Malizia. Σημαίνει κακόβουλη, πονηρή, μοχθηρή. Είναι επίσης ο τίτλος της πιο αναγνωρίσιμης ταινίας της Λάουρα Αντονέλι, της ιταλίδας ηθοποιού που πέθανε πριν από μερικές ημέρες στο σπίτι της στη Λατσίπολι, έξω από τη Ρώμη. Μόνη, ξεχασμένη, φτωχή. Ποια; Αυτό το σύμβολο του σεξ της δεκαετίας του 1970 και πιθανότατα μία από τις πιο όμορφες γυναίκες στην ιστορία του ιταλικού κινηματογράφου. Η Λάουρα Αντονέλι, που κάποτε, ανεβασμένη σε μια σκάλα με τη λευκή ποδιά πάνω από το σέξι μίνι φόρεμά της, γνωρίζοντας ότι την κρυφοκοιτάζουν πεινασμένα αρσενικά, άφηνε εποχή ξυπνώντας τη σεξουαλική φαντασίωση ανδρών ανεξαρτήτως ηλικίας. Ο τίτλος της ταινίας «Μαλίτσια» και ο ρόλος της ελκυστικής υπηρέτριας που η Αντονέλι εκεί υποδύεται έμελλε να την ακολουθήσουν σε όλη της τη ζωή η οποία ωστόσο έληξε άδοξα και αυτοκαταστροφικά.
Από τα θρανία στα πλατό
Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Η Αντονέλι γεννήθηκε ως Λάουρα Αντονάζ στις 28 Νοεμβρίου του 1941 στη σημερινή Πούλα της Κροατίας (τότε Πόλα της Ιταλίας). Η επαγγελματική της καριέρα άρχισε από έναν εντελώς διαφορετικό τομέα, την εκπαίδευση. Ηταν καθηγήτρια Γυμναστικής και αργότερα Μαθηματικών προτού εγκαταλείψει αυτή τη δουλειά για μια καριέρα στο θέαμα. Αφετηρία η τηλεόραση και το σόου «Carosello». Πρώτη μεγάλη επιτυχία σε μια ερωτική ιταλική κωμωδία, η «Σεξουαλική επανάσταση» (1968). Ομως η «Μαλίτσια» που σκηνοθέτησε το 1973 ο Σαλβατόρε Σαμπέρι με «μάτι» στη διεύθυνση φωτογραφίας τον Βιτόριο Στοράρο (την ίδια περίπου εποχή είχε φωτογραφίσει το «Τελευταίο τανγκό στο Παρίσι») προκάλεσε πραγματική αναστάτωση. Είναι άλλωστε το χρονικό μιας αναστάτωσης: με τη σέξι παρουσία της, η Μαλίτσια, η νεαρή υπηρέτρια που μόλις προσλήφθηκε στο αστικό σπίτι ενός χήρου με τρεις γιους, φέρνει τα πάνω κάτω. Είναι το απόλυτο αντικείμενο του πόθου και όλοι θα προσπαθήσουν να την προσεγγίσουν ερωτικά. Από εκεί και πέρα όλα είναι ιστορία: συνεχίζοντας μια ιταλική παράδοση που άρχισε με σύμβολα του σεξ όπως η Τζίνα Λολομπρίτζιτα, η Κλάουντια Καρντινάλε και φυσικά η Σοφία Λόρεν (παράδοση που αργότερα συνεχίστηκε με τη Στεφανία Σαντρέλι και τα πιο πρόσφατα χρόνια με τη Μόνικα Μπελούτσι), η ιταλική οθόνη στη δεκαετία του 1970 βρήκε στο πρόσωπο της Λάουρα Αντονέλι μια νέα σεξοβόμβα. Και πράγματι, το άστρο της έλαμψε για αρκετά χρόνια. Ελάχιστες όμως οι αξιομνημόνευτες ταινίες. Το γεγονός ότι είχε την τύχη να παίξει στο κύκνειο άσμα του Λουκίνο Βισκόντι, τον «Αθώο» (1976), στο πλευρό του Τζιανκάρλο Τζιανίνι είναι μια εξαίρεση. Στην πραγματικότητα η Αντονέλι ήταν, είναι και πάντα θα είναι η «Μαλίτσια» και οι αισθησιακές της ερμηνείες ήταν πάντα εκείνες που δημιουργούσαν θέμα, όπως συνέβη με τη «Βενετσιάνα» του Μάουρο Μπολονίνι, το «Τριπλό ερωτικό παιχνίδι» και την «Ερωτική παγίδα» του Τζουζέπε Πατρόνι Γκρίφι, το «Ενα αθώο αμάρτημα» του Σ. Σαμπέρι ή το «Ελάτε να σας γδύσουμε» του Μάρκο Βικάριο, όλες ταινίες γυρισμένες στις δεκαετίες του ’70 και του ’80.
Κλωτσιές, μπουνιές και χάδια
Ως την εποχή που συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών, η Λάουρα Αντονέλι είχε επίσης έντονο ερωτικό βίο. Η σχέση της με τον γάλλο ηθοποιό Ζαν Πολ Μπελμοντό είχε στολίσει ουκ ολίγα πρωτοσέλιδα της εποχής. Οι δυο τους γνωρίστηκαν στα γυρίσματα της ταινίας «Παγίδα για έναν λύκο» αλλά παρά την ακαταμάχητη έλξη που ένιωσαν, δεν έζησαν ποτέ πραγματικά μαζί, όπως παραδέχθηκε αργότερα η Αντονέλι. «Το ζώδιό μου είναι Τοξότης, το δικό του Κριός» είχε πει σε μια από τις σπάνιες συνεντεύξεις της στο περιοδικό «Oggi» η Αντονέλι. «Και τα δύο είναι ζώδια του πυρός, πράγμα που σημαίνει ότι είμαστε και οι δύο άτομα που κυριαρχούνται από τις παρορμήσεις τους». Πολλά χρόνια αργότερα, όταν η Αντονέλι είχε σβήσει καθετί που σχετιζόταν με τη ζωή της ως διασημότητας, είπε ότι η σχέση της με τον Μπελμοντό ήταν μια συνεχής μάχη. «Κλωτσιές, μπουνιές και μετά χάδια. Καμία σταθερότητα. Ισως να ήμουν άτυχη».
