Την άποψη ότι η ευρωζώνη έχει ένα γερμανικό πρόβλημα και ότι η αντιμετώπιση της κρίσης με τη λογική του «επαίτη και του γείτονα» όπως έκανε η Γερμανία, αποδείχθηκε καταστροφική εκφράζει ο οικονομολόγος Φιλίπ Λεγκρέν σε άρθρο του στο Project Syndicate.
Ο Λεγκρέν, οικονομικός σύμβουλος του προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ζοζέ Μπαρόζο από το 2011 έως το 2014, υποστηρίζει πως επτά χρόνια από την έναρξη της κρίσης η οικονομία της ευρωζώνης είναι σε παρόμοια κακή κατάσταση με αυτή που βρισκόταν η Ευρώπη κατά τη διάρκεια της Μεγάλης Ύφεσης του 1930.
Όπως αναφέρει, τα τεράστια πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών που έχει συσσωρεύσει η Γερμανία, αποτελούν έναν λόγο για την ευρωπαϊκή κρίση και ένα εμπόδιο για την επίλυσή της. Τώρα που το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας δεν ανακυκλώνεται πλέον στις χώρες του Νότου, η χώρα «εξάγει» αποπληθωρισμό ενισχύοντας περαιτέρω την ευρωπαϊκή κρίση.
«Η προσπάθεια της Γερμανίας να συντρίψει την Ελλάδα και να την αναγκάσει να εγκαταλείψει το κοινό νόμισμα αποσταθεροποίησε τη νομισματική ένωση», τονίζει ο Λεγκρέν και συμπληρώνει πως «η Γερμανία έχει συνηθίσει να σπάει τους κανόνες χωρίς τιμωρία ή ακόμη και να εφευρίσκει καινούργιους».
Ενδεικτικά ο οικονομολόγος υπογραμμίζει πως η Γερμανία υποχρεώνει την Ελλάδα να μεταρρυθμίσει το συνταξιοδοτικό της σύστημα αυξάνοντας τα όρια ηλικίας, ενώ εκείνη χαμηλώνει τα δικά της, επιμένει να μένουν ανοιχτά τα ελληνικά καταστήματα τις Κυριακές, παρότι τα γερμανικά είναι κλειστά. Την ίδια στιγμή, οι μικρές γερμανικές αποταμιευτικές τράπεζες της περιφέρειας, με έναν σωρευτικό απολογισμό που ξεπερνά το 1 τρισ. ευρώ συνεχίζουν να μένουν εκτός των ελέγχων της ΕΚΤ.
«Ο μοναδικός κανόνας της ευρωζώνης που υποτίθεται ότι θα ήταν απαραβίαστος αφορά το αμετάκλητο της συμμετοχής μιας χώρας σε αυτή. Η Γερμανία όχι μόνο καταπάτησε αυτόν τον κανόνα, αλλά πρόσφατα ο Σόιμπλε εφηύρε έναν νέο, ότι η αναδιάθρωση χρέους απαγορεύεται στην ευρωζώνη. Είναι σαν οι ΗΠΑ να αποφασίζουν μονομερώς ότι η αρχή του ΝΑΤΟ για τη συλλογική άμυνα επιτρέπει να συμβαίνει αυτό που διατάζει η αμερικανική κυβέρνηση», τονίζει ο Φιλίπ Λεγκρέν.