Απέναντι στο Μινώταυρο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης που τόσο παραστατικά έχει αναλύσει η αριστερή διανόηση, το ερώτημα που τίθεται είναι ποια περιθώρια έχουν γενικότερα η Ε.Ε., μερικότερα οι χώρες του νότου και ειδικότερα η Ελλάδα για να συμμετάσχουν στη σύγχρονη διανομή του πλούτου.
Η απάντηση για τις χώρες της Ε.Ε. δεν μπορεί να δοθεί χωρίς να ανατρέξουμε στη μεγάλη καμπή για τις επιλογές και τις χρηματοοικονομικές διευθετήσεις που έγιναν με τη συνθήκη του Μάαστριχτ, που ψηφίστηκε απ’όλα τα κοινοβούλια της Ε.Ε.. Με τις βασικές νεοφιλελεύθερες επιλογές που ενσωματώθηκαν στην πολλά υποσχόμενη συνταγματική συνθήκη, μετέπειτα Συνθήκη της Λισσαβόνας, η Ε.Ε. πίστεψε ότι θα μπορέσει να αντιμετωπίσει το διεθνή ανταγωνισμό που της επιβλήθηκε. Εν μέρει το πέτυχε. Όμως υποτίμησε μια άλλη παράμετρο, το γεγονός ότι η Ευρώπη, κοιτίδα του κοινωνικού κράτους αλλά και των επαναστάσεων, όφειλε την ανάπτυξή της και στην πολιτική για κοινωνική συνοχή την οποία αντί να εξαγάγει, έστω με τροποποιήσεις, και να διευρύνει τη βάση της για να ελέγξει την άρρυθμη οικονομική παγκοσμιοποίηση και να τηρήσει ταυτόχρονα την ταυτότητά της, την απαξίωσε. Έκτοτε κάθε δυναμική συγκρότησης ενός ευρωπαϊκού δήμου, ως συνύπαρξη των λαών της με κοινούς στόχους εξέλιπε και η ευρωπαϊκή ιδέα, ελλείψει και εμφανών εξωτερικών κινδύνων, ατόνησε.
Για να έλθουμε στο ενιαίο νόμισμα αυτό υπήρξε, ως γνωστόν, αποτέλεσμα ενός ιστορικού συμβιβασμού, βασικά ανάμεσα στη Γαλλία και τη Γερμανία, ο οποίος συνήθως αγνοείται. Επιδίωξη της Γαλλίας ήταν η σταθερή πρόσδεση της Γερμανίας στην κοινή ευρωπαϊκή πορεία, ένας στόχος που με την επικείμενη επανένωση της Γερμανίας και την αναμενόμενη ισχυροποίησή της μετατρεπόταν σε υπαρξιακό θέμα για την Ε.Ε. Μόνο στο πλαίσιο σταθερής ευρωπαϊκής δέσμευσης θα μπορούσε να αποτραπεί η γερμανική ηγεμονία. Η Γερμανία με εκκρεμές το πρόβλημα της επανένωσης το δέχθηκε, αλλά με ένα βασικό αντάλλαγμα, που αποτελεί και κομβικό στοιχείο για να κατανοηθούν και οι σημερινές εξελίξεις. Το ευρώ έπρεπε να ρυθμισθεί πάνω στις αρχές που διήπαν τη λειτουργία του μάρκου. Η Γερμανία άλλαζε νόμισμα αλλά κληροδότησε την πολιτική χαμηλού πληθωρισμού και μικρών ελλειμμάτων. Οι Γερμανοί γνώριζαν ότι η πολιτική αυτή δεν ήταν συμβατή με την πολιτική που χαρακτήριζε τις χώρες του νότου και γι’ αυτό φρόντισαν να την προστατεύσουν με αυστηρούς κανόνες, πράγμα που μας το υπενθυμίζει.
