Οσοι είχαν δει τη θρυλική κωμωδία του Μονιτσέλι (1966) ίσως θυμούνται πως τις απόπειρες του Μπρανκαλεόνε να καταλάβει δουκάτα και πόλεις στην αρχή τις έπαιρναν στα σοβαρά, απλούστατα γιατί κανείς δεν υπήρχε να υπερασπιστεί την επικράτεια. Σε μια βαθύτερη ανάγνωση, η ταινία δεν διακωμωδούσε τους αυτοσχέδιους ιππότες αλλά το επίσημο κράτος που ανεχόταν την παρωδία τους ακριβώς επειδή το ίδιο είχε αποσυντεθεί. Ετσι και στη σημερινή Ελλάδα το πραγματικό πρόβλημα δεν είναι τα μυστικά σχέδια για τη δραχμή που ετοίμαζε ο διεθνής Μάγος, ούτε η έφοδος στο Νομισματοκοπείο που θα έκαναν οι Αλοζανφάν (άλλη σπουδαία ταινία των αδελφών Ταβιάνι, 1973). Δεν είναι ούτε καν η σουρεαλιστική παρέα της Βουλής που ανακήρυξε το χρέος της χώρας «παράνομο και επονείδιστο», κάνοντας –έστω και για λίγο –τους καταχρεωμένους λαούς να γελάσουν για το πόσο εύκολα μπορούν και αυτοί να λύσουν τα βάσανά τους. (Εδώ η αντίστοιχη ταινία είναι οι Μόντι Πάιθονς με το Αγιο Δισκοπότηρο, 1975.)
Το πρόβλημα όμως δεν είναι αυτοί, που στο κάτω-κάτω εξασφάλισαν μια θεαματική δημοσιότητα και οσονούπω θα την αξιοποιήσουν για να εδραιώσουν την επιρροή τους στα πιο έξαλλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Το πραγματικό πρόβλημα είναι όλοι οι άλλοι: θεσμοί, κόμματα, πολίτες που τόσον καιρό παρακολουθούν τα τεκταινόμενα απαθείς και ενίοτε γοητευμένοι από τα σενάρια ή ακόμη και πρόθυμοι χειροκροτητές. Να ξεκινήσουμε από μερικά απλά ερωτήματα:
1. Το νόμισμα ενός κράτους είναι όπως και τα σύνορα: απαραβίαστο και αυστηρά φυλασσόμενο. Αν τα δημοσιεύματα είναι όντως αληθή, πώς είναι δυνατόν τουλάχιστον δύο ομάδες να απεργάζονται τόσους μήνες τη νομισματική εκτροπή και όλοι να πιάνονται κοιμώμενοι, όπως οι φρουροί του Καπιτωλίου στην αρχαία Ρώμη; Δεν τους πήραν είδηση στελέχη της Διοίκησης που έχουν ορκιστεί πίστη στο Σύνταγμα (άρα και στο νόμισμά της), ούτε οι εντεταλμένοι θεματοφύλακες, όπως η Τράπεζα της Ελλάδος ή πολιτειακοί παράγοντες και υπηρεσίες που μεριμνούν για την ακεραιότητα της χώρας; Δεν υπάρχει αρμόδιος Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους να διαμαρτυρηθεί όταν από επίσημο βήμα οι πράξεις δανεισμού που ο ίδιος διενεργεί καταγγέλλονται ως παράνομες και επονείδιστες;
2. Το ακόμη πιο ενδιαφέρον ερώτημα είναι τι ακριβώς θα έκαναν οι θεσμικοί ταγοί αν οι παραπάνω ομάδες προλάβαιναν να θέσουν σε εφαρμογή τα θρυλούμενα σχέδιά τους. Θα τους αναχαίτιζε κανείς ή θα συνεδρίαζαν επί ώρες για το πότε θα συνεδριάσουν και μετά θα όριζαν μια επιτροπή να το αναλύσει προκαταρκτικά και άλλη μια εξεταστική για να το ψάξει; Ως μελαγχολική απάντηση, ας αναλογιστεί κάποιος την αμηχανία με την οποία η Δικαιοσύνη αντιμετώπισε το θέμα, προσευχόμενη να βρεθεί κάποιος πολίτης να κάνει μήνυση έτσι ώστε μετά να σταλούν τα σχετικά στη Βουλή και να μην εισέλθει στην ουσία της ενδεχόμενης απειλής.
