Οι διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στην τελευταία συμφωνία για το χρέος στην Ελλάδα αποκάλυψαν τα δύο ανταγωνιστικά οράματα για την Ευρωπαϊκή Ενωση (ΕΕ): την ευέλικτη και ανθρώπινη πολιτική ένωση που ευαγγελίζεται η Γαλλία, και τη νομικιστική και προσκολλημένη στην οικονομία ένωση που προωθεί η Γερμανία. Οπως έγραψε πρόσφατα ο Φρανσουά Εζμπούργκ, «προβάλλοντας το ενδεχόμενο Grexit, η Γερμανία έδειξε ότι η οικονομία υπερβαίνει την πολιτική και τη στρατηγική». Το ερώτημα είναι ποιο όραμα θα επικρατήσει τώρα.
Οι Ελληνες, από την πλευρά τους, θεωρούν την εθνική τους ταυτότητα σημαντικότερη από τα πορτοφόλια τους, με τρόπους που οι οικονομολόγοι αποτυγχάνουν να προβλέψουν. Είναι οικονομικά παράλογο για τους Ελληνες να προτιμούν να συνεχίσουν να είναι μέλη της ευρωζώνης, ενώ θα μπορούσαν να παραμείνουν στην ΕΕ με ένα ενισχυμένο εθνικό νόμισμα που θα μπορούσαν να υποτιμήσουν.
Αλλά, για τους Ελληνες, η ιδιότητα μέλους της ευρωζώνης δεν σημαίνει μόνο ότι μπορούν να χρησιμοποιούν το κοινό νόμισμα. Βάζει τη χώρα τους στο ίδιο επίπεδο με την Ιταλία, την Ισπανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία, ως ένα «πλήρες μέλος» της Ευρώπης –μια θέση συνεπή με το κύρος της Ελλάδας ως γενέτειρας του δυτικού πολιτισμού.
Η στενά οικονομική αντίληψη της Γερμανίας για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση δεν μπορεί να εμπνεύσει απλούς πολίτες, δεν τους πείθει να υποστηρίξουν τους αναγκαίους συμβιβασμούς για να κρατηθεί η ΕΕ ενωμένη. Ούτε μπορεί να αντικρούσει τις αναπόφευκτες επιθέσεις ενάντια στους θεσμούς της ΕΕ για κάθε αντιδημοφιλή δράση και ρύθμιση για την οποία οι πολιτικοί κάθε κράτους θέλουν να αποφύγουν την ανάληψη ευθύνης.
Η αρχική Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα (ΕΟΚ), που δημιουργήθηκε από τη Συνθήκη της Ρώμης το 1957, ήταν, όπως υποδηλώνει και το όνομα, οικονομικής φύσεως. Η ίδια η Συνθήκη, δύσκαμπτη, στηριζόταν στη σύγκλιση των οικονομικών συμφερόντων της Γερμανίας και της Γαλλίας, ενώ οι χώρες της Μπενελούξ και η Ιταλία ολοκλήρωναν τη βάση μιας νέας ευρωπαϊκής οικονομίας.
Αλλά η οικονομική ολοκλήρωση θεμελιώθηκε με ένα όραμα ειρήνης και ευημερίας για τους λαούς της Ευρώπης, ύστερα από αιώνες πρωτοφανούς βίας, η οποία κορυφώθηκε στους δύο παγκόσμιους πολέμους με τη φαινομενικά αιώνια έχθρα μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας. Και, πράγματι, το λεξιλόγιο μιας ευρύτερης πολιτικής ένωσης ενσωματώθηκε στις συνθήκες της Ευρώπης, για να ερμηνευθεί από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων και τις μετέπειτα γενιές των Ευρωπαίων.
Η μητέρα μου, νεαρή Βελγίδα στη δεκαετία του 1950, θυμάται τον ιδεαλισμό και τον ενθουσιασμό του ευρωπαϊκού φεντεραλιστικού κινήματος, με την υπόσχεσή του ότι η γενιά της θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα διαφορετικό μέλλον για την Ευρώπη και τον κόσμο. Το όραμα των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης κοιτούσε πιο πολύ πίσω, στην ίδρυση των αμερικανικών Ηνωμένων Πολιτειών, παρά μπροστά σε ένα ξεχωριστό ευρωπαϊκό διακύβευμα. Ωστόσο η ΕΕ που αναδύθηκε είναι κάτι καινούργιο: αντλεί κυριαρχία ως ισχυρή περιφερειακή οντότητα σε έναν πλανήτη περίπου 200 κρατών, διατηρώντας τις γλώσσες και τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά των μελών της.
