Είναι σε όλους γνωστή η αποτυχημένη κατάληξη της ποτοαπαγόρευσης, που το μόνο που κατάφερε ήταν να πλουτίσουν τα παράνομα κυκλώματα. Φοβάμαι πως το ίδιο θα συμβεί στις ημέρες μας με τη «λαθρομετανάστευση» και τις πολιτικές απαγόρευσης που επιβλήθηκαν ως τώρα. Οι ροές προσφύγων και μεταναστών συνεχίζονται εκρηκτικές και αυτό το καλοκαίρι. Οσοι περνούν με σαπιοκάραβα τη Μεσόγειο υπολογίζονται σε πάνω από διακόσιες χιλιάδες τους τελευταίους μήνες με προορισμό την Ελλάδα και την Ιταλία. Δύο χιλιάδες είναι μόνο ο τραγικός απολογισμός όσων πνίγηκαν.
Εν τω μεταξύ, με δεδομένη την ευρωπαϊκή πολιτική αμφιθυμία, μερικά εκατομμύρια άνθρωποι εν αναμονή ζουν στους προσφυγικούς καταυλισμούς της Ιορδανίας και της Τουρκίας. Ο κύκλος εργασιών των διακινητών από το Αφγανιστάν ως τη Μεσόγειο και τα Βαλκάνια και από τις αφρικανικές χώρες αντιστοίχως ξεπερνά κατά ορισμένους υπολογισμούς το 1 δισ. ευρώ. Ανθρώπινα δικαιώματα και ελευθερίες καταπατώνται από όλες τις πλευρές και με πολλούς τρόπους, ενώ πάει να επιβληθεί ένα ιδιότυπο απαρτχάιντ και η ιδέα των στρατοπέδων συγκέντρωσης νομιμοποιείται στη συνείδηση του ευρωπαίου πολίτη ενώ παράλληλα ζεσταίνει την καρδιά του κτήνους.
Φράχτες, ειδικοί εξοπλισμοί, ένας ευρωπαϊκός μηχανισμός με κονδύλια εκατομμυρίων για τη φύλαξη των συνόρων και την απώθηση των εισβολέων που δεν είναι παρά γυναικόπαιδα. Καθώς το ποτάμι φουσκώνει ορμητικά απαιτείται να το κατανοήσουμε καλύτερα και να το διαχειριστούμε πιο υπεύθυνα. Ο ηθικός πανικός, η πολιτική υποκρισία αλλά και η αυτάρεσκη και επιλεκτική φιλανθρωπία δεν είναι οι αποτελεσματικότεροι τρόποι.
Κάθε φορά που ρωτάω φίλους πρόσφυγες και μετανάστες στις ώρες της μεγάλης απελπισίας τους αν θα επιχειρούσαν ξανά το ταξίδι γνωρίζοντας όσα έπαθαν και έμαθαν στη διάρκειά του, η απάντηση είναι πάντοτε θετική και συνοδεύεται από ένα χαμόγελο ελπίδας. Η στιγμή του αναστοχασμού τους επανεπιβεβαιώνει χωρίς εξαίρεση την απόφασή τους.
Αντρες που ζουν και στέλνουν λεφτά πίσω στην οικογένειά τους δουλεύοντας στις επικίνδυνες δουλειές με 20 ευρώ ή με πέντε μεροκάματα τον μήνα, έγκυοι και μανάδες με μωρά που αναζητούν εναγωνίως το γάλα της επόμενης ημέρας, οικογενειάρχες που οργώνουν την πόλη για να κερδίσουν δέκα ευρώ από τη συλλογή σιδερικών και εξοικονομούν απ’ αυτά για να συνεχίσουν το ταξίδι, ανήλικοι ασυνόδευτοι αιτούντες άσυλο που έφυγαν μόνοι από την οικογένειά τους στα 12 ή στα 14 χρόνια τους, όλοι μα όλοι θα ξανάκαναν το ταξίδι. Αυτό με οδηγεί στη διαπίστωση ότι οι ροές δεν θα σταματήσουν, το αντίθετο. Η Ευρώπη θα συνεχίσει να λάμπει στα μάτια τους, ενώ τα εμπόδια που θα ορθώνονται μπροστά τους θα είναι απλώς η πρόκληση που έχουν να υπερβούν.
