H νέα γενιά του «Οχι»

Την τελευταία πενταετία, εκείνη της ελληνικής ύφεσης, έχουν χυθεί τόνοι μελάνι για να ερμηνεύσουν, να στηλιτεύσουν ή να εξορθολογίσουν την υλική και υπαρξιακή ακύρωση της κοινωνίας, της νέας γενιάς.

Την τελευταία πενταετία, εκείνη της ελληνικής ύφεσης, έχουν χυθεί τόνοι μελάνι για να ερμηνεύσουν, να στηλιτεύσουν ή να εξορθολογίσουν την υλική και υπαρξιακή ακύρωση της κοινωνίας, της νέας γενιάς. Η ελληνική νεολαία έγινε το νέο μοιρολόι των απανταχού αρθρογράφων, στατιστικολόγων και ερευνητών όχι ως μια δύναμη που στραβοπάτησε σε μια απότομη στροφή της Ιστορίας, αλλά ως μια αμετάκλητα ξεγραμμένη οντότητα στον βωμό ενός σύγχρονου οικονομικού φανατισμού. Σε πείσμα εκείνων που την είχαν ικανή απλώς να ετοιμάζει τις βαλίτσες του νέου ρεύματος της ευρωπαϊκής μετανάστευσης ή να αποσύρεται στο παιδικό της δωμάτιο βυθιζόμενη στην κατάθλιψη, την προηγούμενη Κυριακή μίλησε με ένα «Οχι» που επεκτείνεται σε πολύ περισσότερα πεδία απ’ αυτό που διατύπωνε το ερώτημα του δημοψηφίσματος.
Τα στοιχεία των δημοσκοπήσεων και η ανάλυση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος δείχνουν ότι οι νέοι ηλικίας 18-24 ετών ψήφισαν «Οχι» σε ποσοστό 85%. Η βιωμένη πραγματικότητα όλων μας είναι ακόμη πιο αποκαλυπτική. Την Κυριακή που ολόκληρη η χώρα είχε μετατραπεί σε ένα απέραντο υπαίθριο newsroom, οι οθόνες του κόσμου και τα πρωτοσέλιδα του διεθνούς Τύπου πλημμύρισαν νεανικά πρόσωπα θυμωμένα, φοβισμένα, αισιόδοξα, αλλά σίγουρα αποφασισμένα να διατρανώσουν την επιθυμία τους να δοθεί ένα τέλος στον πενταετή κύκλο της λιτότητας. Αυτό είναι το συνεκτικό στοιχείο της νεολαίας, αφού ως κοινωνική κατηγορία έχει πληγεί βαρύτατα από τις πολιτικές των τελευταίων χρόνων. Γεγονός που δεν αποτυπώνεται μόνο στους δείκτες ανεργίας της ΕΛΣΤΑΤ –για νέους 18-24 ετών το ποσοστό φτάνει το 60% –και στις έρευνες για το brain drain που καταδεικνύουν ότι 200.000 νέοι επιστήμονες μετανάστευσαν στο εξωτερικό για να βρουν δουλειά, αλλά και στο βίωμα των νέων που διαπερνάται από την απογοήτευση μπροστά σε έναν κλειδωμένο ορίζοντα.
Οδιδάκτορας Φιλοσοφίας Παναγιώτης Σωτήρης εξηγεί: «Η συντριπτική ψήφος υπέρ του «Οχι» των νεαρών ψηφοφόρων δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, καθώς μπορεί να ερμηνευθεί με βάση τις κοινωνικές δυναμικές της περιόδου. Η περίοδος της οικονομικής κρίσης σήμαινε μια χωρίς προηγούμενο απαξίωση προοπτικής για τους νέους κυρίως μέσω της τρομακτικής αύξησης της ανεργίας. Αυτό αντικειμενικά γέννησε μια στάση εχθρότητας μεγάλου μέρους της νεολαίας απέναντι στα συστημικά κόμματα και τις πολιτικές τους επιλογές, μια διάθεση εκλογικής εκδίκησης που την έχουμε δει και σε όλες τις εκλογικές μάχες, από το 2010 και μετά. Η επισφάλεια είναι βασική παράμετρος της καθημερινότητας των νέων, όμως είναι διαφορετική από την ανασφάλεια των ηλικιωμένων. Στην πρώτη περίπτωση η έλλειψη ασφάλειας αφορά την απουσία προοπτικής, στη δεύτερη τον κίνδυνο απώλειας κεκτημένων. Αυτό ωθεί τους νέους στο να μπορούν να αποδεχτούν με μεγαλύτερη ευκολία επιλογές που μπορούν να θεωρηθούν ρηξιακές».
