Το είναι και το φαίνεσθαι

Εχουν άραγε οι μεγάλες γυναίκες (μεσόκοπες και παραπάνω) ξεμπερδέψει οριστικά με τον κύκλο τους;

ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΥΜΠΑΡΔΗΣ
Μεγάλες γυναίκες

Εκδόσεις Μεταίχμιο,
σελ. 104, τιμή 9,90 ευρώ

Εχουν άραγε οι μεγάλες γυναίκες (μεσόκοπες και παραπάνω) ξεμπερδέψει οριστικά με τον κύκλο τους; Και τι ακριβώς μπορεί να σημαίνει «κύκλος» στην περίπτωσή τους; Ενα οργανόγραμμα της μνήμης για όσα παρήλθαν και δεν πρόκειται ποτέ πια να επανακάμψουν; Ενα απόθεμα εμπειρίας που δεν είναι ικανό να χρησιμεύσει σε κανέναν, όντας πρωτίστως άχρηστο για τις ίδιες; Μια σύνοψη γεγονότων που τείνουν να σβήσουν ακόμη και από τη δική τους μνήμη; Κι αν όχι; Κι αν ο κύκλος ζωής είναι αίφνης σε θέση να αποκτήσει ένα άλλο, διαφορετικό νόημα; Κι αν τίποτε δεν έχει τελειώσει ακόμη και όλα μπορούν να μπουν εκ νέου στο τραπέζι, έστω κι αν θα πρέπει προς τούτο να αποκτήσουν σκιώδη μορφή;