Της φυλακής τα σίδερα είναι για σεξοβόμβες
Στη δεκαετία του 1980 η ζωή της Λάουρα Αντονέλι άλλαξε ριζικά όταν στο σπίτι της βρέθηκε σημαντική ποσότητα κοκαΐνης που όπως είχε αποκαλυφθεί εκείνη την εποχή αντιστοιχούσε σε περίπου 160 δόσεις. Η Αντονέλι προφυλακίστηκε με κίνδυνο να καταδικαστεί όχι μόνον για χρήση αλλά και για διακίνηση κοκαΐνης. Σύμφωνα με έναν νόμο περί ναρκωτικών που είχε τεθεί σε λειτουργία την ίδια χρονιά της σύλληψής της στην Ιταλία, αν κάποιος υπερέβαινε την προβλεπόμενη οριακή ποσότητα της μέσης καθημερινής δόσης χαρακτηριζόταν ένοχος διακίνησης. Η Αντονέλι πέρασε κάτι λιγότερο από 72 ώρες έγκλειστη στις φυλακές της Ρεμπίμπια μέχρι ο δικαστής να κρίνει ότι δεν ήταν επικίνδυνη, για να τη θέσει τελικά σε κατ’ οίκον περιορισμό. Η ίδια θα ομολογούσε αργότερα: «Ο Βισκόντι έλεγε πως εγώ ήμουν η προσωποποίηση της απόλυτης και πιο ολοκληρωμένης ομορφιάς στο ιταλικό σινεμά. Μα η ομορφιά, συνέχιζε, είναι τόσο επικίνδυνη όσο το ταλέντο. Αν δεν τα χρησιμοποιήσεις σωστά θα σε σκοτώσουν. Πίσω από τα σίδερα δεν έκανα τίποτε άλλο από το να σκέφτομαι και να κλαίω».
Στο σπίτι της η γραμμή τηλεφώνου αποσυνδέθηκε και της επετράπη να δέχεται επισκέψεις μόνον από στενούς συγγενείς. Ο άνθρωπος που της συμπαραστάθηκε όσο κανείς άλλος ήταν η μητέρα της, Τζιοκόντα, που ζούσε στον Καναδά και που ύστερα από έκκληση της κόρης της επέστρεψε στην Ιταλία για να είναι κοντά της. «Η μητέρα μου είναι το μόνο πρόσωπο που δεν με πρόδωσε ποτέ» είχε πει για την Τζιοκόντα.
Από ντίβα καλόγρια
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Λάουρα Αντονέλι έπαιξε για τελευταία φορά στον κινηματογράφο. Η ταινία ήταν η «Μαλίτσια 2000», ο τίτλος της οποίας προδίδει το ποιόν της. Στην ιδιωτική ζωή της η πρώην ντίβα της οθόνης και των εξωφύλλων που σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή φωτογραφιζόταν φορώντας σέξι εσώρουχα, ζαρτιέρες και γόβες στιλέτο είχε μετατραπεί σε καλόγρια. Κυκλοφορούσε με βιβλία θρησκευτικών ψαλμών και σταυρούς, το παραμορφωμένο από τις επεμβάσεις πρόσωπό της, μια μάσκα πικρίας, θλίψης και πόνου. Εφυγε από τη ζωή τρέφοντας μίσος για το επάγγελμα που της χάρισε φήμη («την ηθοποιό την έκανα από χόμπι» είχε πει), οίκτιρε τον εαυτό της που δεν έγινε ποτέ μητέρα και δεν είχε να πει καλό λόγο για κανέναν άντρα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1990 η Λάουρα Αντονέλι έπαιξε για τελευταία φορά στον κινηματογράφο. Η ταινία ήταν η «Μαλίτσια 2000», ο τίτλος της οποίας προδίδει το ποιόν της. Στην ιδιωτική ζωή της η πρώην ντίβα της οθόνης και των εξωφύλλων που σε μια όχι και τόσο μακρινή εποχή φωτογραφιζόταν φορώντας σέξι εσώρουχα, ζαρτιέρες και γόβες στιλέτο είχε μετατραπεί σε καλόγρια. Κυκλοφορούσε με βιβλία θρησκευτικών ψαλμών και σταυρούς, το παραμορφωμένο από τις επεμβάσεις πρόσωπό της, μια μάσκα πικρίας, θλίψης και πόνου. Εφυγε από τη ζωή τρέφοντας μίσος για το επάγγελμα που της χάρισε φήμη («την ηθοποιό την έκανα από χόμπι» είχε πει), οίκτιρε τον εαυτό της που δεν έγινε ποτέ μητέρα και δεν είχε να πει καλό λόγο για κανέναν άντρα.
πότε & πού:
Η ταινία «Μαλίτσια» προβάλλεται σε επανέκδοση στην αίθουσα Αλκυονίς (Ιουλιανού 42 – 46)
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