Είκοσι τέσσερα χρόνια μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ και την αποχώρηση των στελεχών εκείνων που «πόνταραν» πολιτικά, ιδεολογικά και κομματικά στον Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, τα ίδια πρόσωπα βρίσκονται σήμερα και πάλι ως συμπρωταγωνιστές σε ένα ακόμη «επεισόδιο» εσωκομματικών συγκρούσεων και ρήξεων με φόντο τη διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ. Κατά μια έννοια η ιστορία της «καθ’ ημάς» Αριστεράς όσον αφορά τη διαχρονική εξέλιξή της και την πολιτικο-ιδεολογική και οργανωτική συγκρότησή της ήταν μια αδυσώπητη μάχη εσωκομματικών χαρακωμάτων και διασπάσεων, ως αποκορύφωμα των οριακών συγκρούσεων για την επικράτηση της μιας ή της άλλης άποψης – θεώρησης για τη φυσιογνωμία, τον χαρακτήρα και την οργανωτική μορφή του (όποιου) κόμματος. Οσον αφορά δε τον πρόγονο του ΣΥΡΙΖΑ, τον ΣΥΝ, εξαρχής αποτέλεσε ένα μόρφωμα ετερόκλητων πολιτικών δυνάμεων που αυτοπροσδιορίζονταν από το πεδίο της «ανανεωτικής» Αριστεράς και του «αριστερού» Κέντρου ως την «αριστερή» (ή και «δεξιά») Σοσιαλδημοκρατία. Με σαφώς πιο ριζοσπαστικό (αριστερό) πρόσημο, οι δυνάμεις που προσκολλήθηκαν στο πλαίσιο του διάδοχου μορφώματος του ΣΥΡΙΖΑ ήλθαν να προστεθούν στο «μωσαϊκό» των διαφορετικών προσεγγίσεων, εκ διαμέτρου αντίθετων σε ορισμένες περιπτώσεις.
Από τη διαμαρτυρία στην εξουσία
Η οικονομική και κοινωνική κρίση και η φθορά των κομμάτων που κλήθηκαν να τη διαχειριστούν –έχοντας προηγουμένως οδηγήσει τη χώρα σε αυτήν –έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ και τον Αλ. Τσίπρα «καβάλα στο κύμα» των εξελίξεων. Οι διαφορές στο εσωτερικό του κόμματος υποτάχθηκαν στον κοινό στόχο: την κυβερνητική εξουσία, η οποία χρόνο με τον χρόνο έμοιαζε όλο και πιο εφικτή. Ετσι ο ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα διαμαρτυρίας το οποίο κινούνταν εκλογικά μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας (της τάξεως του 4%), κατόρθωσε το ακατόρθωτο: να γίνει η πρώτη αριστερή κυβέρνηση της χώρας, κουβαλώντας ωστόσο και «φορτώνοντας» στις πλάτες της εμβρόντητης ελληνικής κοινωνίας τις εγγενείς αντιφάσεις, τις ανεπάρκειες και τα εσωκομματικά «εσώψυχά» της. Ετσι το «φάντασμα» της διάσπασης είναι για άλλη μία φορά παρόν, μόνο που στην παρούσα ιστορική συγκυρία δεν αφορά μόνο τον «μικρόκοσμο» ενός αριστερού κόμματος, αλλά γίνεται καταφανής προσπάθεια να καταστεί «πρόβλημα» της κοινωνίας και ταυτόχρονα «κολυμβήθρα του Σιλωάμ» για όσα έγιναν και δεν έγιναν κατά την εξάμηνη διακυβέρνηση τόσο στο πεδίο της διαπραγμάτευσης με τους εταίρους όσο και στο εσωτερικό της χώρας, όπου έδωσαν τον τόνο η απουσία συνεκτικού σχεδίου, οι προσωπικές στρατηγικές και φιλοδοξίες, η ολιγωρία και η ανεπάρκεια.
Εκ των πρωταγωνιστών της διάσπασης του ’91 (13ο Συνέδριο ΚΚΕ), όταν κρίθηκε η ίδια η ύπαρξη του ΚΚΕ, είναι κάποια από τα σημερινά στελέχη της Αριστερής Πλατφόρμας, η οποία αμφισβητεί πλήρως τους χειρισμούς και τις αποφάσεις της ηγετικής ομάδας υπό τον κ. Τσίπρα, αλλά και άλλα που βρίσκονται αυτή τη φορά απέναντί τους. Ο πρώην υπουργός Παραγωγικής Ανασυγκρότησης Π. Λαφαζάνης, εκπρόσωπος της αριστερής «τάσης» του ΣΥΡΙΖΑ και παράγοντες όπως ο μέχρι πρόσφατα αναπληρωτής υπουργός Κοινωνικής Ασφάλισης Δ. Στρατούλης, ο ευρωβουλευτής Ν. Χουντής, ο βουλευτής Στ. Λεουτσάκος, το μέλος της Πολιτικής Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ Αλ. Καλύβης, ο πρώην κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του κόμματος Αθ. Πετράκος, το μέλος της Π.Γ. Σόφη Παπαδόγιαννη, η αντιπρόεδρος της Βουλής Δέσποινα Χαραλαμπίδου, ο πρώην αναπληρωτής υπουργός Αμυνας Κ. Ησυχος κ.ά. ανήκουν στη «γενιά» της διάσπασης εκείνης, όπως και ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Ι. Δραγασάκης, μόνο που ο τελευταίος αυτή τη φορά δεν είναι στο ίδιο «στρατόπεδο» με τον κ. Λαφαζάνη.
