Μπλάνκφεϊν-Γκόρμαν: Επιτυχημένοι τραπεζίτες με διαφορετικές «συνταγές»

Ο ένας, γιος ταχυδρομικού υπαλλήλου, μεγάλωσε στις εργατικές κατοικίες του Μπρούκλιν και μοιραζόταν το υπνοδωμάτιό του με τη γιαγιά του.

Ο ένας, γιος ταχυδρομικού υπαλλήλου, μεγάλωσε στις εργατικές κατοικίες του Μπρούκλιν και μοιραζόταν το υπνοδωμάτιό του με τη γιαγιά του. Ο άλλος γεννήθηκε στην άλλη άκρη του κόσμου, στην Αυστραλία. Ηταν το έκτο από τα 10 παιδιά ενός μηχανικού και μεγάλωσε σε μια άνετη μονοκατοικία στη Μελβούρνη. Ο ένας ξεκίνησε ως φοροτεχνικός για να εξελιχθεί σε πωλητή πολύτιμων μετάλλων προτού τον κερδίσει ο τραπεζικός χώρος. Ο άλλος προτού γίνει τραπεζίτης δούλεψε επί σειρά ετών στην εταιρεία συμβούλων McKinsey & Co.
Πρόκειται για τον Λόιντ Μπλάνκφεϊν και τον Τζέιμς Γκόρμαν, τους επικεφαλής των δύο αποκλειστικά επενδυτικών τραπεζών που απέμειναν στις ΗΠΑ, της Goldman Sachs και της Morgan Stanley. Δεν διαφέρουν μόνο στην όψη, στην προσωπικότητα και στο στυλ. Διαφέρουν και στον τρόπο με τον οποίο διοικούν τις τράπεζές τους. Τις οποίες οδηγούν, άλλωστε, και σε διαφορετικές κατευθύνσεις.
Ο ηλικίας 56 ετών Γκόρμαν ρίχνει το βάρος στη διαχείριση των προσωπικών χαρτοφυλακίων των οικονομικά εύρωστων πελατών της Morgan Stanley. Εστιάζει την προσοχή του στη «λιανική επενδυτική», τρόπον τινά, αν και άδραξε την ευκαιρία για να εξαγοράσει τη Smith Barney από τη Citigroup κατά τα χρόνια της κρίσης. Ο ηλικίας 60 ετών Μπλάνκφεϊν βάζει ως προτεραιότητα της Goldman Sachs τη διαχείριση των εταιρικών χαρτοφυλακίων, μια δραστηριότητα που κυριαρχούσε πριν από την κρίση στη Wall Street. Ο μάνατζερ της «Τράπεζας που κυβερνά τον κόσμο», κατά τον βέλγο δημοσιογράφο και συγγραφέα Μαρκ Ρος, πιστεύει ότι η Wall Street θα ανθήσει ξανά και θα ξαναγίνει ο «θεσμός» που ήταν πριν από την κρίση, αλλά με λιγότερους ανταγωνιστές για να μοιράζονται την πίτα.
Επιχειρηματικά μοντέλα


«Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μια γενικευμένη αμφισβήτηση των επιχειρηματικών μοντέλων. Παλαιότερα μπορούσες να κατατάξεις τις μεγάλες εταιρείες σε διάφορες κατηγορίες. Τώρα καθεμιά είναι μια κατηγορία μόνη της» είχε δηλώσει τον περασμένο Απρίλιο ο Μπλάνκφεϊν μιλώντας σε σπουδαστές οικονομικής σχολής στη Νότια Αφρική. Παρά ταύτα, η Goldman Sachs ξεπερνά σαφώς τη Morgan Stanley σχεδόν σε όλες τις οικονομικές μετρήσεις. Η απόδοση της μετοχής της ήταν 11,2% πέρυσι, διπλάσια της Morgan Stanley. Και παρήγαγε περισσότερο ενεργητικό με 40% λιγότερους εργαζομένους. «Για αυτό και παρατηρεί κανείς μια αισθητή διαφορά στις αμοιβές των Μπλάνκφεϊν και Γκόρμαν: ο πρώτος ενθυλάκωσε 126,6 εκατ. δολάρια την τελευταία πενταετία, ο δεύτερος «έβγαλε» μόνο 74,8 εκατομμύρια» γράφει ο Μάικλ Μουρ στο Bloomberg.
Παρά ταύτα, το 2014 οι επενδυτές εκτίμησαν περισσότερο το επιχειρηματικό μοντέλο της Morgan Stanley δίνοντας μεγαλύτερη ώθηση και χαρίζοντας υψηλότερα κέρδη στη μετοχή της συγκριτικά με τη μετοχή της Goldman Sachs για πρώτη φορά από το 1999 που η μετοχή της Goldman εισήχθη στο Χρηματιστήριο. «Ο κόσμος θεωρεί τη μετοχή τής Morgan Stanley πιο ελκυστική διότι η τράπεζα αυτή βρίσκεται σε ένα στάδιο μετασχηματισμού της. Η Goldman Sachs, αντιθέτως, βρίσκεται προσκολλημένη στην ιδέα ότι αν κάποιος μπορεί να ανταποκριθεί στις σημερινές προκλήσεις της αγοράς, το καλύτερο που μπορεί να γίνει είναι μια νέα Goldman Sachs» δήλωσε ο Στίβεν Τσούμπακ της Nomura Holdings στη Νέα Υόρκη.
Οι διαφορές


