Πριν έξι μήνες δεν μπορούσαμε να φανταστούμε ότι η εξέλιξη μιας διαπραγμάτευσης θα έφτανε κοντά στο σημείο «μη επιστροφής».Όταν διαπραγματεύεσαι, στόχος είναι να οδηγήσεις με επιχειρήματα και μοχλούς πίεσης, σε μία απόφαση που θα είναι προφανώς, καλύτερη από το αν δεν διαπραγματευόσουν. Εννοείται πως και το να αποφύγεις μία διαπραγμάτευση είναι από μόνο του στρατηγική απόφαση.
Πάντως προαπαιτούμενο είναι να έχειςετοιμάσει και τοοπλοστάσιό σου. Αν μπεις σε αυτό το παιχνίδι και δεν έχεις ρεαλιστική εικόνα ούτε ως προς τη σημασία των επιχειρημάτων σου για τους άλλους, ούτε ως προς τους μοχλούς πίεσης που διαθέτεις, τότε η πολιτική σου μειώνεται στο επίπεδο ενός σουρεαλιστικού, επικινδύνου και αυτοκαταστροφικού δονκιχωτισμού.
Δεν γνωρίζω με ποια κριτήρια αποφάσισε η Κυβέρνηση να εμπλέξει τη χώρα και το λαό σε αυτή τη περιπέτεια, ωστόσο απ’ ότι διακρίνουμε τόσο από τη καθημερινότητα μας στην Αθήνα, όσο και από την πραγματικότητά μας στις Βρυξέλλες, ούτε τα επιχειρήματα ήταν ισχυρά, ούτε οι μοχλοί πίεσης ήταν πραγματικοί.
Και να που καταλήγουμε.
Μετά από πέντε μήνες ταλαιπωρίας των πολιτών μας, εξόντωσης της οικονομίας μας και αποδόμησης της διεθνούς εικόνας της χώρας μας, φτάσαμε στο σημείο να θεωρούμε λύση ο,τιδήποτε δεν είναι ρήξη. Αυτό είναι το αποτέλεσμα των «ατάλαντων κυρίων Ρίπλεϊ» που μας κυβερνούν και αυτή η διαφορά τους με όλες τις προηγούμενες κυβερνήσεις που διαχειρίστηκαν τη κρίση. Ότι για τους προηγούμενους διαπραγματευτές μας η λύση θα ήταν αποτέλεσμα μιας όσο τον δυνατόν καλύτερης συμφωνίας, ενώ τώρα λύση είναι ό,τι δεν είναι ρήξη. Τόσο καλά τα κατάφεραν! Τόσο καλά, ώστε μετά την πεντάμηνη συστηματική καλλιέργεια χαμηλών προσδοκιών στην Ελληνική κοινωνία, πλέον κάθε τι μη χείρον, να φαντάζει στο λαό βέλτιστον.
Πλέον η κυβέρνηση παίζει «brinkmanship». Είναι στην άκρη του γκρεμού (brink) και απειλεί ότι αν πέσει θα πάρει κι άλλους μαζί της. Πιάνει η μπλόφα;
Από όσα βλέπουμε στις αγορές, ο κίνδυνος μετάδοσης (contagion) της κρίσης σε άλλες οικονομίες του Νότου έχει μια ανησυχητικήδυναμική, αλλά χωρίς να μπορούμε να πούμε ότιθεμελιώνεται οικονομικά. Δηλαδή, τις τελευταίες μέρες ανεβαίνουν ταspreadsτων δεκαετών ομολόγων των άλλων (κυρίως της Ισπανίας και της Πορτογαλίας), όχι επειδή υπάρχει προφανής λόγος (καθώς έχουν περιορίσει την έκθεσή τους στους κινδύνους ενόςGrexit), αλλά εξαιτίας επιδερμικών αναλύσεων των κοινών δομικών προβλημάτων που έχουν αυτές οι χώρες σε σχέση με την Ελλάδα. Μέχρι εκεί όμως. Οικονομικά μιλώντας, υπάρχειwall-offμεταξύ Ελλάδας και των άλλων.