Τι άραγε πρέπει να γίνει τώρα; Είναι βέβαιο ότι πολλοί θα σπεύσουν να επενδύσουν στην ποινική πλευρά των σεναρίων. Αν μάλιστα σκεφτεί κάποιος με πόσες κατηγορίες κατασκοπείας θα φορτωνόταν ένας έλληνας πανεπιστημιακός αν πήγαινε στις ΗΠΑ και μάζευε λαθραία πληροφορίες για τα πετρελαϊκά αποθέματα της χώρας, μπορεί εύκολα να γεμίσει πολλές σελίδες κομματικής οξύτητας. Θα ήταν όμως πιο χρήσιμο αν κατανοήσουμε το πώς αφέθηκαν τα γεγονότα να φτάσουν μέχρις εδώ και με ποιον τρόπο θα αποτραπούν στο μέλλον.
Κατά τη γνώμη μου, η κατάχρηση εξουσίας που φαίνεται να έγινε σε πολλά επίπεδα χωρίς κανείς να αντιδράσει εγκαίρως οφείλεται στη γενικευμένη απάθεια που επί δεκαετίες επιδεικνύεται σε μικρές και μεγάλες προσπάθειες αποσύνθεσης του κράτους και παραβίασης ακόμη και του ίδιου του Συντάγματος. Τέτοια επεισόδια υπήρξαν πολλά τις τελευταίες δεκαετίες και όλα μαζί ανεπαισθήτως συνέπηξαν το «ίζημα ανοχής» που σήμερα παρασύρει τα πάντα στον βυθό. Αν και βέβαια δεν συνέπραξαν όλοι σε τέτοιες μεθοδεύσεις, είναι λιγότεροι όσοι αντιστάθηκαν ή τα πολέμησαν από όσους τα ανέχθηκαν ή επωφελήθηκαν. Οταν όμως η αποθέσμιση του κράτους και η παραβίαση θεμελιωδών κανόνων εκτρέφεται ανεμπόδιστα και υλοποιείται προσοδοφόρα, ένα σχέδιο κατάλυσης του νομίσματος μπορεί να φαντάζει συναρπαστικό και οι εμπνευστές του να φαντασιώνονται ότι ξαναγράφουν τα πεπρωμένα του έθνους. Οπως και στην ταινία, ο Μπρανκαλεόνε δεν είναι τίποτα άλλο παρά το λαθραίο παράγωγο μιας προγενέστερης συσσώρευσης αυθαιρεσίας.
Η αντιμετώπιση τέτοιων φαινομένων θα απαιτήσει μια βαθύτερη αναθεώρηση της επάρκειας, ετοιμότητας και λειτουργίας των θεσμών. Από την αλλαγή πολλών συνταγματικών προβλέψεων για την ευθύνη του κάθε θεσμού, ως τη θέσπιση νέων: για παράδειγμα, ένα δεύτερο σώμα νομοθετικής εξουσίας ή ένας απευθείας εκλεγόμενος Πρόεδρος που με την ισχύ τους θα διασφαλίζουν τα απώτατα συμφέροντα της χώρας από επιπόλαιες ενέργειες ή καταχρήσεις εξουσίας. Τα προηγούμενα χρόνια ο κυρίαρχος δημόσιος λόγος ήταν για την ανοικοδόμηση της οικονομίας από τη βαθιά ύφεση. Τώρα πλέον ξέρουμε ότι αυτό μπορεί να γίνει μόνο παράλληλα με την ανοικοδόμηση του κράτους και των βασικών θεσμών που θα εγγυώνται όχι απλώς την οικονομική λειτουργία αλλά και την ύπαρξη της χώρας στον ευρωπαϊκό χώρο.
Υπάρχουν ακόμη ισχυρά δεδομένα στην κοινωνία και το πολιτικό σύστημα ότι το εγχείρημα αυτό μπορεί να πετύχει: Οταν έκλεισαν οι τράπεζες, οι πολίτες έδειξαν απρόσμενη ψυχραιμία και δεν είδαμε ούτε τα φαινόμενα βίας της Αργεντινής, ούτε τον πανικό της Κύπρου. Και όταν ο κίνδυνος Grexit έγινε πραγματικά απειλητικός, το εξουθενωμένο πολιτικό σύστημα βρήκε την οδό της σύνεσης και της συνεννόησης σε ελάχιστο χρόνο. Είναι ευκαιρία τα θετικά αυτά δείγματα να μετουσιωθούν θεσμικά σε μια μονιμότερη σοβαρότητα.
Ο κ. Νίκος Χριστοδουλάκης είναι καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου και πρώην υπουργός.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