Μερικές φορές τα σύνορα ανάμεσα στο κωμικό και το τραγικό είναι δυσδιάκριτα. Συνυπάρχουν άλλωστε αυτά τα δύο. Και στη ζωή και στη λογοτεχνία. Πριν από κάμποσα χρόνια, προτού γίνει ένας από τους πλέον πρωτότυπους διηγηματογράφους των ΗΠΑ, ο 57χρονος σήμερα Τζορτζ Σόντερς δούλευε στην Ινδονησία για λογαριασμό μιας πετρελαϊκής εταιρείας με την ιδιότητα του γεωφυσικού. Εκείνη την εποχή άρχισε μάλιστα και «η αναγνωστική ζωή» του, στη διάρκεια εκείνων των σαραντάλεπτων μετακινήσεων που έπρεπε να κάνει με το ελικόπτερο πρωτοδιάβασε τον Κερτ Βόνεγκατ λ.χ. και τον Νόρμαν Μέιλερ.
Μια ημέρα αποφάσισε να βουτήξει, γυμνός και λίγο μεθυσμένος, σε ένα ποτάμι της Σουμάτρας, μέσα στη ζούγκλα. Κάποια στιγμή σήκωσε ψηλά το βλέμμα και είδε καμιά διακοσαριά μαϊμούδες, καθισμένες σε έναν αγωγό, να τα κάνουν (ναι, καλά καταλάβατε, να αφοδεύουν) στο ποτάμι! Το αποτέλεσμα ήταν να αρρωστήσει πολύ άσχημα ο ίδιος, η υγεία του να κλονιστεί για πολλούς μήνες. Είναι αστείο αυτό εν τέλει;
Εν πάση περιπτώσει, ο πολυβραβευμένος Τζορτζ Σόντερς είναι ένας συναρπαστικός συγγραφέας, ένας μάστορας της μικρής φόρμας για τον 21ο αιώνα. Εχει εκδώσει επτά βιβλία, στην πλειονότητά τους (εκπληκτικές) συλλογές διηγημάτων: «CivilWarLand in Bad Decline» (1996) και «Pastoralia» (2000) μεταξύ αυτών. Η πιο πρόσφατη έχει τον τίτλο «Δεκάτη Δεκεμβρίου» και περιλαμβάνει ακριβώς δέκα διηγήματα αστραφτερής ανθρωπιάς που γράφτηκαν στο διάστημα μιας δεκαπενταετίας.
Οι περισσότερες είχαν δημοσιευθεί στο περιοδικό «The New Yorker». Συγκεκριμένα αυτές οι ιστορίες, οι οποίες φλερτάρουν ευέλικτα τόσο με τον βρώμικο ρεαλισμό όσο και με τη δυστοπική φαντασία, θίγουν σχεδόν τα πάντα, αγκαλιάζουν κάθε όψη της ατομικής και συλλογικής μας ύπαρξης, από μύχιες προσωπικές αγωνίες για την αγάπη και τον θάνατο ως την παραφροσύνη του καπιταλιστικού συστήματος.
Η καλοήθης λογοτεχνία του Τζορτζ Σόντερς είναι επεκτατική. Διυλίζει τη σκοτεινιά του κόσμου και τον κάνει πιο υποφερτό. Οταν κυκλοφόρησε η «Δεκάτη Δεκεμβρίου» τον Ιανουάριο του 2013 (πλέον και στην ελληνική γλώσσα από τις εκδόσεις Ικαρος σε ευρηματικότατη μετάφραση του Γιώργου-Ικαρου Μπαμπασάκη), το «The New York Times Magazine» αφιέρωσε στον συγγραφέα το εξώφυλλό του και πολλές σελίδες επειδή πολύ απλά «ο Τζορτζ Σόντερς έγραψε το καλύτερο βιβλίο που θα διαβάσετε εφέτος». Το 2014 το βιβλίο του απέσπασε και το πρώτο διεθνές Folio Prize.
«Το Βήμα» εντόπισε τον τεξανό συγγραφέα στη Μινεάπολη της Μινεσότα και συνομίλησε μαζί του. «Κάνουμε μια στάση εδώ, στο σπίτι της αδελφής μου και του γαμπρού μου. Σκοπεύουμε να περάσουμε το καλοκαίρι στην Καλιφόρνια. Εγώ και η γυναίκα μου ταξιδεύουμε με το αυτοκίνητο. Εχουμε μαζί μας δύο σκυλιά και δύο γατιά (το ένα από αυτά είναι διαβητικό). Μετά θα πάμε στη Νότια Ντακότα. Και ύστερα ελπίζω να τελειώσω επιτέλους το βιβλίο που γράφω αυτόν τον καιρό» είπε ο Τζορτζ Σόντερς.