Τότε ο κ. Δραγασάκης είχε υποστηριχθεί από την πτέρυγα των «ανανεωτικών» (Μ. Ανδρουλάκης, Π. Λαφαζάνης, Μαρία Δαμανάκη, Αλ. Αλαβάνος, Αθ. Καρτερός κ.ά.) για γενικός γραμματέας του ΚΚΕ κόντρα στην επιλογή του Χαρίλαου Φλωράκη να προωθήσει για το ανώτατο κομματικό αξίωμα την Αλέκα Παπαρήγα, η οποία και υπερίσχυσε με 57 ψήφους έναντι 54 που συγκέντρωσε ο αντίπαλός της στην κρίσιμη ψηφοφορία της 27ης Φεβρουαρίου 1991 στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος.
Μόνιμη εσωκομματική αντιπολίτευση
Αν και από το ίδιο μετερίζι, σύντομα οι δρόμοι τους χώρισαν εντός του ΣΥΝ στον οποίο συστεγάστηκαν, για να διαπιστώσουν πολύ σύντομα ότι ο καθένας εννοούσε με τον δικό του τρόπο τη σύγκρουση εκείνη. Ο κ. Λαφαζάνης διαχώρισε γρήγορα τη θέση του από τον άλλοτε στενό συνεργάτη του κ. Ανδρουλάκη και από νωρίς εξέφρασε την αριστερή άποψη εντός του Συνασπισμού διατηρώντας παγίως τον ρόλο της εσωκομματικής αντιπολίτευσης τόσο επί προεδρίας της κυρίας Δαμανάκη όσο και επί προεδρίας του κ. Ν. Κωνσταντόπουλου.
Εξαίρεση η περίοδος που ηγήθηκε του κόμματος ο κ. Αλαβάνος, με τον οποίο διατηρούσε άριστες συντροφικές σχέσεις. Η ανέλιξη του κ. Τσίπρα στην κομματική ηγεσία με πρωτοβουλία του κ. Αλαβάνου, ο οποίος τού παρέδωσε το «δαχτυλίδι» της διαδοχής –για να τεθεί ο ίδιος στην πορεία εκτός πολιτικού «παιχνιδιού» -, έφερε ξανά τον κ. Λαφαζάνη στα γνώριμα για τον ίδιο μονοπάτια της εσωκομματικής αντιπολίτευσης. Δεν έκρυψε δε ποτέ τις επιφυλάξεις του και τους έντονους προβληματισμούς του, όπως και άλλα παλαιότερα κομματικά στελέχη του ΣΥΝ/ΣΥΡΙΖΑ, για τις επιλογές και τους χειρισμούς της ηγετικής ομάδας Τσίπρα.
Εξ οικείων τα βέλη
«Ο Παναγιώτης ανακάλυψε τον χαμένο κομμουνιστικό εαυτό του»
Ο κ. Λαφαζάνης ήταν εκ των ιθυνόντων νόων της ρήξης του 1991 και μαζί με τον κ. Ανδρουλάκη διατηρούσε ως την ύστατη στιγμή γέφυρα επικοινωνίας με τον Χ. Φλωράκη, ο οποίος νοιαζόταν να μην υπάρξει διάσπαση του κόμματος, κάτι ωστόσο που κατέστη αναπόφευκτο λόγω των αγεφύρωτων διαφωνιών. «Σύντροφοι» εκείνοι της εποχής σχολιάζοντας τη στάση του κ. Λαφαζάνη τότε και τώρα λένε χαρακτηριστικά: «Ο Παναγιώτης τότε ήταν πιο «δεξιός» από εμάς και τώρα έχει ανακαλύψει πάλι τον χαμένο κομμουνιστικό εαυτό του». Η αλήθεια είναι ότι ο κ. Λαφαζάνης αλλά και άλλοι, όπως ο κ. Χουντής, μάλλον μετάνιωσαν που έφυγαν από το ΚΚΕ, χωρίς βεβαίως αυτό να σημαίνει ότι θα είχαν μέλλον αν παρέμεναν στο κόμμα, το οποίο κήρυξε και διατηρεί ως σήμερα ανοιχτό μέτωπο κατά του «οπορτουνισμού», στον οποίο εντάσσει πλήρως τον κ. Λαφαζάνη και τους συν αυτώ, παρά την αριστερή αντιπολίτευση που ασκούν στον κ. Τσίπρα και τις θέσεις τους περί επιστροφής στο εθνικό νόμισμα και εξόδου από την ευρωζώνη.
Οπως και να έχει, το ρήγμα εντός του ΣΥΡΙΖΑ είναι βαθύ και ο «ιδιότυπος δυϊσμός» που εντόπισε ο πρόεδρος του κόμματος στην καθοριστική συνεδρίαση της Κεντρικής Επιτροπής της περασμένης Πέμπτης θέτει τις αντιμαχόμενες πτέρυγες προ ιστορικών προκλήσεων πέρα και έξω από τα όρια μιας κλασικής εσωκομματικής διαμάχης ακόμη και με χαρακτηριστικά διάσπασης, από τις πλείστες που έχει να επιδείξει η Αριστερά στη μακρά πορεία της και κουβαλά ως ιστορικό «απωθημένο».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