Διακοπές με τον πατέρα της «Ρωμιοσύνης»

Καλοκαίρια με τον πατέρα... Μάλλον ορθότερος τίτλος αυτών των αναμνήσεων θα ήταν «Θάλασσα με τον πατέρα»,

Καλοκαίρια με τον πατέρα… Μάλλον ορθότερος τίτλος αυτών των αναμνήσεων θα ήταν «Θάλασσα με τον πατέρα», γιατί απ’ όλα τα καλοκαίρια μας οι σκηνές που έχω εντονότερα στη μνήμη μου είναι σκηνές όπου τον πρωταγωνιστικό ρόλο έχει η θάλασσα. Οχι πως η Σάμος δεν έχει βουνά, πλαγιές δασωμένες, ρέματα με πλατάνια και πικροδάφνες. Οχι πως δεν καθόμασταν στη βεράντα ή στον κήπο του σπιτιού, πως δεν μαζευόμασταν τα σόγια στην τραπεζαρία του νεοκλασικού του παππού ή αργότερα του δικού μας σπιτιού, αλλά η καλοκαιρινή ζωή μας ήταν τελικά η θάλασσα.
Η ζωή της χώρας βεβαίως καθόριζε και τη ζωή μας. Ετσι τα καλοκαίρια μας ήταν τα προδικτατορικά, εκείνα της δικτατορίας και, φυσικά, αυτά που ακολούθησαν, της μεταπολίτευσης. Κάπου οι εικόνες μπλέκονται, ωστόσο οι αλλαγές από περίοδο σε περίοδο ήταν τεράστιες.
Τέλη της δεκαετίας του ’50 και αρχές του ’60, ο μπαμπάς, έχοντας πια επιστρέψει απ’ τις εξορίες και παραιτηθεί απ’ τη δουλειά του, μπορούσε να περνάει όλο το καλοκαίρι μαζί μας. Η ζωή έμοιαζε, παρ’ όλη τη φορτισμένη κατάσταση, να ομαλοποιείται κατά κάποιον τρόπο και μπορούσαμε να ζήσουμε όλοι μαζί ως οικογένεια. Βέβαια, δεν ήμασταν μια συνηθισμένη οικογένεια, μια που λόγω της απαιτητικής δουλειάς τους οι γονείς μου είχαν περίεργα ωράρια με αποτέλεσμα και οι ρυθμοί μας να είναι περίεργοι. Η μητέρα μου το πρωί έκανε ιατρείο και το απόγευμα επισκεπτόταν τους εξωτερικούς αρρώστους.
Ο πατέρας μου σηκωνόταν πρωί και έγραφε ως «την ώρα της θάλασσας», που συνήθως ήταν γύρω στις 12.30. Με φώναζε τότε, φοράγαμε τα μαγιό μας, παίρναμε πετσέτες, εγώ το σωσίβιό μου και εκείνος το μπλοκ του, και κατηφορίζαμε για τη θάλασσα. Δεν πηγαίναμε φυσικά στην «κοσμική παραλία» του Καρλοβάσου, ούτε καν στην παραλία που ήταν κάτω απ’ το σπίτι μας και είχε πάντα κόσμο, αλλά παίρνοντας ένα μονοπάτι μέσα από αμπέλια και χωράφια φτάναμε σε ένα σημείο της παραλίας όπου δεν υπήρχε κανείς άλλος. Ηταν προς το μέρος όπου βρίσκονταν τα βυρσοδεψεία που τον καιρό εκείνο ήταν ακόμα ενεργά. Αφήναμε τις πετσέτες μας πάνω στα χαλάσματα, μια που η ακρογιαλιά ήταν διάσπαρτη από ερείπια σπιτιών που τα είχε «φάει» η θάλασσα, η οποία, αχόρταγη, κάθε χρόνο όλο και ανέβαινε να καταπιεί λιγουλάκι ακόμα απ’ την ακρογιαλιά μας.
