικές της όψεις;
«Είναι γεγονός πως ό,τι γνωρίζουμε για τη δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα το γνωρίζουμε μέσα από τα όσα μας κατέλιπαν δύο ιστορικοί, ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, οι οποίοι όμως δεν ασχολήθηκαν στο έργο τους με τους τρόπους που λειτουργούσε το πολιτικό σύστημα. Ουσιαστικά το τελευταίο το είδαμε να λειτουργεί μόνο στη διάρκεια του 4ου π.Χ. αιώνα και αυτό το γνωρίζουμε πρωτίστως μέσα από τις πολυάριθμες επιγραφές με τις επίσημες αποφάσεις της Εκκλησίας του Δήμου αλλά και μέσα από αυτή την εκπληκτική πηγή πληροφοριών που συνιστούν οι δικανικοί λόγοι των ρητόρων οι οποίοι εμπλέκονταν σε πολιτικές, οικονομικές ή άλλου είδους υποθέσεις στην καθημερινή ζωή της αρχαίας Αθήνας. Είναι ακριβώς αυτοί οι λόγοι που μας δίδουν (και μας εξωθούν σε) μια πιο σύνθετη θεώρηση των πραγμάτων, όπου οι ασφαλείς εκτιμήσεις μας γίνονται πιο δύσκολες, σε μια πιο εμπλουτισμένη θεώρηση πάντως η οποία ξεπερνά την απλουστευτική ιδέα που περιγράφει την αθηναϊκή δημοκρατία στην εποχή του Περικλή ως το ιδανικό καθεστώς και ως ένα καθεστώς παρακμής στον 4ο π.Χ. αιώνα. Ασφαλώς υπήρχαν προβλήματα και στη δημοκρατία του 5ου π.Χ. αιώνα, όπως άλλωστε υπήρχαν και πριν και μετά. Επιτρέψτε μου όμως να αναφερθώ σε ορισμένες «προβληματικές όψεις», όπως είπατε κι εσείς. Οι αποφάσεις λαμβάνονταν κατά πλειοψηφία, πλην όμως αυτή η πλειοψηφία αντιπροσώπευε μονάχα ένα μικρό ποσοστό των πολιτών, τους πολίτες δηλαδή που παρευρίσκονταν στις συνεδριάσεις. Οι χώροι στους οποίους συνέρχονταν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την παρουσία 6.000 ως 9.000 ανθρώπων που σίγουρα ήταν αρκετοί, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι τότε ο αριθμός των πολιτών της Αθήνας ανερχόταν μεταξύ 25.000 και 30.000 περίπου. Οι πολίτες που συμμετείχαν στις συνεδριάσεις αμείβονταν με τρεις οβολούς ενώ, επίσης, όσοι συμμετείχαν στα λαϊκά δικαστήρια μπορούσαν να κερδίσουν έναν μισθό, με αποτέλεσμα να τρέχουν κάθε τόσο στις κληρώσεις για να επιλεγούν ως δικαστές. Επιπροσθέτως, οι ψηφοφορίες γίνονταν με ανάταση των χεριών και είναι πράγματι αξιοπερίεργο πώς μπορούσαν να μετρήσουν με ακρίβεια τα υψωμένα χέρια μεταξύ χιλιάδων ανθρώπων… Βεβαίως οι αποφάσεις λαμβάνονταν ύστερα από τις εκάστοτε προτάσεις της Βουλής που, μεταξύ άλλων, ετοίμαζε τα νομοθετικά προσχέδια. Και, φυσικά, τις προτάσεις αυτές τις στήριζαν ή τις κατέκριναν οι ρήτορες και η ποιότητα και η επίδραση ενός λόγου, όπως μπορείτε να φανταστείτε, μπορούσε να μεταστρέψει την ψήφο προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πάντοτε η τελική απόφαση ήταν και η καλύτερη δυνατή».

«Σήμερα η οικονομία κυριαρχεί επί της πολιτικής»