Στην πραγματικότητα, πρόκειται για την πρώτη γενιά μεταπολεμικά που προσδιορίστηκε ως «χαμένη». Ο όρος που εισήγαγε ο Ερνεστ Χέμινγουεϊ και αφορούσε τη γενιά του Μεσοπολέμου επανέρχεται σε συνθήκες ειρήνης και νοείται ως κάποιου είδους πεπρωμένο που προορίζει αυτή τη γενιά να ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη, παρά το γεγονός ότι διαθέτει πολύ υψηλό μορφωτικό επίπεδο και θεωρείται άρτια καταρτισμένη με πολλαπλές δεξιότητες. Και ίσως αυτό το δεδομένο να είναι που εμπεδώνει ακόμη περισσότερο μια ψυχολογία «πόνου». Σκέψου να έχεις γαλουχηθεί και ενηλικιωθεί στο φαντασιακό της «ισχυρής Ελλάδας» και να σκουντουφλάς στο αδιέξοδο της κρίσης με τον πρώτο βηματισμό έξω από το Πανεπιστήμιο. Ο 31χρονος ηθοποιός Ομηρος Πουλάκης εξηγεί: «Δεν θα μπορούσα λέγοντας «Ναι» να δικαιώσω τα πέντε χρόνια μιας πολιτικής βαθιά αντιευρωπαϊκής, που βρίσκεται στα όρια της δημοκρατίας. Ο νέος άνθρωπος δεν έχει πρόβλημα με τον κόπο του. Το πρόβλημά του είναι να μην αποδίδει καρπούς αυτός ο κόπος. Με αυτόν τον τρόπο οξύνεται μια μηδενιστική αντίληψη. Δεν με προβληματίζει τι θέση πήρε ο καθένας στο ερώτημα του δημοψηφίσματος. Με προβληματίζουν όμως εκείνοι που αυτά τα πέντε χρόνια σιωπούσαν».
Για τους νέους, η ευθύνη για τη δοσμένη κατάσταση έχει ταυτότητα και ονοματεπώνυμο. Είναι οι φορείς του παλιού πολιτικού συστήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι σύμφωνα με τα ευρήματα της ICAP η αναξιοκρατία και η διαφθορά αναφέρονται πιο συχνά ως αίτια για εκείνους που μεταναστεύουν στο εξωτερικό και δευτερευόντως η κρίση. Τα κόμματα που συμμετείχαν στη διαχείριση της εξουσίας είναι ταυτισμένα στη συλλογική συνείδηση με το «παλιό», με την κακή διακυβέρνηση και τη διαπλοκή που υποθήκευσαν το μέλλον. Ως εκ τούτου η κυβέρνηση και προσωπικά ο Αλέξης Τσίπρας έχουν τα χαρακτηριστικά του άφθαρτου και αποκαθιστούν σε έναν βαθμό τους δεσμούς εμπιστοσύνης. Ακόμη και οι νέοι που μπορεί να μην ψήφισαν ΣΥΡΙΖΑ αναγνωρίζουν μια μεγαλύτερη εγγύτητα με τα πρόσωπα της κυβέρνησης σε μια συγκυρία που όλες οι άλλες εναλλακτικές έχουν καταρρεύσει. Για την ακρίβεια, δεν κατόρθωσαν καν να οικοδομηθούν.