Εχω την αίσθηση, κύριε Σόντερς, ότι η αξέχαστη εμπειρία που είχατε σε εκείνη τη ζούγκλα, θα μπορούσε να εξηγήσει και το είδος του συγγραφέα που γίνατε κατόπιν. Συμφωνείτε;
«Μου φαίνεται ότι έχετε δίκιο. Στα νιάτα μου συνέβαινε το εξής: πηγαινοερχόμουν από τη μια παράξενη κατάσταση στην άλλη ή, για να το πω καλύτερα, βολόδερνα από απίθανα και «εξωτικά» σκηνικά σε πιο «φυσιολογικές» καταστάσεις –και όλα αυτά γίνονταν πολύ γρήγορα. Φανταστείτε, λοιπόν, μια «βάση δεδομένων» σε απόλυτο μπάχαλο.
Κατάλαβα ωστόσο πόσο αλλόκοτος είναι στην πραγματικότητα ο κόσμος, ότι αυτή είναι η ουσία του.
Σε κάποια φάση ήμουν λ.χ. ένας προνομιούχος εργαζόμενος, κέρδιζα αρκετά, ζούσα στο εξωτερικό και κάποια στιγμή κατέληξα ένας άνεργος τύπος που περιπλανιόταν στην Αμερικανική Δύση, με τα χρήματά του όλο να λιγοστεύουν. Νομίζω ότι αυτές οι εμπειρίες, τα πάνω και τα κάτω, υπήρξαν καθοριστικές για τον τρόπο με τον οποίο άρχισα έκτοτε να βλέπω τον κόσμο. Πώς να το πω; Αραίωσε κάπως η πραγματικότητα, απομυθοποιήθηκαν πράγματα, το καπιταλιστικό σύστημα, για παράδειγμα».
Υπήρξατε όντως θαυμαστής της Αϊν Ραντ, της ποπ φιλοσόφου της αμερικανικής Δεξιάς;
«Ναι, ισχύει αυτό. Ημουν ένθερμος οπαδός της Αϊν Ραντ όταν ήμουν στο Πανεπιστήμιο. Τότε ψαχνόμουν, καταλαβαίνετε. Αναζητούσα μια συνολική φιλοσοφία που θα μου εξηγούσε τη ζωή (και θα με έκανε να νιώθω καλύτερα με τον εαυτό μου). Η θεωρία λειτούργησε μια χαρά «εν κενώ», πρέπει να πω. Οταν όμως πήγα στην Ασία αποδείχθηκε πόσο απάνθρωπη και πόσο εκτός πραγματικότητας ήταν –εκεί δουλεύαμε δίπλα σε ανθρώπους φτωχούς, οι οποίοι δούλευαν σκληρά, και εκεί μου αποκαλύφθηκε ότι οι λόγοι που τους κρατούσαν σε αυτή την κατάσταση ήταν ξεκάθαρα συστημικού χαρακτήρα.
Εγώ τι ήμουν; Ενας νεαρός, όχι και τόσο ξύπνιος, ούτε φοβερά ικανός στη δουλειά του, που έβγαζε όμως πάρα πολύ καλά λεφτά –ένας τύπος που ως τότε είχε αποφύγει τις δύσκολες επιλογές και είχε ένα αδικαιολόγητο προβάδισμα στη ζωή έναντι των άλλων. Και ύστερα διάβασα τον Τζον Στάινμπεκ, απ’ όσο θυμάμαι. Και ένιωσα κάτι να «κουμπώνει» μέσα μου, ότι κάτι εντός μου μπήκε στη θέση του».
Αναρωτιέμαι κατά πόσον υπήρξε συνειδητή η επιλογή σας να ασχοληθείτε, να αφοσιωθείτε επί της ουσίας, στη μικρή φόρμα…
«Ποτέ δεν το αποφάσισα, στ’ αλήθεια. Ούτε ανέπτυξα στην πορεία κάποια θεωρητική συνηγορία υπέρ της μικρής φόρμας. Απλώς όταν ήμουν νεότερος έγραψα κάνα δυο μυθιστορήματα που μου είχαν πάρει αρκετό καιρό και επιπλέον δεν ήταν και τόσο καλά. Δεν νομίζω ότι ήθελα τότε να το παλέψω περισσότερο με το μυθιστόρημα. Και ύστερα, ξέρετε, η ζωή ανέβασε στροφές, αυξήθηκαν οι υποχρεώσεις. Κάπως έτσι διοχέτευσα όλη μου την ενέργεια στη μικρή φόρμα και κάποια στιγμή κατάλαβα –κατάλαβα ότι ήταν κι αυτή επίσης μια δύσκολη υπόθεση.