Το εγχείρημα αρχικά είχε θετικό πρόσημο. Η Ευρώπη έκανε ένα βήμα προς την ολοκλήρωση αλλά το αντάλλαγμα υπήρξε ακριβό. Γιατί δεν απετράπη η σε μεγάλο βαθμό οικονομική κυριαρχία της Γερμανίας σε βάρος της ευρωπαϊκής συνοχής, έτσι που η ΟΝΕ κινδυνεύει από στοιχείο ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης να μετατραπεί σε στοιχείο οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής αποσύνθεσης. Άλλο θέμα είναι, κατά την άποψη που διατυπώθηκε από επιφανή γερμανό, ότι το φορτίο και οι ευθύνες που μεταφέρθηκαν στη Γερμανία είναι δυσανάλογα για το μέγεθός της και γι’ αυτό ίσως δεν θα το επιθυμούσε.
Όπως χαρακτηριστικά το διατύπωσε ο Tony Judt, λέχθηκε οι Ευρωπαίοι υπουργοί οικονομικών με απαίτηση της Βόννης «θα ήταν δεμένοι όπως ο Οδυσσέας, στο κατάρτι του ευρώ και δε θα μπορούν να ανταποκριθούν στο κάλεσμα των σειρήνων των ψηφοφόρων και των πολιτικών για φθηνό χρήμα και αυξημένες δαπάνες». Το τιθέμενο συνήθως ερώτημα για το τι νόημα έχει η προσφυγή στη λαϊκή εντολή, εμπεριέχει και την αυτονόητη απάντηση και γι’ αυτό δεν θα έπρεπε να τίθεται. Η συμμετοχή στην Ε.Ε. και σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό στην ΟΝΕ επιφέρει μεταφορά της εθνικής κυριαρχίας από όλα τα κράτη μέλη στο υπερκείμενο πολιτικό μόρφωμα, την Ε.Ε., που για τους ευρωπαϊστές συνιστά αναβάθμιση της εθνικής κυριαρχίας ενώ για τους εθνικιστές προδοσία, αλλά που σε κάθε περίπτωση σημαίνει περιορισμό και αναπροσδιορισμό των ορίων της λαϊκής εντολής. Ο εθνικός νομοθέτης δεν μπορεί να θεσπίζει νόμους αντίθετους στο πρωτογενές αλλά και στο παράγωγο κοινοτικό δίκαιο. Δεν μπορεί για παράδειγμα να θεσπίσει ίδιους νόμους για τον ανταγωνισμό ή για την προστασία του καταναλωτή ή να απαγορεύσει μορφές ελαστικών σχέσεων που νομιμοποιήθηκαν από το κοινοτικό δίκαιο. Για ένα περισσότερο λόγο λαϊκή εντολή για μείζονες πολιτικούς αναπροσανατολισμούς, όπως τη γνωρίσαμε στην Αυστρία με την ανάδειξη στο παρελθόν ως πρώτης δύναμης ακροδεξιού κόμματος, κατά το μέτρο που συγκρούεται με το κοινοτικό κεκτημένο, αργά ή γρήγορα εξουδετερώνεται, πράγμα που έγινε και στην περίπτωση της Αυστρίας. Για το λόγο αυτό έχει δίκαιο το ΚΚΕ να απορρίπτει συλλήβδην την Ε.Ε., αφού γνωρίζει ότι όσο ευρεία κι αν είναι μία εθνική λαϊκή εντολή, χωρίς αντίστοιχες εντολές από τους λαούς των άλλων κρατών αυτή θα μείνει μετέωρη.