Αυτό το πείραμα δεν μπορεί να επιβιώσει αν υποστηρίζεται μόνο από οικονομική δυσκαμψία και αυστηρούς νομικούς κανόνες. Τι μπορεί να συνεχίζει να δικαιολογεί μια πολιτική οντότητα αφότου οι επείγουσες πραγματικότητες και οι πεποιθήσεις που οδήγησαν την ίδρυσή της ξεθώριασαν στις σελίδες της Ιστορίας ή, στην καλύτερη περίπτωση, είναι θέμα αφηγήσεων των ηλικιωμένων;
Οι ΗΠΑ, ο Λίνκολν και η αμερικανική ταυτότητα
Για τις ΗΠΑ αυτά τα ερωτήματα προέκυψαν στις δεκαετίες του 1840 και του 1850, όταν η επείγουσα ανάγκη για μια ένωση που θα διασφάλιζε την ανεξαρτησία είχε ξεθωριάσει, προκαλώντας προβλήματα και συγκρούσεις. Η δουλεία ήταν νόμιμη σε μερικές Πολιτείες, αλλά παράνομη σε άλλες, ενώ ο συμβιβασμός του 1787 να μετράει κάθε σκλάβος ως 3/5 ανθρώπου όταν υπολόγιζαν τον πληθυσμό για αντιπροσωπευτική φορολόγηση είχε ξεθωριάσει. Οι οικονομικές διαφορές ανάμεσα στον βιομηχανικό Βορρά και στον αγροτικό Νότο σήμαιναν ότι οι συζητήσεις για τα δικαιώματα των Πολιτειών ήταν τόσο για την οικονομία όσο και για τις ανθρώπινες ζωές. Επακολούθησε ένας φρικιαστικός εμφύλιος πόλεμος στον οποίο οι ΗΠΑ νίκησαν την αποσχιστική νότια Ομοσπονδία και επέβαλαν το όραμά τους για την ένωση.
Πριν από το τέλος του πολέμου ο πρόεδρος Αβραάμ Λίνκολν δημιούργησε ένα νέο αφήγημα δηλώνοντας ότι «ήταν μάχη για τη δημοκρατία και την ισότητα με στόχο να εξασφαλίσουμε ότι η κυβέρνηση του λαού, από τον λαό, για τον λαό δεν θα χαθεί από τη Γη». Αυτός ο απολογισμός απλοποιούσε –και διαστρέβλωνε –τα ιστορικά γεγονότα. Αλλά αυτή η ομιλία έγινε τόσο σημαντικό κομμάτι της αμερικανικής εθνικής ταυτότητας όσο η Ανακήρυξη της Αμερικανικής Ανεξαρτησίας.
Η ΕΕ αντιμετωπίζει τώρα τον δικό της εμφύλιο πόλεμο, ο οποίος ωστόσο, ευτυχώς, δεν περιλαμβάνει σωματική βία. Χωρίς πολιτικούς ικανούς να αρθρώσουν ένα όραμα για το οποίο αξίζει κανείς να εργαστεί, ακόμη και να θυσιαστεί για αυτό, οι οπαδοί της ευρωπαϊκής ενότητας δεν μπορούν να κερδίσουν. Ο εθνικός ύμνος της Ευρώπης, ένας κύκλος αστεριών ως έμβλημά της και μια συζήτηση για τη δημοσιονομική ακεραιότητα και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, όλα αυτά δεν μπορούν να ανταγωνιστούν τα ισχυρά μηνύματα των αντιπάλων της ΕΕ.
Αυτοί οι αντίπαλοι, τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς, εστιάζουν στις καθημερινές συνθήκες διαβίωσης των ευρωπαίων πολιτών. Εκείνων που νιώθουν να απειλούνται από τους μετανάστες και εκείνων που υποφέρουν λόγω της λιτότητας. Για να συνεχίσει η ΕΕ την πορεία της προς μια ισχυρότερη και πιο στενή πολιτεία και οικονομία, που ωστόσο απέχει πολύ από ένα ομοσπονδιακό κράτος -, θα πρέπει να προσφέρει την αξιόπιστη προοπτική μιας καλύτερης ζωής για όλους τους πολίτες της.
Μόλις πριν από τον τελευταίο γύρο των πρόσφατων διαπραγματεύσεων για την Ελλάδα ο γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ είπε ότι δεν επιθυμεί «μια Ευρώπη που δεν προοδεύει πια». Αρκετά δίκαιο. Αλλά πρόοδος ως προς τι; Ως προς την ελευθερία, την ισότητα και την αδελφότητα για όλη την Ευρώπη; Ως προς την αξιοπρέπεια και την αλληλεγγύη όλων των ευρωπαίων πολιτών; Ως προς το πώς θα μπει σε τάξη το κοινό ευρωπαϊκό σπίτι; Μια νέα γενιά ευρωπαίων πολιτών πρέπει να απαντήσει σε αυτά τα ερωτήματα.
Η κυρία Anne-Marie Slaughter είναι πρώην διευθύντρια Πολιτικού Σχεδιασμού του Στέιτ Ντιπάρτμεντ των ΗΠΑ (2009-2011), πρόεδρος του Ιδρύματος Nέα Αμερική και ομότιμη καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Υποθέσεων στο Πανεπιστήμιο Princeton.
HeliosPlus