Εν τέλει με απορρόφησε πλήρως το διήγημα, καθώς προσπαθούσα να δημοσιεύσω κάτι, ύστερα να εκδώσω μια συλλογή, και να ανταποκριθώ σε νέες «τεχνικές» προκλήσεις κάθε φορά. Σήμερα πλέον πιστεύω ότι είναι δυσκολότερο να γράψεις καλά διηγήματα παρά μυθιστορήματα. Η μικρή φόρμα είναι απαιτητική αλλά όμορφη. Νιώθω, ως συγγραφέας, γεμάτος που κάνω μόνο αυτό, γιατί στην πραγματικότητα το πεδίο που εξερευνώ είναι αχανέστατο».
Τη σχέση σας με τη μακρά και τόσο πλούσια παράδοση του αμερικανικού διηγήματος πώς θα τη χαρακτηρίζατε;
«Α! Μου αρέσει να σκέφτομαι τον εαυτό μου ως διηγηματογράφο που συνεχίζει να γράφει μέσα στην αμερικανική παράδοση. Στα νιάτα μου η ανάγνωση του Ερνεστ Χέμινγκγουεϊ και του Ρέιμοντ Κάρβερ διαμόρφωσαν την αισθητική μου αντίληψη για το είδος. Και αργότερα ήλθαν ο Τομπάιας Γουλφ, ο Μπάρι Χάνα, η Φλάνερι Ο’ Κόνορ. Οι επιδράσεις όμως είναι πολλές. Ας πούμε μου άρεσαν τρομερά οι Μόντι Πάιθον επίσης, αγαπούσα ιδιαιτέρως τον stand-up κωμικό Τζορτζ Κάρλιν και τον ηθοποιό Στιβ Μάρτιν.
Κοιτώντας μάλιστα προς τα πίσω, μπορώ να διακρίνω ότι μερικές από τις πιο δυνατές λογοτεχνικές εμπειρίες της νεότητάς μου σχετίζονται με αυτούς τους καλλιτέχνες –εννοώ εκείνη τη στιγμή που νιώθεις ότι η πλέον τίμια και ειλικρινής οπτική πάνω στη ζωή μπορεί να είναι φευγαλέα, ασεβής, κωμική. Και ύστερα έπεσα πάνω στον Γκόγκολ και στον Ναθάναελ Γουέστ, σε συγγραφείς δηλαδή που άνοιξαν διάπλατα τις πύλες της σάτιρας και των αρετών της».
Ας σταθούμε λίγο στη «Δεκάτη Δεκεμβρίου». Υπήρξε κάποιο διήγημα που κληθήκατε (από τους αναγνώστες) να συζητήσετε περισσότερο;
«Εχω την αίσθηση ότι περισσότερο συζήτησα την εν γένει τεχνική μου παρά κάποιο συγκεκριμένο διήγημα. Εννοώ αυτό τον οριακό εσωτερικό μονόλογο που χρησιμοποιώ στο διήγημα που χαρίζει και τον τίτλο στη συλλογή μου, στον «Πανωλεθρίαμβο» και στον «Αλ Ρούστεν». Την τεχνική αυτή την ονομάζω γραφή σε «εγγαστρίμυθο τρίτο πρόσωπο».
Η βασική ιδέα είναι ότι θέλω να μπω στο κεφάλι ενός χαρακτήρα όσο το δυνατόν γρηγορότερα και ύστερα να περιορίσω τον συγγραφικό εαυτό μου σε αυτό που ο χαρακτήρας μπορεί να δει ή μπορεί να σκεφτεί –και εκεί μέσα να παρατηρήσω τις διανοητικές του ιδιοτροπίες, τις συλλογιστικές του συνήθειες, παρανοήσεις και παρερμηνείες.
