Οι φόβοι για τις συνέπειες της μεγαλύτερης του αναμενομένου επιβράδυνσης της Κίνας αλλά και η σύγχυση για τις προθέσεις των κινεζικών αρχών συνεχίζουν να προκαλούν αναταραχή στις αγορές κεφαλαίου και κυρίως στις ισοτιμίες των νομισμάτων.
Αναλυτές μάλιστα σημειώνουν πως η Κίνα από τη μία πλευρά μάλιστα επιθυμεί το ρενμίμπι (RMB), όπως είναι η επίσημη ονομασία του κινεζικού νομίσματος, γνωστότερου ως γουάν, να κερδίσει μερίδιο αγοράς ως παγκόσμιο αποθεματικό νόμισμα, ενώ από την άλλη, καθώς η οικονομία της χώρας βρίσκεται σε κάμψη, διεκδικεί πλέον συμμετοχή στους παγκόσμιους νομισματικούς πολέμους, στο πλαίσιο των οποίων έλαβε χώρα μια ολόκληρη σειρά υποτιμήσεων σε διάφορα νομίσματα από την έναρξη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Ωστόσο, ορισμένοι οικονομολόγοι θεωρούν πως οι αγορές αντιδρούν υπερβολικά στα ασθενή μεταποιητικά στοιχεία που ανακοινώθηκαν (η μεταποίηση, τον Αύγουστο, σημείωσε τη μεγαλύτερη συρρίκνωση των τελευταίων τριών ετών) καθώς μπορεί η οικονομία να επιβραδύνει, εν τούτοις δεν αναμένεται κάποια δραματικά αρνητική εικόνα. Ο κλάδος των υπηρεσιών π.χ. αυξάνεται και τώρα αποτελεί το ήμισυ της κινεζικής οικονομίας. Η πιθανή μετάλλαξη πάντως του οικονομικού μοντέλου της χώρας, που θα βασίζεται λιγότερο στις εξαγωγές και περισσότερο στην εγχώρια ζήτηση, στην κατανάλωση και στις υπηρεσίες, δεικνύει ότι η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου βρίσκεται σήμερα σε ένα μεταβατικό στάδιο που δεν θα περάσει δίχως κραδασμούς για την παγκόσμια οικονομία.
Με βασικές προϋποθέσεις ότι οι παγκόσμιες αγορές θα ανακάμψουν από την πρόσφατη αστάθεια, ότι η Κίνα θα επιτρέψει τη σταδιακή μείωση της αξίας του νομίσματός της και δεν θα προχωρήσει σε επιθετικές κινήσεις υποτίμησης, και ότι η Fed, λαμβάνοντας υπόψη τα ισχυρά οικονομικά αποτελέσματα των ΗΠΑ, θα προχωρήσει στην πρώτη αύξηση των επιτοκίων, ανεξάρτητα από το σε ποια συνεδρίαση της Ομοσπονδιακής Επιτροπής Ανοιχτής Αγοράς (FOMC) θα πραγματοποιηθεί –τον Σεπτέμβριο, τον Οκτώβριο ή τον Δεκέμβριο -, ο John J. Hardy, επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος της Saxo Bank, προβλέπει πως ως το τέλος του έτους οι βασικές ισοτιμίες των νομισμάτων θα διαμορφωθούν ως εξής:
Η ισοτιμία ευρώ/δολαρίου αναμένεται να κυμανθεί σε σημαντικά χαμηλότερα επίπεδα, στην περιοχή του 1, εφόσον ξεπεραστεί το πρόσφατο κύμα νευρικότητας, και να επανέλθει στο επίκεντρο η απόκλιση πολιτικής των κεντρικών τραπεζών και το carry trade του ευρώ (δηλαδή ο δανεισμός σε ευρώ για τη χρηματοδότηση άλλων επενδύσεων με υψηλότερες αποδόσεις), τα οποία καθοδηγούσαν το ευρωπαϊκό νόμισμα μέχρι πρότινος.
Η ισοτιμία δολαρίου/γεν αναμένεται να ξεπεράσει το 130, αν και κάτι τέτοιο ενέχει έναν σχετικό κίνδυνο ανόδου, σε περίπτωση που η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας αισθανθεί ότι μπορεί να προχωρήσει σε ακόμη μία κίνηση χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής της, εξαιτίας των αποπληθωριστικών συνεπειών από την κατάρρευση των τιμών σε ενέργεια και άλλα εμπορεύματα, αλλά και την υποτίμηση του κινεζικού νομίσματος. Ωστόσο, με το γεν να είναι ήδη αρκετά αδύναμο, ο τρέχων κύκλος έχει σχεδόν ολοκληρωθεί. Τυχόν κίνδυνος καθόδου θα οφείλεται στη συνέχιση της μεταβλητότητας που επικρατεί στην αγορά και τους επόμενους μήνες (αυτό δεν αποτελεί το βασικό μας σενάριο).
Παρά το γεγονός ότι οι παράγοντες που επηρεάζουν το δολάριο και τη στερλίνα είναι παρόμοιοι, εν τούτοις αναμένεται υπεραπόδοση του δολαρίου εφόσον η Fed προχωρήσει σε αύξηση των επιτοκίων πριν από την Τράπεζα της Αγγλίας, με τη σχετική ισοτιμία να διαμορφώνεται στην περιοχή του 1,50.
Το δολάριο με το ελβετικό φράγκο θα σημειώσει έντονο ράλι στο 1,10, αν η αγορά ξεπεράσει τις πρόσφατες δυσκολίες. Το ελβετικό φράγκο είναι εξαιρετικά υπερτιμημένο, αλλά η αγορά διστάζει να το αγγίξει μετά την απόσυρση της ελάχιστης συναλλαγματικής ισοτιμίας του φράγκου, στις 15 Ιανουαρίου, από την SNB. Ωστόσο, η πρόσφατη αναταραχή στις αγορές δεν επηρέασε ιδιαίτερα ανοδικά το φράγκο, γεγονός που υποδηλώνει ότι το νόμισμα έχει χάσει τη θέση του ως ασφαλές καταφύγιο. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε να ενθαρρύνει τους υποψήφιους πωλητές, που μπορεί εν τέλει να λάβουν επιπλέον υποστήριξη από τυχόν παρέμβαση της Κεντρικής Τράπεζας της Ελβετίας (Swiss National Bank), η οποία επιδιώκει την αποδυνάμωση του εθνικού νομίσματος.
Οι πιέσεις στα νομίσματα των αναδυόμενων αγορών εκτιμάται ότι θα συνεχιστούν όσο η Fed ομαλοποιεί την πολιτική της. Ωστόσο, αν η αγορά ξεπεράσει την πρόσφατη αναταραχή και σημειώσει νέο ράλι, οι πιέσεις στην τουρκική λίρα και σε νομίσματα άλλων αναδυόμενων αγορών ενδέχεται να μειωθούν. Πάντως η τουρκική λίρα υποτιμήθηκε έως 22% εφέτος καθώς τα οικονομικά και πολιτικά προβλήματα της χώρας κορυφώθηκαν, εν μέσω των μαζικών πωλήσεων στις αναδυόμενες αγορές, ενώ η ισοτιμία της ως προς το δολάριο εκτιμάται ότι θα ισορροπήσει στην περιοχή του 3,10.
HeliosPlus