Ξάνοιγμα στα βαθιά στο αφρισμένο Καρλόβασι


Το Καρλόβασι βρίσκεται στο βόρειο μέρος της Σάμου κι έχει μπροστά του ανοιχτό πέλαγος. Ετσι, χωρίς προστασία από πουθενά, οι γαληνεμένες θάλασσες μάς ήταν σχεδόν άγνωστες. Οταν άρχιζαν τα μελτέμια, το μόνο που άλλαζε καθημερινά ήταν το μέγεθος των κυμάτων. Το να αναμετριόμαστε με τα κύματα ήταν μια πρόκληση που μάλλον την επιζητούσαμε, κάτι σαν δοκιμασία της γενναιότητάς μας. Οσο πιο μεγάλα τα κύματα κι όσο πιο μεγάλος ο φόβος κι όσο μεγαλύτερη η απροθυμία μας ν’ αναμετρηθούμε μαζί τους (εγώ από τότε που έμαθα να κολυμπώ καλά), τόσο μεγαλύτερη η γενναιότητά μας και τελικά η νίκη μας όταν μπαίναμε στη μανιασμένη θάλασσα και καταφέρναμε τελικά να βγούμε χωρίς να μας χτυπήσουν κάτω στα βότσαλα και στις πέτρες τα κύματα (η άμμος είναι άγνωστο είδος στα μέρη μας) με την καρδιά να χτυπάει άτακτα.
Τα πρώτα χρόνια, όταν δεν ήξερα κολύμπι, ο μπαμπάς με έπαιρνε αγκαλιά και μπαίναμε μαζί στη θάλασσα. Πρέπει να τον είχα βασανίσει γιατί υπήρξα ανέκαθεν κρυουλιάρα, μελάνιαζα γρήγορα και γκρίνιαζα να βγω. Με άφηνε στην ακρογιαλιά και ξανάπεφτε να κολυμπήσει. Του άρεσε να πηγαίνει βαθιά –μάλλον για να είναι ακόμα πιο μόνος.
Οταν έκλεινε το ιατρείο της ερχόταν και η μαμά να μας βρει. Επεφταν να κολυμπήσουν μαζί. Εγώ συνήθως κρύωνα και έμενα να τους κοιτάζω παίζοντας με τα βότσαλα. Κάπου εκεί άρχιζε και ο εφιάλτης μου. Ξανοίγονταν και οι δύο βαθιά, όλο και πιο βαθιά, μέχρι που τα κεφάλια τους ήταν απλώς δυο κουκκίδες και κάποια στιγμή χάνονταν εντελώς. Εμενα με τα μάτια καρφωμένα στο πέλαγος, μήπως και τους ξεχωρίσω, με τον φόβο πως έχουν χαθεί. Ακόμα θυμάμαι την ανακούφιση που αισθανόμουν όταν στον γυρισμό τους κατάφερνα να διακρίνω ξανά τις κουκκίδες απ’ τα κεφάλια τους. Ουφ, δεν είχαν χαθεί. Επέστρεφαν. Μάλλον κάποια στιγμή πρέπει να εξέφρασα τους φόβους μου γιατί μια μέρα ο μπαμπάς εμφανίστηκε με μια πλαστική βαρκούλα άσπρη και μπλε, που με χωρούσε ίσα-ίσα. Από κείνη τη μέρα και μέχρι να μάθω να κολυμπώ ο μπαμπάς με έβαζε στη βαρκούλα, ξάπλωνε ανάσκελα κι εγώ έβαζα τα πόδια του κάτω απ’ τις μασχάλες μου και ο μπαμπάς με τράβαγε στα βαθιά. Εβλεπα λοιπόν κι εγώ την ακρογιαλιά ν’ απομακρύνεται και ήμουν σίγουρη πως λίγο ακόμα να ξανοιγόμασταν θα φτάναμε στην Τουρκία.