Εχω δε παρατηρήσει, μιλώντας τώρα και για εμένα τον ίδιο, ότι αν με παρατηρήσω πολύ προσεκτικά κατά τον ίδιο τρόπο, πάντοτε υπάρχουν πολλές «φωνές» ή «παρουσίες» στο πίσω μέρος της σκέψης μου –εκεί πίσω, σε εκείνο το περίπλοκο σύστημα ηθικών επιταγών και προβολών που χτίζουμε στη διάρκεια του βίου μας. Στα διηγήματα προσπαθώ αυτό ακριβώς να αναπαραστήσω –να αφήσω τα πάντα να ακουστούν, από τα μέσα.
Υποθέτω ότι μπορεί να δυσκολεύουν λίγο τους αναγνώστες αυτές οι ιστορίες. Πιστεύω όμως ότι όλοι βρίσκουν τρόπο να τρυπώσουν σε αυτές και, στο τέλος, να κυκλοφορήσουν εκεί μέσα με τον δικό τους τρόπο».
Στο διήγημα «Απόδραση από το Αραχνοκέφαλο» περιγράφετε ένα μάλλον τρομακτικό πείραμα: τα συναισθήματα των ανθρώπων αλλάζουν ανάλογα με τις ουσίες («Ερωτονόλ», «Σκοτεινόλ», «Ειλικρινίλ», «Ευπειθίνη») που τους χορηγούνται. Είναι μεν τρομακτικό αλλά δεν φαντάζει και τόσο εξωπραγματικό…
«Εντάξει, τρομάζει κανείς εύκολα και μόνο στην ιδέα ότι μπορεί να αλλάξει τόσο εύκολα η χημική σύσταση του εγκεφάλου. Πλην όμως 1) ποιος δεν θα το ήθελε αυτό αν ήταν να γίνει χωρίς ταλαιπωρία πιο καλοπροαίρετος και αγαπησιάρης; και 2) αυτό ήδη συμβαίνει με έναν τρόπο, αν και όχι τέλεια, συμβαίνει με τα αντικαταθλιπτικά κ.τ.λ.
Εγώ πάντως νομίζω ότι αυτό είναι κάτι που η λογοτεχνία, η μυθοπλασία, μπορεί να το κάνει πολύ καλά –το να αφήσει δύο αντίθετες προοπτικές πάνω σε ένα αμφιλεγόμενο ζήτημα να έλθουν σε ταυτόχρονη επαφή, να αλληλεπιδράσουν, να αντηχήσουν η μία μέσα στην άλλη. Οπως είπε και ο Αντον Τσέχοφ: ένα έργο τέχνης δεν πρέπει απαραιτήτως να λύνει προβλήματα, πρέπει όμως να τα θέτει σωστά. Πάντως αυτό το επιστημονικό πεδίο –η μεταβολή της χημικής σύστασης του εγκεφάλου με σκοπό την τροποποίηση της ανθρώπινης διανοητικής λειτουργίας –δεν αποκλείεται να εξελιχθεί σύντομα σε πεδίο υψηλότατης έρευνας αλλά και έντονης διαμάχης».
Δηλαδή;
«Θα καταλήξουμε ίσως κάποτε να ξέρουμε πώς ακριβώς λειτουργεί ο εγκέφαλος στο επίπεδο των νευρωνικών δικτύων (ως έναν βαθμό γίνεται και σήμερα αυτό μέσω της οπτογενετικής, αν δεν κάνω λάθος). Οταν ξεπεράσουμε και αυτό το σημείο, δεν θα υπάρχουν όρια.
Μπορούμε άραγε να πάρουμε ένα ανθρώπινο ον και να το κάνουμε να αγαπά περισσότερο κάποιο άλλο; Μπορούμε να πάρουμε έναν «μέσο» άνθρωπο και να τον κάνουμε «ξεχωριστό»; Μπορείτε, ας πούμε, να πάρετε έναν τύπο σαν εμένα και να του μειώσετε το άγχος κατά 50% ούτως ώστε να γίνει πιο ανοιχτός και γενναιόδωρος;
Οπως βλέπετε, μαζεύονται τόσα ηθικά διλήμματα –όλα αυτά θα μπορούσαν να ανατρέψουν τη δομή και τη διάρθρωση της ίδιας της ύπαρξης».
Δεν μπορώ να μη σταθώ στο διήγημα «Τα ημερολόγια». Ενας πατέρας βιώνει την οικονομική αβεβαιότητα. Φοβάται ότι θα απογοητεύσει την κόρη του αν δεν της αγοράσει ένα μεγάλο δώρο για τα γενέθλιά της. Κερδίζει όμως το ξυστό, αίφνης. Και τι κάνει; Της αγοράζει ένα ανατριχιαστικό δώρο: ένα διακοσμητικό κήπου αποτελούμενο από κοριτσάκια του λεγόμενου τρίτου κόσμου των οποίων τα κεφάλια συνδέονται με ένα καλώδιο!