Από την άλλη πλευρά η Κυβέρνηση δείχνει πως θέλει να παίξει το παιχνίδι της «σκληρής δέσμευσης» ίσως για να χρυσώσει το χάπι των ακόμα σκληρότερων μέτρων που ενδεχομένως να μην αποφύγουμε. Παράλληλα αμέριμνα ανεβάζει τους τόνους επικίνδυνα, μιλάει για «εθνική ταπείνωση» με το παιδαριώδες επιχείρημα ότι αν δεν είσαι μαζί μας δεν είσαι αρκετά «πατριώτης», ενώ συνηθίζεις καθημερινά στους αυτοσχεδιασμούς ρητορικής ψευτοεπαναστατικότητας που γίνονται και πάλι στις πλάτες των Ελλήνων κλπ. Δεν δείχνει όμως να κατανοεί, ότι η απόφασή της να παίξει τη «σκληρή δέσμευση» ανεβάζοντας την ένταση προς τα ακροατήριά της στο εσωτερικό και το εξωτερικό, ουσιαστικά αυτοεγκλωβίζεται μακριά από τους απαραίτητους ελιγμούς για να πάρει κάποια από αυτά που λέει πίσω, πριν φτάσει στο χείλος του γκρεμού.
Η «λογική του παραλογισμού» μπορεί να λειτούργησε σε μια αντιπαράθεση πυρηνικών υπερδυνάμεων στον Ψυχρό πόλεμο, αλλά σήμερα απλά «καίει γέφυρες». Την διαπραγμάτευση σήμερα την τρέχουν η Λαγκάρντ, ο Σόϊμπλε, ο Γιούνκερ και σίγουρα τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης δεν είναι Χρουστσόφ ή Μπρέζνιεφ ή Ανδρέας, όσο κι αν κάποιοι θέλουν να τους μοιάσουν. Γιατί πως μπορείς να πείσεις ότι υπηρετείς το συμφέρον των Ελλήνων αλλά και υων ίδιων των συνταξιούχων, όταν λες ότι δεν θα δεχτείς να μειώσεις τις υψηλότερεςσυντάξεις ούτε ένα ευρώ, γνωρίζοντας ότι έτσι κι αλλιώς το κόστος που θα πληρώσει ο συνταξιούχος, και κυρίως ο χαμηλοσυνταξιούχος, θα είναι καταστροφικό, αν καταρρεύσουμε, ή θα το πληρώσει με έμμεσο τρόπο πολλαπλάσιο και εκείνος αλλά και τα παιδιά του…
Είναι πραγματικά παράδοξο να νομίζουν κάποιοι ότι μπορούν να πείσουν λέγοντας πως «αν έχω να διαλέξω ανάμεσα σε δύο σεισμούς, έναν 4 ρίχτερ και έναν 15 ρίχτερ, θα διαλέξω τον δεύτερο». Και είναι ακόμα πιο τραγικό για τη πολιτική ιστορία της χώρας μας, αυτοί που θα διαλέξουν τα δεκαπέντε ρίχτερ να το ονομάσουν νίκη. Θα ήταν τόσο τραγικό όσο το να αναρωτιόμασταν ποιος κέρδισε.. στο σεισμό του Λος Άντζελες.
Το καλύτερο που έχει να κάνει η Κυβέρνηση στη σημερινή συγκυρία είναι να μην παίζει με Εγκέλαδους. Πρέπει να σταματήσει να στήνει με αυταρέσκεια και αμεριμνησία τριπλάblamegames, μεταθέτονταςευθύνες!
Για μια κακή συμφωνία φορτώνεται η ευθύνη στην προηγούμενη κυβέρνηση,
Για μία «άθλια» συμφωνία, θα φταίνε οι δανειστές,
και το χειρότερο, σε ενδεχόμενο ρήξης, ετοιμάζεται σενάριο για εσωτερική κυρίως, κατανάλωση, ότι οι «αδιάλλακτοι» και «σκληροί» Γερμανοί δεν ήθελαν ποτέ συμφωνία, παρά τις υποχωρήσεις, πετώντας το μπαλάκι στην εξέδρα του Ελληνικού Κοινοβουλίου.
Άλλωστε η κρίση θρέφει την κυβέρνηση αυτή, που δεν έχει πει τίποτα για το Μέλλον, την παραγωγή, την καινοτομία, το όραμα της, την ανάπτυξη, τις προοδευτικές μεταρρυθμίσεις…
Η κυβέρνηση πρέπεινα καταλήξει σε μια συμφωνία, και να προσπαθήσει να βελτιώσει τις αρνητικές παραμέτρους της συμφωνίας αυτής αργότερα, με στρατηγική για επιστροφή στην ανάπτυξη, με δικαιοσύνη και αποτελεσματικότητα για την Ελλάδα στην Ευρώπη. Γιατί Ευρώπη δεν υπάρχει χωρίς Ελλάδα, αλλά και δεν μπορεί να υπάρχει Ευρωπαϊκή Ένωση χωρίς τίμιους κανόνες. Και το Μέλλον μας είναι μόνο στην Ευρώπη σε μιαΠροοδευτική Συμμαχία μίας ταχύτητας.