Για να επανέλθουμε στο θέμα των περιοριστικών όρων που προκύπτουν από την ΟΝΕ για τις εθνικές πολιτικές, ανατροπή τους και επαναπροσδιορισμός του ρόλου του ευρώ μόνο μακροχρονίως είναι δυνατά μετά από σοβαρή συσπείρωση πρωτίστως των λαών του νότου που θα συγκεράσει και τα δικά τους συμφέροντα. Ένας τέτοιος αγώνας δεν προσφέρεται για άγονο εθνικισμό χωρών βορρά νότου, αλλά πρέπει να διεξαχθεί στη βάση της κάλυψης και των ιδιαιτεροτήτων των οικονομιών του νότου, στις οποίες οι πολιτικές ανάπτυξης στηρίχθηκαν πρωτίστως στην εσωτερική κατανάλωση και σε βάρος της ανταγωνιστικότητας, επιλογές αντίθετες με αυτές που επικρατούν στις χώρες του βορρά, και που μέχρι ενός σημείου δε μπορούν να συνεχιστούν με τον ίδιο ρυθμό. Όπως έχουν διαμορφωθεί σήμερα τα πράγματα στην Ε.Ε., μεγαλύτερη έκταση αποκτά η σύγκρουση εργαζομένων του νότου με τους εργαζόμενους του βορρά από ότι η σύγκρουση κεφαλαίου και μισθωτών. Δυστυχώς επί του παρόντος σε καμία χώρα της Ε.Ε. αλλά ούτε και σε αυτές τις χώρες του νότου διαγράφεται η προοπτική μιας νέας πλειοψηφίας που θα επιτρέψει την επαναδιατύπωση στο άμεσο μέλλον των όρων λειτουργίας του ευρώ. Το ατύχημα δε για την ελληνική αριστερά είναι ότι ήρθε στην εξουσία πολύ αργά για να εφαρμόσει συνταγές του 20ου αιώνα και πολύ νωρίς για να αξιοποιήσει τα αδιέξοδα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης με νέες κοινωνικές διεκδικήσεις και να αντιμετωπίσει με επιτυχείς προτάσεις και συμμαχίες την αναρχία του κεφαλαίου και πρωτίστως του χρηματιστηριακού κεφαλαίου. Η πτώχευση της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και γενικότερα της κυβερνητικής αριστεράς στην Ευρώπη, που ήδη την είχα επισημάνει στο Ευρωκοινοβούλιο από τις αρχές του 2001, επιβεβαιώνει τα ανωτέρω. Με αυτά τα δεδομένα το πρωταρχικό πρόβλημα δεν είναι η επιλογή ανάμεσα στο ευρώ και το εθνικό νόμισμα, το οποίο πρωτίστως θα συνθλιβεί από το μινώταυρο της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, αλλά ο διαχωρισμός πολιτικής με μακροχρόνιους στόχους από τις βραχυχρόνιες επιδιώξεις.
Τούτων δοθέντων μια νέα λαϊκή εντολή μόνο για βραχυχρόνιες επιλογές συμβατές με το ευρωπαϊκό κεκτημένο μπορεί να έχει άμεσα θετικά αποτελέσματα. Ανάμεσα στις επιλογές αυτές είναι η καλύτερη αξιοποίηση των διάφορων πακέτων κοινωνικής συνοχής και των μέτρων ανάπτυξης που είναι θεσμικά ενταγμένα στη Συνθήκη του Μάαστριχτ, η ελαστικοποίηση των ποσοτικών περιορισμών που ήδη δειλά έχει εισαγάγει ο Ντράγκι και μία ανοχή σε ένα σχετικό πληθωρισμό, που όπως λέει και ο Piketty ένας πληθωρισμός της τάξης του 5%, που είναι συμβατός με τη Συνθήκη, αρκεί για να μειώσει το χρέος κατά 15%.
Αλλά με Ευρώ ή με χωρίς Ευρώ, με διαγραφή ή μη διαγραφή του χρέους, με αποκαθήλωση ή μη του οικονομικού μινώταυρου δεν πρόκειται η Ελλάδα να βελτιώσει τη θέση της στην παγκόσμια συμμετοχή του παραγόμενου πλούτου, αν η πολιτική της δε συνοδευθεί από αλλαγή «παραδείγματος», όπως υπενθυμίζει και ο Ράμφος, που θα το αποδεχτεί η πλειοψηφία των Ελλήνων.
Και ίσως στο σημείο αυτό μπορεί να είναι καθοριστικός ο ρόλος μιας κυβερνητικής αριστεράς, αρκεί αυτή να προτάξει την ανανέωση του συστήματος και όχι να επιμένει στην αναπαλαίωση του, όπως φαίνεται να συμβαίνει σήμερα.