Ο ξενιτεμός στα Πλατανάκια


Για να μπορεί ο μπαμπάς να είναι ήσυχος να γράφει, δυο καλοκαίρια στις αρχές του ’60 είχαμε φύγει απ’ το Καρλόβασι και μέναμε στα Πλατανάκια, ένα όμορφο και ήσυχο μέρος γεμάτο πλατάνια, κοντά στο χωριό Αγιος Κωνσταντίνος. Το ιατρείο της μαμάς στο Καρλόβασι αποτελούσαν τα δυο μπροστινά δωμάτια του σπιτιού και μια που ουσιαστικά δεν υπήρχαν ωράρια, δεν είχαμε σχεδόν ποτέ ησυχία. Και με κλειστό το ιατρείο δηλαδή, ώρες μεταμεσονύκτιες, οι άνθρωποι έρχονταν και χτυπούσαν τα παράθυρα της κρεβατοκάμαρας για να σηκωθεί η μητέρα μου για κάποιο επείγον περιστατικό. Το «επείγον» το έκριναν βεβαίως οι ίδιοι. Ετσι «ξενιτευτήκαμε» και την πρώτη χρονιά μείναμε σ’ ένα μικρό ξενοδοχείο που το είχαν δυο γλυκές γριούλες ενώ την επόμενη νοικιάσαμε ένα πέτρινο δίπατο σπίτι με κήπο στο πίσω μέρος του, που συνόρευε με έναν λόφο γεμάτο πεύκα και ρυάκια και που ήταν παράδεισος για μένα. Η μαμά έφευγε το πρωί με το λεωφορείο της γραμμής για να πάει στο Καρλόβασι να κάνει ιατρείο και επέστρεφε αργά το απόγευμα. Ο μπαμπάς λοιπόν είχε την εποπτεία μου για το μεγαλύτερο μέρος της μέρας και μάλλον πρέπει να τον είχα ταλαιπωρήσει πολύ κυρίως με το θέμα του φαγητού.
Ζωγραφιές σε τσιγαρόχαρτα


Το καλοκαίρι εκείνο πλούτισα επίσης σημαντικά την πινακοθήκη μου με έργα του μπαμπά. Του είχα αναθέσει το καθήκον να μου ζωγραφίζει ένα παιδάκι στα χαρτάκια που είχαν μέσα τα πακέτα απ’ τα τσιγάρα του και περίμενα εναγωνίως πότε θα τελειώσει κάθε πακέτο. Η υποχρέωσή του ήταν να μου φτιάχνει τόσα αγόρια όσα και κορίτσια για να τα κάνω ζευγαράκια. Ανάλογα με τις εκφράσεις και τα στολίδια που έβαζε στα παιδάκια, τα χώριζα σε «συγγενικά» ζευγάρια. Ενα χαρούμενο ζευγάρι, ένα λυπημένο, ένα άτακτο, ένα πλούσιο, ένα φτωχό και πάει λέγοντας. Είχα πάρει μερικά άδεια πακέτα τσιγάρων του και φύλαγα τη συλλογή μου, που μέχρι το τέλος του καλοκαιριού είχε γίνει τεράστια, τόσο που είχα ξεμείνει πια από χαρακτηρισμούς και λέξεις. Μαζί με το άτακτο είχα επίσης ένα σκανταλιάρικο ζευγάρι, ένα ανυπάκουο, ένα ατίθασο και διαρκώς ρωτούσα τι άλλες λέξεις υπάρχουν –έτσι μαζί με τη συλλογή «πινάκων», χάρη στον μπαμπά, πλούτισα και το λεξιλόγιό μου.