Ο Ζαχαρίας Κωστόπουλος, 30 ετών, άνεργος, κάτοχος δύο πτυχίων, στο μάρκετινγκ και στην υποκριτική, υποστηρίζει: «Πέρα από όλους τους άλλους λόγους ψήφισα «Οχι» γιατί αν επικρατούσε το «Ναι» θα πηγαίναμε σε εκλογές και κάθε άλλη εκδοχή διακυβέρνησης μου φαίνεται χειρότερη. Η καμπάνια του «Ναι» απαρτιζόταν από τους φορείς του παλιού πολιτικού συστήματος που έχουν ευθύνες όχι μόνο για τη λιτότητα αλλά και την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Για ανθρώπους σαν κι εμένα που ανήκω στην LGBT κοινότητα υπήρχε έντονος φόβος ότι μια άλλη κυβέρνηση θα ξήλωνε τις όποιες προοδευτικές μεταρρυθμίσεις. Υπάρχουν πρόσωπα στην κυβέρνηση, όπως ο Πρωθυπουργός ή η Πρόεδρος της Βουλής, που τα αισθάνομαι πιο οικεία».
Από αυτή τη συλλήβδην απόρριψη του παλιού, δεν γλίτωσε το κουρμπέτι μας. Αντιθέτως, τα ΜΜΕ έχουν κατρακυλήσει εδώ και καιρό στο τελευταίο σκαλί των δεικτών αξιοπιστίας και έχουν δεχτεί έντονες επικρίσεις για τη χειραγώγηση της ενημέρωσης μέσα από προνομιακή προβολή των θέσεων υπέρ του νεοφιλελευθερισμού και τη διαστρέβλωση της κοινωνικής πραγματικότητας. Ειδικότερα τις κρίσιμες ημέρες από την προκήρυξη του δημοψηφίσματος μέχρι και τον νέο γύρο των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους, η πλειονότητα των media συντάχθηκε σχεδόν ξεκάθαρα με την καμπάνια του «Ναι», δραματοποίησε, προβαίνοντας καμιά φορά και σε ανακρίβειες, μια ούτως ή άλλως δύσκολη κατάσταση που απαιτούσε ψυχραιμία στη διαχείρισή της. Με αυτόν τον τρόπο, στη συνείδηση των νέων αποτέλεσε ένα τμήμα του συνεχούς των ξένων δανειστών και του παλιού πολιτικού συστήματος. Στο μεταίχμιο ίσως μεταξύ σοβαρού και αστείου, οι περισσότεροι νέοι στις τοποθετήσεις τους για το ζήτημα ανάφεραν ότι η προπαγάνδα υπέρ του «Ναι» γύρισε περισσότερο την πλάστιγγα υπέρ του «Οχι», για όσους είχαν ενδοιασμούς.
Η Ηλέκτρα Χατζηκάλφα, 26 ετών, φοιτήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, εξηγεί τους λόγους για το δικό της «Οχι»: «Μου φαίνεται πολύ εκβιαστικό όλο αυτό που συμβαίνει. Το «Ναι» θα μας γύριζε πίσω, στις επιπτώσεις που ζήσαμε, σε όλα εκείνα που μας έκοψαν τα φτερά. Δεν λέω ότι δεν ανησύχησα με τις κλειστές τράπεζες. Ηταν πρωτόγνωρο και για εμένα. Αυτό που με εξόργισε πραγματικά ήταν η στάση των ΜΜΕ. Ενιωθα ότι υποτιμούσαν τη νοημοσύνη μου. Εχω πάψει εδώ και καιρό να τα παρακολουθώ. Τώρα δεν τα αντέχω καθόλου. Ειδικά την τηλεόραση, στις εφημερίδες βρίσκεις περισσότερες επιλογές. Κάνω ζάπινγκ και νευριάζω. Σκέφτομαι πολλές φορές ότι δεν θέλω ποτέ ως δημοσιογράφος να λειτουργήσω έτσι. Μετά προβληματίζομαι για το τι θα κάνω αν δεν βρω δουλειά. Ξέρω τις πιέσεις που υπάρχουν, αλλά υπάρχει και η ατομική αξιοπρέπεια».