Στη λογική αυτή των πραγμάτων είναι μονόδρομος η νέα ιεράρχηση αξιών, πρωτίστως για την αστική τάξη, που φιλοδοξεί να έχει ηγεμονεύοντα ρόλο. Μονόδρομος είναι και η αποδοχή της ανάγκης σύνδεσης του εκπαιδευτικού συστήματος με την παραγωγή, που δεν πρέπει να συγχέεται με τις ευρύτερες επιδιώξεις της παιδείας, η εγκατάλειψη του πλασματικού κράτους, που ουσιαστικά σήμερα είναι ιδιωτικοποιημένο στη χειρότερη μορφή, με την κυριαρχία των πελατειακών σχέσεων και την υποκριτική συμπεριφορά των υποστηρικτών του. Πράγματι, με αυτήν τη συμπεριφορά που απέτρεψε οποιαδήποτε σκέψη για τα ιδιωτικά πανεπιστήμια, πετύχαμε να εδραιωθεί στη χώρα μας το πιο άναρχο και εκτεταμένο σύστημα ιδιωτικών πανεπιστημίων, το δε σύστημα της δημόσιας υγείας να το μετατρέψουμε σε βασικό χρηματοδότη των ιδιωτικών συμφερόντων. Και γενικότερα οι υπέρμαχοι του κοινωνικού κράτους πρέπει να πάψουν να παραμένουν αδιάφοροι στο γεγονός ότι αυτό από μέσο αντιμετώπισης των κοινωνικών ανισοτήτων κατέστη το ίδιο βασικός φορέας δημιουργίας ανισοτήτων. Στις νέες προτεραιότητες εμπίπτει και η προώθηση ως κυρίαρχης αξίας της φορολογικής ηθικής, που θα αποτρέψει το σημερινό φαινόμενο να θεωρείται η φοροδιαφυγή εθνικό σπορ, καθώς και η πολιτική έμπνευσης των νέων γενεών από τη δημιουργική συμβουλή του ανταγωνισμού στην ανάπτυξη, όρος, που αν συνδυαστεί με ποιοτικά στοιχεία, θα πάψει να είναι εξοβελιστέος από την αριστερά. Ο ανταγωνισμός δεν είναι ακόμη μια επινόηση του καπιταλισμού, αλλά αρχή της ζωής. Ειδικά σήμερα, αυτός μαζί με την καινοτομία αποτελούν τους βασικούς πυλώνες απασχόλησης.
Για τις ελληνικές παθογένειες έχουν γραφεί τόσα πολλά τελευταία, ώστε να μην υπάρχει πτυχή της ελληνικής ψυχής που να μην έχει αποκρυπτογραφηθεί. Νομίζω ότι θα ήταν επίκαιρο να συγκεντρωθούν και κωδικοποιηθούν σ’ ένα «γλωσσάριο» όλα όσα γράφησαν για τις παθογένειες ή ιδιαιτερότητες της ελληνικής κοινωνίας για να πάψει η αντίστοιχη συγγραφή να είναι μόνο ένα απλό αφήγημα που προσδίδει ικανοποίηση στους γράφοντες και τροφή για συζήτηση στους αναγνώστες, και να μετατραπεί έτσι σε παιδαγωγικό πρόταγμα.
Σε κάθε περίπτωση, επειδή όλα έχουν μια αρχή, όσο περίπλοκο και αν είναι το πρόβλημα, όπως μας υπενθυμίζει και ο μίτος της Αριάδνης, το βασικό παράδειγμα πρέπει να προέλθει από τους πολιτικούς που καλούν να βάλουν σε προτεραιότητα τη διαφάνεια των κομμάτων και τη διασφάλιση της δημοκρατικής λειτουργίας, γιατί η κοιτίδα των σημερινών ανομιών, καθέτως και οριζοντίως, τις οποίες η Ελλάδα πέτυχε να καλύψει με τη μεγαλύτερη δυνατή νομιμοποίηση, πρέπει να αναζητηθεί στον τρόπο λειτουργίας των κομμάτων. Ίσως έτσι φτάσουμε σε μια λαϊκή εντολή με πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο.
*Ο κ. Ι.Δ. Κουκιάδης είναι Ομότιμος Καθηγητής Νομικής και Πρώην Ευρωβουλευτής