Τι μπορούμε να κάνουμε κατ’ αρχάς για αυτούς τους ανθρώπους αλλά κυρίως τι μπορούμε να κάνουμε μαζί τους; Τι μπορούν και είναι διατεθειμένοι να κάνουν οι ίδιοι; Τι σημαίνει η διαβίωση, η εκπαίδευση και η ένταξή τους;
Αν ξεφύγουμε από την ενόχληση, την αποστροφή, την ξενοφοβία αλλά επίσης από τη συμπαθητική εφήμερη φιλανθρωπία του συσσιτίου και του μεταχειρισμένου ρούχου, τίθεται το σοβαρό ερώτημα: Πώς μπορούμε ως κράτος και κοινωνία πολιτών να περάσουμε σε μια πραγματιστική αλληλεγγύη και να διαχειριστούμε όχι για αυτούς αλλά μαζί τους το «μαζί» που μας επιφυλάσσει το μέλλον;
Σκέφτομαι συχνά τους αλβανούς μετανάστες της πρώτης εποχής και την ενσωμάτωση που οδήγησε σε σημαντικούς συντελεστές οικονομικής ανάπτυξης και δημογραφικής ανανέωσης. Χαίρεσαι να βλέπεις και να ακούς σήμερα τους νεαρούς και τις νεαρές αλβανικής καταγωγής, αυτή τη δεύτερη γενιά, που οι γονείς τους άλλαζαν όνομα και έκρυβαν την καταγωγή τους, να σπουδάζουν και να προκόβουν με τη δυνατή θέληση και επιμονή που τους διακρίνει. Μετά τις πρώτες δυσκολίες προσαρμογής, χάρη σ’ αυτούς οι σχολικές τάξεις που φυλλορροούσαν απέκτησαν έναν ζωηρό και φιλομαθή πληθυσμό μαθητών ανανεώνοντας τη γερασμένη κοινότητα. Είναι ένα παράδειγμα για το πώς μπορεί να εξελιχθεί μια δύσκολη κατάσταση σε κοινωνικό όφελος και αναζωογόνηση.
Στη συγκεκριμένη συγκυρία, ωστόσο, η πλειονότητα των προσφύγων και μεταναστών δεν θέλει να παραμείνει στη χώρα μας λόγω κρίσης. Οι ροές αυτές είναι κυρίως transit και αναζητούν απεγνωσμένα τον τρόπο να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς Βορρά.
Η χώρα μας αντιπροσωπεύει στα μάτια τους την αναγκαστική δίοδο αλλά και τον κίνδυνο του εγκλωβισμού από λόγους ανάγκης ή ατυχίας, ενώ ο στόχος τους για εγκατάσταση είναι η Κεντρική και Βόρεια Ευρώπη. Το γενναιόδωρο Νορβηγικό Fund και τα EEA Grants που διαχειρίστηκε το Ιδρυμα Μποδοσάκη τα τελευταία δύο χρόνια είχαν ως στόχο την παρέμβαση των ελληνικών ΜΚΟ προκειμένου να ανακουφίσουν και να καταστήσουν πιο υποστηρικτική τη χώρα στους προσφυγικούς και μεταναστευτικούς πληθυσμούς ώστε κατά το δυνατόν να αποθαρρυνθεί η συνέχιση του ταξιδιού.
Τα πράγματα όμως δεν λειτούργησαν όπως θα ήθελαν οι κεντρικοί και βορειοευρωπαϊκοί υπολογισμοί. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Υπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, ο Διεθνής Οργανισμός Μετανάστευσης μαζί με τις κυβερνήσεις αποδείχθηκαν, ανεξαρτήτως προθέσεων, ανεπαρκείς στη διαχείριση του προβλήματος.
Η Συνθήκη Σένγκεν και ο σιδερένιος κανόνας της χώρας πρώτης αίτησης ασύλου αμφισβητήθηκαν όχι μόνο από τον όγκο των αριθμών, από την κρατική ανεπάρκεια και τη μικροπολιτική αλλά και από τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Οσον αφορά τη χώρα μας, οι φυλακίσεις, οι επαναπροωθήσεις, οι αθλιότητες και οι ταπεινώσεις της Υπηρεσίας Ασύλου στην Π. Ράλλη, ο Ξένιος Δίας του κ. Δένδια, η ισλαμοφοβική ρητορική, το ρατσιστικό μίσος και οι επιθέσεις της ΧΑ δεν στάθηκαν ικανά να ανακόψουν το κύμα που απλώνεται τώρα αποφασιστικά προς Βορρά.
Μια Ευρώπη πεντακοσίων εκατομμυρίων κατοίκων, με το πρόβλημα της υπογεννητικότητας να αποσταθεροποιεί το μέλλον της, είναι τόσο ιδεολογικά συντηρητική και τόσο πολιτικά αρτηριοσκληρωμένη ώστε να μην μπορεί να σχεδιάσει την ενσωμάτωση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων και μεταναστών;
Οι ευρωπαϊκές πολιτικές ηγεσίες βρίσκονται μπροστά στην πρόκληση είτε να σχεδιάσουν παραγωγικά το μέλλον με τα υλικά που διαθέτουν είτε, διαφορετικά, να αποδυθούν στη χίμαιρα των σφραγισμένων συνόρων. Για την τελική έκβαση δεν έχουμε παρά να θυμηθούμε την πανωλεθρία της ποτοαπαγόρευσης που όχι μόνο δεν έλυσε αλλά διόγκωσε το πρόβλημα.
Η κυρία Μυρσίνη Ζορμπά είναι πρόεδρος του Δικτύου για τα Δικαιώματα του Παιδιού.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