Μετά την παραίτηση της κυβέρνησης η κατάσταση στη χώρα είναι ακόμη πιο αντιφατική. Ένα κόμμα που μεταξύ πολλών άλλων επαγγέλονταν την επάνοδο του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, την σταδιακή αποκατάσταση μισθών στα προ του μνημονίου επίπεδα, την άμεση επάνοδο του επιδόματος ανεργίας στα 461 ευρώ, ένα κόμμα που στο πρόγραμμά του υπόσχονταν την αναχρηματοδότηση της χώρας μέσα από τις «ισχυρές δυνατότητες για αναπτυξιακές συνεργασίες που φαίνεται να υπάρχουν με τη Ρωσία, την Κίνα, χώρες του αραβικού κόσμου και άλλες χώρες» και την εσωτερική αναχρηματοδότηση μέσα από τη «δημιουργία όρων για την επιστροφή καταθέσεων και τη σταθερότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος», φόρτωσε τη χώρα με ανυπολόγιστα νέα οικονομικά βάρη, αποδιοργάνωσε την ιδιωτική επιχειρηματικότητα και τις τράπεζες, οδήγησε σε απίστευτη φυγή καταθέσεων, αύξησε την ανεργία και την ύφεση και κατέφυγε στο πιο βαρύ Μνημόνιο.
Και να το θαύμα!! Ο αρχηγός αυτού του κόμματος «παρουσιάζεται» ως ο από μηχανής Θεός της σύνεσης, της συναίνεσης και της Σοσιαλδημοκρατίας, που θα κάνει όλα όσα μέχρι χθες όχι απλώς αρνούνταν, αλλά χαρακτήριζε και όσους πρέσβευαν κάτι τέτοιο ως «γερμανοτσολιάδες», μερκελιστές και Ολαντρέου.
Ε, όχι δεν είναι έτσι, αν έτσι νομίζετε. Δεν μπορεί ο κ. Τσίπρας να αποτελέσει τη σύγχρονη ελληνική σοσιαλδημοκρατία. Δεν την πιστεύει, όπως δεν πιστεύει και τη Συμφωνία που υπέγραψε. Αν ο κ. Τσίπρας ήταν σοσιαλδημοκράτης δεν θα έλεγε πως δεν «πιστεύει» το τρίτο Μνημόνιο, αλλά πως συνειδητοποιεί ότι πολλά από τα μέτρα του Μνημονίου θα έπρεπε ήδη να είχαν εφαρμοστεί και για πολλά άλλα θα αναζητούσε ισοδύναμα που περιορίζουν τον ρόλο του κρατισμού και μειώνουν τις ανισότητες.
Αυτό το κόμμα και αυτός ο ηγέτης είναι έκφραση μιας «κινηματικής» Αριστεράς που ποτέ δεν ήταν πραγματικά φιλοευρωπαϊκή, που στη θέση της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας τοποθετούσε πάντα μια αόριστη άμεση δημοκρατία ως μέσο για τη δημιουργία αυταρχικών καθεστώτων, που γλυκοκοίταζε τους Τσάβες- Κάστρο και όχι τους Ολάντ- Ρέντσι. Αυτό το κόμμα και ο ηγέτης του δεν ήσαν, δεν είναι και δεν θα γίνουν ποτέ σοσιαλδημοκράτες.
Όλα μαύρα λοιπόν; Οι Αμερικανοί όταν θέλουν να δηλώσουν πως μια κατάσταση παρόλο που είναι τόσο χάλια, μπορεί σε μερικές περιπτώσεις να έχει και θετικές επιπτώσεις λένε: fine weather for ducks (καλός καιρός για πάπιες).
Εννοώντας πως ακόμη και σε μια βροχερή, λασπωμένη μέρα τουλάχιστον οι πάπιες χαίρονται και ευχαρίστιουνται.