«Το διήγημα προέκυψε από ένα όνειρο που είχα δει. Με το που ξύπνησα τότε συνειδητοποίησα ότι η κεντρική του ιδέα είχε να κάνει με αυτή την «ιδέα» των πλουσίων που εκμεταλλεύονται τους φτωχούς. Αυτό όμως ήταν (και σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πάντοτε) μόνο η αρχή. Επειτα, ως συγγραφέας, οφείλεις να αναλογιστείς: «ωραία, και τι άλλο θα λέει αυτή η ιστορία»; Επειδή αν λέει μόνο αυτό, τότε θα μοιάζει λιγάκι με διάλεξη. Επομένως προσπάθησα να διερωτηθώ ουσιαστικά: «Πώς μπορεί να είναι στις λεπτομέρειές του ένας κόσμος όπου ένα τέτοιο διακοσμητικό κήπου (αποτελούμενο από ζωντανούς ανθρώπους) θα φάνταζε δυνατό;».
Υστερα η ιστορία γλίστρησε προς κάτι άλλο, κάτι που συμβαίνει στη σύγχρονη Αμερική: είναι όταν η αγάπη κάποιου (εν προκειμένω η αγάπη ενός γονιού προς το παιδί του) μεταφράζεται σε ένα συναίσθημα υλιστικού χαρακτήρα –να μη θέλεις δηλαδή το παιδί σου να είναι στερημένο. Οπότε η ευρύτερη ιδέα του διηγήματος καταλήγει να σχετίζεται με το πώς ακόμη και μια αμυδρή παρανόηση του τι σημαίνει να αγαπάς και η συνεπακόλουθη προσαρμογή σε αυτή την προσπάθεια, μπορεί να οδηγήσει στο κακό.
Κάπως έτσι κατέληξε η ιστορία (για εμένα τουλάχιστον) να είναι μια σπουδή πάνω στη βαναυσότητα του ηθικού σύμπαντος –όπου ένας άνθρωπος μπορεί να έχει όλα τα «σωστά» συναισθήματα και ύστερα, εξαιτίας μιας αμυδρής παρανόησης, μιας μικρής αστοχίας, να κάνει κάτι εναντίον της αγάπης».
Κωμική λογοτεχνία: μια χαριτωμένη ανατροπή Σας χαρακτηρίζουν πότε «σατιρικό» και πότε «κωμικό» συγγραφέα. Ποια είναι η διαφορά κατά τη γνώμη σας;
«Για εμένα σάτιρα σημαίνει να κατεδαφίζεις κάτι με το οποίο διαφωνείς. Αυτό εμένα δεν με ενδιαφέρει και πολύ όταν γράφω λογοτεχνία. Αν όμως νιώσω ότι πρέπει οπωσδήποτε να σατιρίσω κάτι, γράφω ένα χιουμοριστικό κείμενο, πιο δημοσιογραφικό (όπως το «My Amendent» πριν από μερικά χρόνια, για τους μισαλλόδοξους που δεν αφήνουν τους ομοφυλόφιλους να παντρευτούν). Αλλά τη λογοτεχνία μου τη σκέφτομαι ως «κωμική» περισσότερο. Αυτό είναι κάτι διαφορετικό, θεωρώ, επειδή η όλη προσπάθεια είναι πιο μεγαλόκαρδη και διερευνητική.
Και γίνεται αστεία η λογοτεχνία, προκαλώντας ενίοτε το γέλιο, επειδή απλώς (κατά την άποψή μου) αναδεικνύει στοιχεία που η καθημερινότητα και οι συνήθειές μας έχουν καταστήσει αόρατα κατά κάποιον τρόπο. Κάπως έτσι έχουν τα πράγματα: βλέπουμε τον κόσμο με έναν μάλλον τακτοποιημένο τρόπο (για λόγους δαρβινικούς πιθανότατα) και εμφανίζεται απρόοπτα μια «κωμική» προοπτική (σκεφτείτε πάλι τον Γκόγκολ) η οποία τέμνει διαφορετικά μια παγιωμένη κατάσταση. Το αποτέλεσμα είναι μια χαριτωμένη αποσταθεροποίηση».