Αναφερόμενη στον Καμίγ Ντεμουλέν την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης λέτε ότι, παρά τις χονδροειδείς εκτιμήσεις, είχε καταλάβει κάτι θεμελιώδες, ότι «η δημοκρατική Αθήνα συμφιλίωνε την πολιτική ισότητα με τις κοινωνικές ανισότητες». Και η οικονομία, με την οποία έχουν ασχοληθεί και πολλοί μαρξιστές μελετητές, τι ρόλο έπαιξε σ’ αυτή τη «συμφιλίωση»;
«Είναι αδύνατον να σκεφθούμε την αθηναϊκή δημοκρατία χωρίς να σκεφθούμε την αθηναϊκή κοινωνία και αυτούς που συγκροτούσαν την πολιτική κοινωνία, όλους τους πολίτες δηλαδή –αφήνοντας κατά μέρος τους δούλους, τους ξένους κ.τ.λ. Και εκείνη η πολιτική κοινωνία ήταν άνιση. Πρώτα-πρώτα η ιστορική παράδοση που αποδίδει στον Σόλωνα τον χωρισμό των Αθηναίων σε τέσσερις κοινωνικές τάξεις ανάλογα με την οικονομική τους κατάσταση είναι μια ιδεολογική ανακατασκευή. Εννοείται ότι οι πιο φτωχοί συμμετείχαν στις συνεδριάσεις και ότι είχαν το δικαίωμα να λαμβάνουν μέρος στις κληρώσεις για τα δικαστήρια, πλην όμως η πρόσβαση σε ορισμένα δημόσια αξιώματα αφορούσε τους πολίτες με τα υψηλότερα εισοδήματα. Ηταν όμως οι πολίτες με τα υψηλότερα εισοδήματα, ειδικά από τον 4ο π.Χ. αιώνα, που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν ώστε να είναι εφικτή η εύρυθμη λειτουργία της πόλης και του συστήματος, ενός συστήματος που ασφαλώς στήριζαν οι δούλοι. Μιλάμε επομένως για μια πολύ άνιση κοινωνία, από κοινωνιολογική άποψη, χωρίς να υπεισέλθουμε τώρα στις μαρξιστικές αναλύσεις που δεν έχουν και πολύ νόημα γιατί ο τρόπος με τον οποίο λαμβάνονταν οι αποφάσεις μπορούσε να μετριάσει σε πολλές περιπτώσεις τις διαφορές ανάμεσα στους πλούσιους και στους φτωχούς ή να τις αναπροσαρμόσει. Τον 4ο π.Χ. αιώνα είδαμε ένα είδος οικονομικής διαχείρισης που βασικώς οργάνωνε τη συλλογή των φόρων με βάση τον πλούτο. Οι φτωχοί δεν πλήρωναν και οι πλούσιοι πλήρωναν περισσότερο (και για τις πολεμικές ανάγκες της πόλης). Ασφαλώς και υπήρχαν κοινωνικές ανισότητες οι οποίες όμως, σε κάποιον βαθμό, αντισταθμίζονταν από τη δίκαιη επιβάρυνση. Αυτό εξηγεί εκείνη την ισορροπία και την απουσία διαλυτικών φαινομένων. Εγώ δεν νομίζω ότι ήταν οι «ευνοϊκές»
οικονομικές συνθήκες που οδήγησαν στην εγκαθίδρυση της δημοκρατίας στην Αθήνα. Πρέπει να δούμε τη σταδιακή οικοδόμηση της δημοκρατίας στην Αθήνα, υπό το πρίσμα μιας ιστορικής και κοινωνιολογικής συγκρότησης. Το εμπόριο, εν γένει η οικονομική δραστηριότητα, ήταν προφανώς πολύ σημαντική κατά τον 4ο π.Χ. αιώνα αλλά η δραστηριότητα αυτή, και αυτό πρέπει να το τονίσουμε, δεν ήταν κυρίαρχη στην οικονομική ζωή εκείνης της Αθήνας».




Σήμερα, αντιθέτως, η οικονομία κυριαρχεί με τρόπο συντριπτικό, οι κοινωνικές ανισότητες αποδεδειγμένα αυξάνονται αλματωδώς και πολλοί ισχυρίζονται ότι η κυριαρχούσα αντίληψη για την οικονομία, η λεγόμενη νεοφιλελεύθερη, τείνει να εξαφανίσει όχι μόνο την ουσία της πολιτικής αλλά και την ουσία της δημοκρατίας…
«Σήμερα ζούμε σ’ έναν κόσμο όπου αναμφιβόλως η οικονομία κυριαρχεί επί της πολιτικής και αυτό συμβαίνει επειδή οι κοινωνίες είναι βαθύτατα συνδεδεμένες με συνεχείς οικονομικές κρίσεις, πράγμα που δεν συνέβαινε στην αρχαιότητα. Νομίζω ότι το υφιστάμενο οικονομικό σύστημα, και μιλώ για τα τελευταία 30-40 χρόνια, μας έχει οδηγήσει σε μια απόλυτη κυριαρχία των χρηματαγορών. Και το ερώτημα είναι: Εχει αυτό εν τέλει σοβαρές συνέπειες σε πολιτικό επίπεδο; Αυτό είναι το πιο πιθανό. Ας δούμε τη σημερινή Ελλάδα: το μεγαλύτερο κομμάτι της κοινωνίας επιβιώνει σε συνθήκες φτώχειας αλλά υπάρχει και ένας μικρός αριθμός πλούσιων ανθρώπων που ζει με φοβερή άνεση. Η μεγαλύτερη απόδειξη γι’ αυτό είναι το γεγονός ότι, όταν αναδύθηκε ο κίνδυνος η χώρα να εγκαταλείψει το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, έφυγαν μέσα σε μία μόνο εβδομάδα τρία δισεκατομμύρια ευρώ από τις ελληνικές τράπεζες. Αυτό σημαίνει ότι τα έβγαλαν οι πλούσιοι από τις τράπεζες, ούτε οι ναυτεργάτες στον Πειραιά ούτε οι αγρότες λ.χ. θα μπορούσαν να βγάλουν συνολικά ένα τέτοιο ποσό από τα τραπεζικά ιδρύματα. Υπονομεύει επομένως τη δημοκρατία στην Ελλάδα η σημερινή οικονομική κατάσταση; Ναι, έχω την αίσθηση ότι την υπονομεύει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