Θυμήθηκα κάτι υπέργηρες θείες (εδώ και δεκαετίες νεκρές) που είχαν κλείσει μέσα στο κουτί όλη τη νιότη τους και κάθε φορά που το άνοιγαν παρατηρούσαν συγκινημένες (και σοκαρισμένες) τις παλαιές φωτογραφίες τους. Μονολογούσαν τότε ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στον απέναντι καθρέφτη: «Βρε πώς καταντά ο άνθρωπος». Τότε δεν ήμουν σε θέση να κατανοήσω τη θλίψη τους, τώρα μπορώ. Βγαίνει και αυτή η θλίψη μέσα από το άδειο κουτί. Μαζί της, μυρωδιές από σπιτικό χαλβά και γλυκό κυδώνι. Βγαίνει και ο ντενεκεδένιος ήλιος από την «Ντενεκεδούπολη» της Ευγενίας Φακίνου, την πρώτη, πιθανώς, παράσταση που είδα στη ζωή μου. Βγαίνει το εξώφυλλο της «Χάιντι» –μια βουνοπλαγιά γεμάτη πρόβατα, ένας μικρός βοσκός και ένα κοριτσάκι με λευκό φουστανάκι και κόκκινη φουστίτσα, αν θυμάμαι καλά –βιβλίου που μου είχε κάνει εντύπωση όταν το ανακάλυψα στην οικογενειακή βιβλιοθήκη. Παπούτσια «Μούγερ», γαλάζια σχολική ποδιά με άσπρο γιακά, «Κλασικά εικονογραφημένα» (κυρίως το «Σιδηρούν προσωπείον» και η «Οικογένεια Ελβετών Ροβινσώνων»), εκείνο το παιχνίδι με τις δύο βαριές μπαλίτσες που χτυπούσαν η μία την άλλη («Τάκα τάκα» νομίζω το έλεγαν) και που όποτε επιχειρούσα να το παίξω χτυπούσα τα δάχτυλά μου, ένα ποίημα από «Τα ψηλά βουνά» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, η πρώτη μου επίσκεψη στο Πλανητάριο, η «Μπαλαρίνα» στο λούνα παρκ «Ροντέο» της παραλιακής που έμοιαζε στα μάτια μου τεράστια και τρομακτική, ο «Φωτεινός παντογνώστης», ένας δρόμος με μονοκατοικίες, ένα δισκάκι 45 στροφών που από τη μία πλευρά έπαιζε «Την καρδιά, καρδιά μου, απόψε μπρος στα πόδια σου πετώ, κάν’ την ό,τι θες κυρά μου…» και από την άλλη δεν θυμάμαι τι. Ολα αυτά τα βρήκα μέσα στο πιο γεμάτο άδειο κουτί στον κόσμο. Εβαλα μέσα του τα μηχανικά μολύβια μου και το στόλισα στο γραφείο μου. Οποτε το ανοίγω, μπαίνει σε λειτουργία ένα view master αναμνήσεων και παρηγορητικών εικόνων. Ποιος είπε ότι τα πράγματα δεν έχουν ψυχή και μνήμη;
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 4 Ιουλίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