Είναι, ασφαλώς, και το «χιούμορ». Εσείς πώς θα το ορίζατε; Νομίζω ότι μπορούμε να διακρίνουμε στο χιούμορ δύο επίπεδα: πρώτον, της πρόσληψης του κόσμου και, δεύτερον, της πρακτικής έκφρασης αυτής της πρόσληψης.
«Μου αρέσει όπως το λέτε, συμφωνώ. Νομίζω όμως ότι υπάρχει και κάτι που θα μπορούσαμε να σφηνώσουμε ανάμεσα στο πρώτο και στο δεύτερο, κάτι που θα προέτρεπε προς το εξής: καταπιέστε τις κοινότοπες και τεμπέλικες ερμηνείες που καραδοκούν στο πρώτο και ύστερα προχωρήστε ευθεία μπροστά στο δεύτερο».
Σας έχει συμβεί ποτέ να σκέφτεστε κάτι που να το θεωρείτε πολύ αστείο αλλά να μην μπορείτε να το εκφράσετε;
«Ως προς αυτό θα σας πω κάτι που έχει αποδειχθεί πολύ χρήσιμο στην περίπτωσή μου τουλάχιστον: ποτέ μην «προσπαθείτε» να είστε αστείοι, προσπαθήστε απλώς να είστε γρήγοροι και ειλικρινείς, και να μην είστε μπανάλ. Η τακτική αυτή (έτσι όπως το σκέφτομαι) μπορεί να οδηγήσει πολλές φορές στο αληθινά «αστείο». Αλλά και να μην οδηγήσει εκεί, και πάλι, όλα καλά, κανένα πρόβλημα».
«Η καλοσύνη μας καλλιεργείται…» Μαζί με τη «Δεκάτη Δεκεμβρίου» (το πρώτο σας βιβλίο στα ελληνικά) κυκλοφόρησε εδώ και το «Mε τα συγχαρητήριά μου –Σκέψεις για την καλοσύνη», μια ομιλία σας στην τελετή αποφοίτησης του Πανεπιστημίου Σίρακιουζ, όπου διδάσκετε δημιουργική γραφής. Λέτε, λοιπόν, στους νέους και στις νέες ότι σκοπός της ζωής τους πρέπει να είναι «η προσπάθεια να είστε ολοένα πιο καλοί κι ευγενικοί». Και αμέσως προκύπτει το ερώτημα: είναι επιλογή η καλοσύνη και η ευγένεια; Μπορούμε απλώς να το αποφασίσουμε, να είμαστε καλοί και ευγενικοί;
«Νομίζω ότι επισημαίνετε κάτι εξαιρετικά σημαντικό, κάτι που προσπάθησα να θίξω και εγώ προς το τέλος εκείνης της ομιλίας: δεν μπορούμε απλώς να το αποφασίσουμε, όχι. Αλλά υπάρχουν στον κόσμο τρόποι που μας βοηθούν να γίνουμε πιο καλοσυνάτοι και ευγενέστεροι.
Για εμένα λ.χ. είναι ο διαλογισμός και η τέχνη. Αλλά βρίσκω καταπληκτική την ιδέα ότι κάποιος αποφασίζει πως το να είναι καλός και να αγαπά αποτελεί πραγματικά την προτεραιότητά του στη ζωή. Τότε μπορούμε όλοι μας να αναρωτηθούμε: «Εντάξει, λοιπόν, γιατί δεν αγαπώ περισσότερο; Τι με σταματά;». Και από αυτό ακριβώς το σημείο αρχίζει η πνευματική μας εξάσκηση. Αυτό το βρίσκω ελπιδοφόρο: μπορεί να μη μας αρέσει ο εαυτός μας όπως είναι σε μια δεδομένη στιγμή, αλλά δεν είμαστε και παγιδευμένοι σε αυτή την εικόνα.
Αντιθέτως μάλιστα: όπως είπα και στην ομιλία μου, αυτό το αντιλαμβανόμαστε από το γεγονός ότι οι ημέρες μας δεν είναι όλες ίδιες ως προς το περιρρέον επίπεδο της καλοσύνης.
Επομένως αν η δυνατότητά μας να είμαστε καλοί μπορεί να μεταβάλλεται, τότε φαίνεται λογικό ότι μπορούμε να μάθουμε να τη μεταβάλλουμε εμείς οι ίδιοι, δηλαδή να καλλιεργούμε την καλοσύνη μας».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