Το 1898 ο Εμίλ Ζολά ήταν ο πιο διάσημος ευρωπαίος συγγραφέας. Στις 13 Ιανουαρίου εκείνης της χρονιάς δημοσιεύθηκε πρωτοσέλιδο στην εφημερίδα «L’Aurore» το ιστορικό του άρθρο με τίτλο «J’Accuse» («Κατηγορώ»). Παραμένει και σήμερα η πιο διάσημη πρώτη σελίδα στην ιστορία της δημοσιογραφίας.
Τα περιστατικά είναι λίγο-πολύ γνωστά: ο εβραϊκής καταγωγής λοχαγός του γαλλικού στρατού Αλφρεντ Ντρέιφους κατηγορήθηκε για κατασκοπεία, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά και εστάλη να εκτίσει την ποινή του στο φοβερό Νησί του Διαβόλου. Η δίωξη και η καταδίκη του υπήρξαν προϊόν συνωμοσίας που εξυφάνθηκε στα ανώτερα κλιμάκια του στρατού. Τους συνωμότες κατηγορεί ευθέως στο άρθρο του κατονομάζοντάς τους ο Ζολά, ο οποίος προκειμένου να αποφύγει τις διώξεις αναγκάστηκε να αυτοεξοριστεί για έναν χρόνο. Μαζί του όμως συντάχθηκαν κάποιοι από τους λαμπρότερους γάλλους συγγραφείς της εποχής (ανάμεσά τους ο Ανατόλ Φρανς και ο Μαρσέλ Προυστ). Απέναντί τους είχαν βεβαίως τη γαλλική Ακροδεξιά, στην οποία ανήκαν και κάποιοι διόλου ευκαταφρόνητοι διανοούμενοι, όπως ο Μορίς Μπαρές και ο Σαρλ Μοράς.
Υστερα από διαδοχικές δίκες ο Ντρέιφους απαλλάχθηκε. Εκτοτε οι διανοούμενοι στη Γαλλία θα αποκτούσαν τεράστιο κύρος και θα το διατηρούσαν ως τις αρχές της δεκαετίας του 1990, όταν η παρεμβατική τους δύναμη θα εξασθενούσε σε τέτοιον βαθμό ώστε στον γαλλικό Τύπο να δημοσιεύονται άρθρα με τίτλους όπως «Τι απέγιναν οι διανοούμενοι;» ή «Τέλος των διανοουμένων;».
Το «Κατηγορώ» του Ζολά παραμένει και σήμερα ένα κείμενο που συνδυάζει υποδειγματικά την πολιτική άποψη και το ερευνητικό –και άρα αποκαλυπτικό –ρεπορτάζ. Εκτός Γαλλίας είναι σχεδόν το μόνο γνωστό δημοσιογραφικό του κείμενο. Ωστόσο δεν ήταν ένα περιστασιακό άρθρο. Ο Ζολά δημοσιογραφούσε από την αρχή ως το τέλος της συγγραφικής του καριέρας. Στα πρώτα χρόνια μάλιστα, προτού γνωρίσει τη διασημότητα ως μυθιστοριογράφος, ζούσε από τα δημοσιογραφικά του κείμενα όχι μόνο σε γαλλικά αλλά και σε ρωσικά έντυπα.
Στον Τύπο της εποχής δημοσίευσε πλήθος λογοτεχνικά κείμενα και τεχνοκριτικές που την εποχή εκείνη κατά την οποία αναπτυσσόταν το κίνημα των εμπρεσιονιστών έπαιξαν πολύ μεγάλο ρόλο –και ας μη συγκρίνονται σήμερα με τα θαυμάσια τεχνοκριτικά κείμενα του Μποντλέρ. Και όσο για το κοινωνικό περιεχόμενο των μυθιστορημάτων του, δεν αρκεί από μόνη της η θεωρία του Δαρβίνου. Πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψη και τα πολιτικά του άρθρα, όπου εκφράζει την αντιπάθειά του για τον αυτοκράτορα της Γαλλίας Ναπολέοντα Γ’.
Ο Ζολά δεν ήταν εστέτ όπως ο Μποντλέρ ή είρων όπως ο Σταντάλ. Πίστευε πως ο συγγραφέας δεν λογοδοτεί μόνο στον εαυτό του αλλά και στους αναγνώστες του. Είχε δηλαδή αντιληφθεί τη σημασία της δημοσιότητας και την αξία της τεκμηριωμένης διαφωνίας ως προϋποθέσεις όχι μόνο της επιτυχίας αλλά και της συγγραφικής ωρίμασης. Και αυτό το έμαθε εργαζόμενος από το 1862 ως το 1866 στον εκδοτικό οίκο Hatchet, κυρίως όμως δημοσιεύοντας, από τότε, κείμενά του στον Τύπο.