Οι νέοι στην Ελλάδα απορρίπτουν οτιδήποτε σχετίζεται στο μυαλό τους με τους πυλώνες της κοινωνικής καταστροφής. Από τον Τύπο και τους πολιτικούς μέχρι τους καλλιτέχνες. Δεν είναι αιθεροβάμονες. Ξέρουν –όσο μπορεί κάποιος να ξέρει σε συνθήκες πρωτοφανείς που μας υπερβαίνουν καθημερινά, προτού καλά καλά τις επεξεργαστούμε –ότι σε αυτό το σημείο που βρίσκεται η χώρα δεν υπάρχει καμιά βασιλική οδός σωτηρίας. Εχουν ωριμάσει πολύ πιο γρήγορα και συνάμα βίαια σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές. Διατρέχονται από ένα περίεργο μείγμα θυμικού και λογικής που συμπυκνώνεται στο «μπροστά δεν ξέρω τι θα βρω, αλλά πίσω δεν γυρίζω». Γι’ αυτό και το «Οχι» τους είναι ένα όπλο για την κυβέρνηση που εύκολα μετατρέπεται σε άγχος, γιατί συμβολίζει μια άρνηση σε πολύ περισσότερα απ’ αυτά που αποτυπώθηκαν στην πρόταση Γιούνκερ, η οποία μάλλον ξεπεράστηκε από τις εξελίξεις.

Το «Οχι» τους αφορά τον πυρήνα της λιτότητας, αλλά και της ίδιας της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης.

Η Μάρια Μπονοβόλια, 25 ετών, απόφοιτη του ΤΕΦΑΑ Αθηνών, που εργάζεται ως σερβιτόρα, το εκφράζει αρκετά κρυστάλλινα: «Ολα αυτά περί εθνικού διχασμού είναι υπερβολικά. Εγώ συναναστράφηκα πολύ κόσμο και όλες οι διαφωνίες ήταν διαχειρίσιμες. Στο μαγαζί που δουλεύω μπορώ να σου πω ότι είχαμε ακόμη περισσότερη κίνηση απ’ ό,τι συνήθως. Το δημοψήφισμα έπρεπε να γίνει. Αν δεν υπάρξει λύση, διαφωνώ με τον συμβιβασμό που θα φέρει ένα τρίτο Μνημόνιο και θα επιτείνει την εξαθλίωση. Χρειάζεται ένα οργανωμένο σχέδιο επιστροφής στο εθνικό νόμισμα. Δεν ξέρω αν το έχει ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά το να μείνουμε στην Ευρωζώνη έτσι όπως μας αντιμετωπίζουν, δεν υπάρχει καμία προοπτική. Το ξέρω ότι θα είναι δύσκολα, αλλά θα κάνουμε ένα νέο ξεκίνημα. Επειτα από ένα διάστημα θα ξαναφτιάξουμε τη χώρα μας. Και ούτε σκέφτομαι να φύγω. Δεν γίνεται να φύγουμε όλοι και να ερημώσει ο τόπος». Τη ρώτησα αν την επηρεάζουν οι κλειστές τράπεζες και οι κεφαλαιακοί έλεγχοι. «Προσωπικά έχω 100 ευρώ στην τράπεζα. Ας μου τα πάρουν. Δεν με νοιάζει» απαντά.
Αυτή είναι μια πραγματικότητα που αναδείχθηκε με τα capital controls. Oι κλειστές τράπεζες εμποδίζουν αυτούς που έχουν κάτι μέσα. Για τους υπόλοιπους είναι αδιάφορο ή ίσως και ευχάριστο, αφού το μοναδικό που θα τους λείψει είναι εκείνο το καθημερινό τηλεφώνημα από την εισπρακτική εταιρεία. Οι νέοι στην Ελλάδα δεν πρόλαβαν να κάνουν αποταμίευση. Τα δικά τους capital controls έχουν επιβληθεί προ πολλού και έχουν μηδενικό όριο ημερήσιας ανάληψης. Εξ ου και η γενικευμένη απαξίωση, η οποία φτάνει μέχρι και την αμφισβήτηση της θέσης της χώρας στην Ευρωζώνη, που ολοένα και περισσότερο προσομοιάζει με ένα μοντέρνο ιερατείο της Σχολής του Σικάγου και απομακρύνεται από τις αρχές του Διαφωτισμού. Αυτό προφανώς είναι το υπόβαθρο αυτής της συσσωρευμένης νεανικής δυσαρέσκειας που αναζητά κανάλια έκφρασης.