Τα προδικτατορικά καλοκαίρια τα ακολούθησαν αυτά της δικτατορίας. Τα δυο πρώτα χωρίς καθόλου μπαμπά και τα επόμενα με τον μπαμπά σε κατ’ οίκον περιορισμό. Και μετά αυτά της μεταπολίτευσης. Πάντα με τη θάλασσα πρωταγωνίστρια. Ομως οι καλοκαιρινές-θαλασσινές εικόνες είναι πολλές και χώρο άλλον για περιγραφή δεν έχω…

Πατρικά καθήκοντα σε καιρό ραστώνης
Υπήρξα παιδί «ανάφαγο» και αυτό ήταν ο καημός των γονιών μου. Πραγματικά θυμάμαι πως η ώρα του φαγητού ήταν μια ώρα εφιαλτική για μένα. Ο μπαμπάς λοιπόν είχε το καθήκον να με ταΐζει, πράγμα που δεν ήταν καθόλου εύκολο. Ο ίδιος θυμόταν ένα περιστατικό και το έλεγε πάντα με ύφος οσιομάρτυρα όχι μόνο για τα δεινά που τράβηξε εξαιτίας μου αλλά και για τη διάψευση των ελπίδων του. Ο πρώτος εφιάλτης της μέρας ήταν το πρωινό γάλα, το οποίο μού έπαιρνε κανένα δίωρο να πιω. Βεβαίως τον καιρό εκείνο η μόνη εναλλακτική στο ντόπιο κατσικίσιο ή πρόβειο γάλα –που δεν υπήρχε περίπτωση ούτε να δοκιμάσω –ήταν το ζαχαρούχο Βλάχας. Κάθε πρωί ο μπαμπάς έβραζε νερό, διέλυε το ζαχαρούχο και με παρακολουθούσε να προσπαθώ να το πιω, προτρέποντάς με ανά δίλεπτο. Κάποια μέρα αποφάσισε πως θα ήταν πολύ πιο ευχάριστο να πάρω το πρωινό μου στη φύση, έτσι αφού ήπιε ο ίδιος τον καφέ του, έβαλε το γάλα μου σε ένα μπουκάλι, μου ετοίμασε και δυο φέτες ψωμί με βούτυρο και μέλι που έκοψε κάθετα και οριζόντια σε μικρά κυβάκια και ξεκινήσαμε απ’ το σπίτι να πάμε κάτω απ’ τα πλατάνια. Ο μπαμπάς κάθησε κάτω από ένα δέντρο κι άρχισε το γράψιμο ενώ εγώ έπαιζα τριγύρω. Από καιρού εις καιρόν με φώναζε «Ερηηηη, έλα, η μπουκιά σου». Πλησίαζα, μου έβαζε μια μπουκιά στο στόμα και απομακρυνόμουν να συνεχίσω το παιχνίδι μασώντας απρόθυμα.
Υστερα από περίπου τρίωρες προσπάθειες είχα καταπιεί και τις δυο φέτες και ο μπαμπάς, όπως αφηγείτο, αισθανόταν μεγάλη περηφάνια που είχε καταφέρει για πρώτη φορά να με ταΐσει τόσο πολύ και ήδη σκεφτόταν πόσο θα καυχιόταν στη μαμά για το κατόρθωμά του όταν εκείνη γυρνούσε το απόγευμα, όταν κάνοντας έναν ξεγυρισμένο εμετό και αδειάζοντας το στομάχι μου από βουτυρωμένες φέτες και γάλα τού κατέστρεψα όλα τα σχέδια της δόξας που θα απολάμβανε. Η απογοήτευσή του ήταν τόση που δεν ξαναδοκίμασε ποτέ να με ταΐσει κι έτσι βρήκα την ησυχία μου. Επινα τρεις γουλιές γάλα και μετά φεύγαμε για τη θάλασσα, όπου περνάγαμε σχεδόν όλες τις ώρες μέχρι να εμφανιστεί η μαμά και να πάμε είτε σπίτι είτε στο εστιατόριο του Ξενοφώντα και της Ζαφειρώς, το μοναδικό που υπήρχε στην περιοχή και που ήταν ολόφωτο τα βράδια αφού διέθετε λάμπες λουξ ενώ εμείς στο σπίτι είχαμε μόνο τις μικρές πετρελαίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.