Με το Κατηγορώ ο Ζολά επαναλάμβανε εκείνο που είχε επιτύχει ο Βολταίρος, όταν κατάφερε να αποκαταστήσει τη μνήμη του Ζαν Καλάς, του «δολοφονημένου μάρτυρα», όπως τον είχε αποκαλέσει, που δικάστηκε και καταδικάστηκε αδίκως για τη δολοφονία του γιου του και πέθανε μαρτυρικά στον τροχό στις 10 Μαρτίου 1762. Τα αίτια βεβαίως ήταν διαφορετικά. Ο Καλάς υπήρξε θύμα του θρησκευτικού φανατισμού της εποχής. Ηταν προτεστάντης. (Σημειώνω πως το επώνυμο Κάλας το οποίο επέλεξε ο δικός μας Νικόλαος Καλαμάρης δεν αποτελεί συντομογραφία του πραγματικού του επωνύμου, όπως έγραψε ο Αλέξανδρος Αργυρίου, αλλά ο ποιητής και κριτικός το επέλεξε εις ανάμνησιν του Ζαν Καλάς.)
Οπως ο Ζαν Καλάς κατέληξε στον τροχό επειδή ήταν προτεστάντης, έτσι και ο Ντρέιφους καταδικάστηκε σε ισόβια δεσμά λόγω της εβραϊκής του καταγωγής. Ο αντισημιτισμός εκείνη την εποχή ήταν ευρύτατα διαδεδομένος σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού της Ευρώπης και ενδημικός στα ανώτερα κλιμάκια της γαλλικής πολιτικής εξουσίας, του στρατού και της Καθολικής Εκκλησίας.
Οι συγγραφείς τότε είχαν αντιληφθεί τον ρόλο που αποκτούσε ο Τύπος στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης, ρόλο τον οποίο ως τότε έπαιζε το θέατρο. Διά του Τύπου ο δημόσιος λόγος περνούσε από τη σκηνή του θεάτρου στον ανοιχτό χώρο των πόλεων, όπου οι αναγνώστες από θεατές γίνονταν μέτοχοι του κοινωνικού γίγνεσθαι. Η πόλη ήταν πλέον η δίχως όρια πλατεία.
Είναι μεγάλη συζήτηση το πόσα έμαθε ως συγγραφέας ο Ζολά γράφοντας για τον Τύπο. Οπως φυσικά και το πόσα από όσα αθροιστικά και εν συντομία κατέθεσε στα έντυπα της εποχής διαμορφώθηκαν ως εκτενείς αφηγήσεις στα μυθιστορήματά του. Τα τελευταία χρόνια πληθαίνουν οι μελέτες που πιστοποιούν ότι η τριβή με την επικαιρότητα υπήρξε για τον ίδιο τεράστια μαθητεία. Απευθυνόμενος διά του Τύπου στο κοινό της εποχής ανακάλυπτε ταυτοχρόνως το ύφος και την προσωπικότητά του –για να μην αναφερθεί κανείς σε θέματα τεχνικής: στην περιεκτικότητα, στον αφηγηματικό ρυθμό, στο πώς δηλαδή να βάζει στη σωστή σειρά αυτό που προηγείται και εκείνο που έπεται.
Ο Ζολά μπήκε στη δημοσιογραφία για λόγους βιοποριστικούς αλλά ποτέ δεν την εγκατέλειψε, γιατί πίστευε πως δεν υπάρχει αληθινή τέχνη που να μην είναι δημόσια, δηλαδή παρεμβατική –και με την έννοια αυτή βαθύτατη πολιτική. Πίστευε ότι όπως τα όσα συμβαίνουν στην τέχνη αλλάζουν την κοινωνία, έτσι και τα όσα συμβαίνουν στην κοινωνία αλλάζουν την τέχνη. Πολλά χρόνια αργότερα η Οριάνα Φαλάτσι ακολουθώντας το παράδειγμά του δήλωνε πως μπήκε στη δημοσιογραφία για να γίνει συγγραφέας. Και δεν ήταν η μόνη ούτε και το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, αφού υπήρξε μεν ρεπόρτερ πρώτης γραμμής, όχι όμως και πρώτης γραμμής συγγραφέας. Αντιθέτως, ο Τζορτζ Οργουελ που προηγήθηκε ήταν μείζων συγγραφέας και ταυτοχρόνως κορυφαίος δημοσιογράφος αποδεικνύοντας με το έργο του πως μπορεί μεν να υπάρχουν κατηγορίες κειμένων αλλά ο χώρος της γραφής είναι ενιαίος. Για τον Οργουελ όμως την επόμενη Κυριακή.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