Ηρωίδες και καθήκοντα
Ολες οι κυρίες της νουβέλας του Γιώργου Συμπάρδη είναι γυναίκες μιας κάποιας ηλικίας που κάποτε θα μπορούσαμε να ονομάσουμε και σεβαστή. Τίποτε στην καθημερινότητά τους δεν δείχνει να ανοίγει κάποια προοπτική, να προοιωνίζεται μιαν ακόμη και χαμηλή πτήση πάνω από τα μικρά και τα καθιερωμένα. Συμμετέχοντας στη φιλανθρωπική δράση ενός ναού στο Ρουφ, ο οποίος βρίσκεται αντιμέτωπος με το φάσμα της οικονομικής συρρίκνωσης, οι ηρωίδες κάνουν ό,τι περνά από το χέρι τους για να ανταποκριθούν στα πρακτικά τους καθήκοντα και έτερον ουδέν. Πράγματι, όμως, έτερον ουδέν; Το ερώτημα προκύπτει από τις πρώτες κιόλας σελίδες του βιβλίου, όταν η Σοφία, που μένει στη Βικτώρια και έχει έρθει σε επαφή με τις γυναίκες του Ρουφ λόγω της εξαδέλφης της Μίνας αρχίζει να δέχεται στο σπίτι της έναν νεαρό από την πολυκατοικία της πρόθυμο να επαινέσει το καλό φαγητό και τη φιλική της συντροφιά.
Τα ερωτικά σήματα
Ο νεαρός δεν θα διεκδικήσει κάτι άλλο, ούτε στα πρώτα βήματα της γνωριμίας τους ούτε αργότερα, και η Σοφία θα διστάσει να ελπίσει, με δεδομένο τον οξύθυμο χαρακτήρα του, σε οποιαδήποτε υπόσχεση. Στη σχέση τους, παρ’ όλα αυτά, θα ανθήσει βαθμιαία μια πρωτόφαντη θέρμη η οποία θα αποδεσμεύσει και μια παράξενα αμοιβαία έλξη. Εκείνος θα είναι κάπως απότομος και αναιδής, με μια μονίμως ανεκδήλωτη υπόνοια βίας, χωρίς ωστόσο να πάψει ούτε λεπτό να στέλνει τα ερωτικά του σήματα: ακριβά δωράκια, παρά την οφθαλμοφανή πενία του και την τρανταχτά βεβαιωμένη ανεργία του, μισά, ανολοκλήρωτα φιλιά στα μάγουλα και στο στόμα, συγκρατημένα προστατευτική διάθεση. Εκείνη πάλι θα μεταμορφωθεί ανομολόγητα σε κοριτσάκι που πεταρίζει η καρδιά του. Γιατί δεν προσπαθεί στα σοβαρά ο Σταύρος να βρει δουλειά; Πού εξαφανίζεται με τις ώρες; Γιατί δεν χρησιμοποιεί συχνά τα κλειδιά του σπιτιού που του έχει δώσει; Και το κυριότερο: μήπως ο Σταύρος είναι ο γιος του παπά του ναού του Ρουφ για τον οποίο τόσα έχει ακούσει από τις γνωστές της;
Η Σοφία θα εισπράξει μόνο σιωπή για τις απορίες της, παραμένοντας ως το τέλος στο σκοτάδι. Ο νεαρός θα αρνηθεί τα πάντα και η ίδια δεν θα τολμήσει να μιλήσει στον παπά για τις σοβαρές ενδείξεις που διαθέτει ως προς τη σχέση αίματος η οποία τους συνδέει. Στο μεταξύ ο νεαρός θα εξαφανιστεί τόσο ξαφνικά όσο εμφανίστηκε, η Αστυνομία θα κάνει περίεργες ερωτήσεις για τον ίδιο και τους συγκατοίκους του, χωρίς να καταλήξει σε κανένα συμπέρασμα, ενώ η παρουσία του στο σπίτι της Σοφίας θα συνδυαστεί, δίχως εκ νέου να αποδειχθεί οτιδήποτε περαιτέρω, με την παρουσία ενός άλλου νεαρού στο σπίτι μιας άλλης κυρίας –μιας κυρίας από τη φιλανθρωπική ομάδα του Ρουφ. Για τον τελευταίο δεν θα υπάρξουν αμφιβολίες: πρώτα θα πουλήσει έρωτα στη γηραιά κυρία και ύστερα θα την κλέψει. Καμία, εν τούτοις, από τις δύο κυρίες, ούτε η κλεμμένη ούτε η εγκαταλελειμμένη, δεν θα τα βάψει μαύρα γι’ αυτά που συνέβησαν. Και οι δύο, αντίθετα, θα αντλήσουν από τις μάλλον ασύμπτωτες ιστορίες τους ορμή και ζέση: ορμή για να υπομείνουν με δύναμη την καινούργια μοναξιά τους και ζέση για να ζήσουν καλύτερα σε έναν χθαμαλό κόσμο του οποίου τα καθημερινά χρώματα μπορούν, κόντρα σε κάθε προσδοκία, να εκπέμψουν μια μαγική λάμψη.
Λεπτή απροσδιοριστία
Διαγράφοντας πάντοτε ένα αχνό κοινωνικό περίγραμμα για τους ήρωές του (ένα περίγραμμα που δεν θα μετατραπεί ποτέ σε δημόσιο χώρο), ο Συμπάρδης θα αφήσει και τους ίδιους στα περισσότερα βιβλία του σε μια κατάσταση λεπτής απροσδιοριστίας: μια κατάσταση όπου κάθε ζήτημα το οποίο τους γδέρνει εσωτερικά θα μείνει σκοπίμως εκκρεμές, κοιταγμένο υπό ένα υποτονικό φως που θα πολλαπλασιάσει επ’ άπειρον τις ερμηνευτικές εκδοχές του. Το ίδιο συμβαίνει και στις Μεγάλες γυναίκες. Ο τρόπος της αφήγησης, υπαινικτικός και ελλειπτικός, παρά τον αναντίρρητο ρεαλισμό των εικόνων του, δεν θα τραβήξει διαχωριστικές γραμμές, δεν θα επιμερίσει ευθύνες και δεν θα σκιτσάρει μονόπαντους χαρακτήρες. Οι νεαροί μπορεί να είναι μικροαπατεώνες (αν πρόκειται ακριβώς περί αυτού), αλλά ξέρουν πώς να σαλπίσουν τη χαρά και την ευδία. Οι κυρίες μπορεί να έχουν γεράσει (περί αυτού ακριβώς πρόκειται), αλλά δεν θα μεμψιμοιρήσουν για το παρελθόν ούτε θα αποστρέψουν το πρόσωπο από το μέλλον. Και όλα, όπως το λέγαμε και στην αρχή, θα τεθούν ξανά επί τάπητος: τα νιάτα και τα γηρατειά, η αλήθεια και το ψέμα, το είναι και το φαίνεσθαι. Η πραγματικότητα των ανθρώπων δεν είναι οι οικονομικές τους ανάγκες και η κοινωνική τους τάξη, ακόμα κι αν μόνο έτσι μπορούμε να τους προσδιορίσουμε εξωτερικά, αλλά η κρυφή λογική του εσώτερου βίου τους που τροφοδοτεί ακατάπαυστα και εν τέλει διαφυλάσσει τον πυρήνα της ύπαρξης. Οι Μεγάλες γυναίκες είναι ένα βιβλίο ακέραιης ωριμότητας που έρχεται να προστεθεί σε ένα ήδη σημαντικό πεζογραφικό έργο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.