Ισως οι διαφορές μεταξύ των δύο επενδυτικών τραπεζών να αναδύονται εναργέστερα όταν αναζητήσει κανείς στη μία αυτό που λείπει στην άλλη. Η διαχείριση χαρτοφυλακίων πλούσιων ιδιωτών, η οποία τόσο εκτιμάται από τους επενδυτές, αποτελεί το χαρακτηριστικό στοιχείο της Morgan Stanley. Η τράπεζα του Γκόρμαν έχει περί τα 4 εκατ. πελάτες με επενδύσεις κατά μέσον όρο 500.000 δολαρίων. Με τους 16.000 συμβούλους που απασχολεί ο κλάδος έφερε προ φόρων κέρδη 9,6 δισ. δολ. στην τράπεζα την πενταετία 2010-2014, δίχως μάλιστα να εμφανίσει κάποιο ζημιογόνο τρίμηνο. Τα περιθώρια κέρδους του κλάδου φθάνουν το 20%, ενώ η ρευστότητα κεφαλαίων που υποχρεούται από τις ρυθμιστικές αρχές να διαθέτει η τράπεζα για τις δραστηριότητές της στο «retail brokerage» είναι μόνο 5 δισ. δολ.!
Η κεντρική κερδοφόρος δραστηριότητα της Goldman Sachs είναι οι εν ευρεία εννοία επενδύσεις. Ο κλάδος περιλαμβάνει τα δάνεια που χορηγεί, τα μερίδια στα hedge funds και τις εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων που ελέγχει και επίσης την αποκαλούμενη από την ίδια την τράπεζα «ομάδα ειδικών καταστάσεων», το επιτελείο των στελεχών δηλαδή που διαχειρίζεται το εξόχως αποδοτικό τμήμα της επενδυτικής τραπεζικής. Με βάση τους νέους τραπεζικούς κανόνες για τη διαχείριση κινδύνων, ο κλάδος απαιτεί ρευστότητα κεφαλαίων 15 δισ. δολ. Την περίοδο 2010-2014 οι δραστηριότητες τραπεζικής επενδυτικής της Goldman Sachs εμφάνισαν ένα μόνο τρίμηνο ζημιών (2,6 δισ. δολ.). Οι ρυθμιστικές αρχές πιέζουν την τράπεζα είτε να περιορίσει τα μερίδιά της στα funds που ελέγχει είτε να τα αντικαταστήσει με άμεσες επενδύσεις.

Νέες ιδέες και ευελιξία
Στόχοι, μέθοδοι και προκλήσεις

«Κάθε χρονιά προσπαθώ να επιλέγω 10 προτεραιότητες, για την επίτευξη των οποίων εργάζομαι προσωπικά»
είχε αποκαλύψει πρόσφατα ο Τζέιμς Γκόρμαν. Η στρατηγική του διευθύνοντος συμβούλου της Morgan Stanley εκπορεύεται από την πίστη ότι είναι εφικτή η επιτυχία κάθε ορθολογικού επιχειρηματικού σχεδίου. «Εχει μια αφοσίωση στους στόχους, στις στρατηγικές αναθεωρήσεις και στις πολυάριθμες λίστες με επιμέρους υποχρεώσεις για την εκπλήρωση των στόχων. Ζητεί από τους υφισταμένους του να παρουσιάζουν διαρκώς νέες ιδέες συμβατές με τους κεντρικούς στόχους της τράπεζας» γράφει ο Μάικλ Μουρ στο Bloomberg.
Ο Λόιντ Μπλάνκφεϊν αποφεύγει τους συγκεκριμένους και κυρίως τους άκαμπτους και διακηρυγμένους στόχους. Είναι οπαδός της ευελιξίας, αρετής που θεωρεί κεφαλαιώδη για έναν επενδυτικό οργανισμό. Διότι οι διακηρυγμένοι στόχοι δεσμεύουν εκείνον που τους βάζει και περιορίζουν τη δυνατότητα της τράπεζας να εκμεταλλεύεται καιροσκοπικά ό,τι έχει να κάνει με κεφάλαια και πληρωμές.
Η μεγάλη πρόκληση αξιοπιστίας του Μπλάνκφεϊν προς τους επενδυτές είναι η σαφώς υψηλότερη απόδοση ιδίων κεφαλαίων που πετυχαίνει η Goldman Sachs έναντι των ανταγωνιστών της. Το μεγάλο πρόβλημα που πρέπει να λύσει είναι η κάκιστη φήμη που συνοδεύει την τράπεζα, μια «τοξική εταιρική κουλτούρα», όπως τη χαρακτήρισε πέρυσι παραιτούμενος ο τραπεζίτης της Γκρεγκ Σμιθ, που εσωτερικά εκφράζεται με την παρομοίωση των πελατών της με «μαριονέτες» και εξωτερικά με την εμπλοκή της (περισσότερο ή λιγότερο δίκαιη) σε κάθε συνωμοσιολογική θεωρία περί διακυβέρνησης του πλανήτη.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.