Στη χώρα μας, μέσα σ’ αυτή τη ζοφερή κατάσταση, μέσα στην κατάρρευση του παλιού πολιτικού συστήματος και την απόλυτη αναξιοπρέπεια που αναδύει το «παμπάλαιο νέο» της κινηματικής ριζοσπαστικής Αριστεράς, ίσως είναι καλός ο καιρός για τη δημιουργία του ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού πόλου. Και αυτό δεν σημαίνει τίποτα άλλο από την εκλογική (τουλάχιστον) ενότητα των δύο πόλων αυτού που αποτέλεσε τις δυο ψυχές της ιδιότυπης ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας.
Η μια πλευρά ήταν αυτή του ΠΑΣΟΚ που υποστήριζε ότι δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνία ευημερίας χωρίς λαϊκές αναφορές στηριζόμενες σ’ ένα ισχυρό κράτος πρόνοιας σε συνθήκες δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης. Η άλλη ψυχή ήταν αυτή της Ανανεωτικής Αριστεράς (η ΔΗΜΑΡ σήμερα) που αναφέρονταν στα ανθρώπινα δικαιώματα. τις ανισότητες, τον ευρωπαϊσμό, στην ενότητα ισότητας και ελευθερίας. Δυο ψυχές με ασφαλώς πολλές ανεπάρκειες (κρατισμός, πελατειακές σχέσεις η πρώτη, διστακτικός μεταρρυθμισμός, συμβιβασμοί με συντεχνίες η δεύτερη).
Όταν μια φορά ρώτησαν τον Βολταίρο ποιες είναι οι σχέσεις του με τον Θεό, αυτός απάντησε «χαιρετιόμαστε, αλλά δεν συνομιλούμε». Κάπως έτσι ήταν και οι σχέσεις των ελλήνων σοσιαλιστών με τους αριστερούς της ανανέωσης. Χαιρετιόντουσαν, αλλά δεν συνομιλούσαν. Σήμερα ήρθε ο καιρός όχι μόνο να συνομιλήσουν, αλλά και να συγκατοικήσουν σε νέο σπίτι.
Αν η προσπάθεια είναι ειλικρινής, πράγμα που προϋποθέτει την αυτοκριτική των μεν για την πελατειακή τους σχέση με την κοινωνία και το κράτος, για την απίστευτη διαφθορά κάποιων εξ αυτών, εξάλλου οι περισσότεροι εξ’ αυτών αγκυροβόλησαν στον ΣΥΡΙΖΑ και των δε για την αμφισημία τους έναντι των κρατικίστικων συντεχνιών, της επιχειρηματικότητας, των σειρήνων του ΣΥΡΙΖΑ, αν στρατευτούν νέα πρόσωπα σε ιδέες και όχι μόνο ηλικιακά, για να ανανεώσουν τον χώρο με τις νέες αξίες τους, τότε αυτός θα είναι ο ελληνικός σοσιαλδημοκρατικός πόλος. Αυτός θα είναι ο χώρος για πολλούς που για πάνω από 40 χρόνια αναγκάζονταν να πατούν σε δυο βάρκες και δεν είχαν σίγουρο πολιτικό σπίτι.
Κανείς δεν έμαθε κολύμπι στην έρημο. Κανείς που φοβάται το νερό δεν θα αισθανθεί τη χαρά να κολυμπά στα ποτάμια των ιδεών που συναντώνται και δεν παραμένουν στις όχθες της αυτοδικαίωσης τους. Οι δυο πλευρές καλούνται να εισέλθουν σ’ ένα ρεύμα που θα τις οδηγήσει στη διεύρυνση της αποδοχής τους και όχι να εμμένουν πεισματικά η κάθε μια στη δική της ξερή όχθη, να διψούν, να μαραίνονται, να πεθαίνουν είτε στην έρημο της αναπόλησης των «περασμένων μεγαλείων», είτε σ’ απόψεις που απετάσσουν μετά βδελυγμίας τη Σοσιαλδημοκρατία και τις παραφυάδες αυτής.
Ο Γιώργος Σιακαντάρης είναι διδάκτωρ Κοινωνιολογίας