Μοιάζει κάπως σαν το ημερολόγιο της Αννας Φρανκ. Η εφημερίδα «The Guardian» πρόσφατα αποφάσισε να μας ρωτήσει «Πώς είναι η ζωή στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης». Δημοσιογραφικά, δεν αποτελεί κάποια ιδιαίτερη έμπνευση. Και άλλοι το έχουν κάνει, ίσως και καλύτερα. Αλλά αυτή τη φορά, το timing μοιάζει σωστό.
Αλήθεια, πώς είναι η ζωή στην Ελλάδα αυτές τις μέρες; Οχι στον μικρόκοσμο του καθενός, όχι στο feed του Facebook όπου η ματαιότητα θριαμβεύει, όχι στις κουβέντες στις παρέες ούτε στις σκέψεις. Συνολικά, πώς είναι;
Από απόσταση μοιάζει με τον ορισμό της φράσης «στο μάτι του κυκλώνα» –είναι το μέρος όπου επικρατεί μια απόκοσμη ηρεμία ενώ γύρω ο κόσμος στροβιλίζεται βίαια.
Είναι μια μουδιασμένη χώρα που ζει το τέλος των πέντε σταδίων του πένθους. Δεν έχει έντονη άρνηση, αυτή είναι πλέον ελεγχόμενη. Εχει λιγότερη οργή, άλλωστε πόσα χρόνια μπορείς να ζεις οργισμένος; Ο θυμός έχει περάσει στη διαπραγμάτευση. Η αποδοχή έχει έρθει. Η Ελλάδα έχει μια ήρεμη απάθεια, μια γνώση που μπορεί να παρεξηγηθεί για σοφία. Μια συνθηκολόγηση με τη χειρότερη εκδοχή των πραγμάτων.
Ο Κάφκα θα ήταν ενθουσιασμένος.
Τότε γιατί ο ήλιος λάμπει; Γιατί το Bloomberg απορεί πώς ο κόσμος ακόμη βγαίνει στους δρόμους; Γιατί οι «Financial Times» αναρωτιούνται γιατί οι Ελληνες πίνουν μακάριοι φρέντο την ώρα που χρεοκοπούν; Ασφαλώς επειδή δεν έχουν ιδέα από ψυχισμό –οι άνθρωποι κάνουν οικονομικό ρεπορτάζ, δεν ψυχαναλύουν περίεργους λαούς για το ψωμί τους.
Η Ελλάδα είναι ήρεμη γιατί έχει παραιτηθεί· έχει συνηθίσει να ζει όπως ένας άνθρωπος χωρίς όνειρα. Το καλύτερο από τα σενάρια από τα οποία έχει να επιλέξει είναι ένα κακό σενάριο. Η χώρα μικραίνει –γερνάει (το 2014 είχαμε 94.134 γεννήσεις και 111.794 θανάτους, φυσική μείωση πληθυσμού κατά 17.660 ανθρώπους –η αντίστοιχη αρνητική μεταβολή το 2012 ήταν 16.297). Η χώρα χάνει τα νεανικά μυαλά της (200.000 άνθρωποι έφυγαν για ένα καλύτερο μέλλον από την αρχή της κρίσης). Η χώρα μοιάζει cool γιατί είναι κουρασμένη, δεν έχει ούτε μια σκάρτη αφήγηση για το μέλλον. Το να επιβιώσεις πάση θυσία μπορεί να γοητεύσει μόνο όποιον το διηγείται με ανέξοδο λυρισμό, σίγουρα όχι όποιον το κάνει.
Αν κάτι πρέπει να βρεθεί άμεσα, είναι κάτι που να απεγκλωβίζει συλλογικά από την πραγματικότητα, ένα συλλογικό παραισθησιογόνο με υλικές προεκτάσεις. Να υπάρξει ένα νέο όραμα, μια νέα ιδέα, αν και η Ιστορία έχει δείξει πως τα μεγάλα οράματα των ταπεινωμένων χωρών σπάνια είναι εμπνευσμένα.
Αν από κάποιους πρέπει να διδαχτούμε, είναι από τους Αμερικανούς, που το 1931, δύο χρόνια μετά το κραχ του 1929, σκαρφίστηκαν το Αμερικανικό Ονειρο. Οπως έγραψε ο Τζέιμς Τράσλοου Ανταμς στο βιβλίο του «The Epic of America», αυτό είναι πως «η ζωή πρέπει να είναι καλύτερη, πλουσιότερη και πλήρης για όλους, με ίσες ευκαιρίες για τον καθένα, ανεξαρτήτως κοινωνικής τάξης». Οπως έγραψαν και στη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τους οι μετρ της συλλογικής αφήγησης Αμερικανοί, «όλοι δημιουργούνται ίσοι, με το δικαίωμα να διεκδικήσουν ζωή, ελευθερία και το κυνήγι της ευτυχίας».
Ισως όμως όλα αυτά να είναι μάταιες αναγωγές στην Ιστορία. Και η Ελλάδα, που διαπραγματεύεται το τέλος του διλήμματος «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο», ίσως βρει τη νέα της συλλογική αφήγηση σε όποιον εκφράσει πολιτικά –όχι ως απειλή, αλλά ως μελέτη –την προοπτική της «δραχμής» ως πιθανότητα προόδου. Ακόμη και αν κάνει λάθος, αν η κατάσταση παραμείνει τόσο ανέμπνευστη, αν η καλύτερη εκδοχή της αλήθειας είναι ένα φορολογικό κλουβί, αν οι λογαριασμοί εξακολουθήσουν να αδειάζουν, σε λίγα χρόνια από τώρα η Ευρώπη θα μοιάζει η άσχημη προοπτική –ακόμη και αν η δραχμή είναι χειρότερη. Ο πνιγμένος πάντα ψάχνει την κοντινότερη σωτηρία.
Γιατί όπως ήξεραν καλά οι Αμερικανοί, ο άνθρωπος έχει πάντα δικαίωμα να κυνηγάει την ευτυχία –όχι απλώς την επιβίωση. Οι Ευρωπαίοι κάνουν πως το ξέχασαν.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 28 Ιουνίου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