Με τη βοήθεια του Μάκη Μοσχονά καθηγητή στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου, θα προσπαθήσουμε να αποκρυπτογραφήσουμε τα πολιτικά χαρακτηριστικά και τη στάση της νεολαίας: «Οι νέοι έχουν σε όλα τα θέματα που αφορούν τη ζωή μια μεικτή κουλτούρα αξιακών προτεραιοτήτων από αντιθετικά συστήματα ιδεών. Η νεολαία στα θέματα της Ευρώπης είναι πιο κριτική από ό,τι ο μέσος όρος του πληθυσμού. Αυτό προκύπτει την τελευταία πενταετία και σχετίζεται με την κρίση. Τοποθετούνται είτε πιο αριστερά είτε πιο δεξιά στο πολιτικό φάσμα από ό,τι ο μέσος όρος του πληθυσμού. Πρόκειται για ένα κομμάτι που στα θέματα οικονομικής φιλοσοφίας είναι πιο αριστερό, πιο αντιευρωπαϊκό και πιο πολιτισμικά φιλελεύθερο. Ο συνδυασμός αυτών των στοιχείων εξηγεί το «Οχι». Δείχνουν μικρότερο βαθμό εμπιστοσύνης στο πολιτικό σύστημα. Θεωρούν περισσότερο από άλλες γενιές ότι η ελληνική κοινωνία είναι αναξιοκρατική. Εχουν μεγαλύτερο δεσμό εμπιστοσύνης με αυτή την κυβέρνηση, αλλά θα δούμε πόσο σταθερός είναι αυτός. Είναι δύσκολο να πει κανείς πώς θα αντιδράσουν οι κοινωνικές ομάδες σε ένα ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Πιστεύω ότι τότε θα έχουμε μια ριζοσπαστικοποίηση και στις δύο κατευθύνσεις, υπέρ και κατά του ευρώ».
Προφανώς, κανείς δεν μπορεί να αγκυλωθεί σε βεβαιότητες για μια περίοδο που έχει τα στοιχεία της τομής. Βρισκόμαστε σε μια ολότελα καινούργια χώρα που αποχαιρετά τον χθεσινό της εαυτό χωρίς κανείς να μπορεί να εγγυηθεί ότι δεν θα ξαναζωντανέψει το ξεπεσμένο του είδωλο στην επόμενη στροφή ούτε από την άλλη να επενδύσει στο εξαντλημένο σενάριο του φόβου. Το μόνο σίγουρο είναι αυτή η γενιά δεν αποτελεί πλέον μια υποσημείωση στις ιστορίες των άλλων, αλλά γράφει το δικό της κεφάλαιο με όρους που θυμίζουν αρκετά την ομιλία του Εντουάρντο Γκαλεάνο στις 11 Ιουλίου 1988 στο Σαντιάγκο της Χιλής: «Εμείς λέμε όχι. Αρνούμαστε να δεχτούμε αυτή τη μετριότητα ως μοίρα. Εμείς λέμε όχι στο φόβο. Οχι στο φόβο να μιλήσουμε, στο φόβο να πράξουμε, στο φόβο να είμαστε. Η ορατή αποικιοκρατία απαγορεύει να μιλάς, να πράττεις, να είσαι. Η αόρατη αποικιοκρατία, πολύ πιο ικανή, μας πείθει ότι δεν μπορείς να είσαι, μας πείθει ότι δεν μπορείς να λες, μας πείθει ότι δεν μπορείς να είσαι. Ο φόβος μεταμφιέζεται σε ρεαλισμό… Εμείς λέμε όχι στο διαζύγιο της ομορφιάς και της δικαιοσύνης, γιατί λέμε ναι στον ισχυρό και γόνιμο εναγκαλισμό τους. Συμβαίνει εμείς να λέμε όχι, και λέγοντας όχι να λέμε ναι».

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 12 Ιουλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.